Άρνι Μάγκνουσον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άρνι Μάγκνουσον
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση13  Νοεμβρίου 1663[1][2][3]
Dalasýsla
Θάνατος7  Ιανουαρίου 1730[1][2][3]
Κοπεγχάγη
Χώρα πολιτογράφησηςΙσλανδία[4]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙσλανδικά[5]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιδάσκων πανεπιστημίου
ακαδημαϊκός
ιστορικός[6]
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άρνι Μάγκνουσον (Árni Magnússon, 13 Νοεμβρίου 16637 Ιανουαρίου 1730) ήταν Ισλανδός λόγιος και συλλέκτης χειρογράφων, που άφησε πίσω του την ομώνυμη μεγάλη συλλογή (Αρναμάγνειος Συλλογή Χειρογράφων).

Ο Άρνι γεννήθηκε στο χωριό Κβεναμπρέκα της κομητείας Νταλασύσλα, στη δυτική Ισλανδία, όπου ο πατέρας του, Μάγκνους Γιόνσον, ήταν εφημέριος. Μητέρα του ήταν η Γκουντρούν Κετιλσντότιρ, κόρη του αρχιδιακόνου Κέτιλ Γιερούνταρσον[7]. Το παιδί ανατράφηκε από τους παππούδες και τον θείο του. Σε ηλικία 17 ετών ο Άρνι έγινε δεκτός ως μαθητής στο Menntaskólinn, το αρχαιότερο γυμνάσιο της Ισλανδίας, στο Σκάλχολτ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1683, ταξίδεψε στη Δανία με τον πατέρα του για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Από εκεί αποφοίτησε μέσα σε δύο χρόνια με το πτυχίο του attestus theologiæ και προσλήφθηκε ως βοηθός του «βασιλικού αρχαιογνώστη» Τόμας Μπαρτόλιν. Τον βοήθησε στη σύνταξη του έργου Antiquitates danicæ, καθώς και στη μεταγραφή, μετάφραση και υπομνηματισμό χιλιάδων σελίδων ισλανδικών χειρογράφων[8].

Μετά τον θάνατο του Μπαρτόλιν το 1690, ο Μάγκνουσον έγινε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας του Δανού πολιτικού Ματίας Μοτ (Matthias Moth), αδελφού της Σοφί Αμαλί Μοτ, ερωμένης του βασιλιά[7]. Από τα τέλη του 1694 μέχρι τα τέλη του 1696 ο Μάγκνουσον βρισκόταν στη Γερμανία, με αρχική αποστολή να εκτιμήσει μία συλλογή βιβλίων που είχε προσφερθεί στο πανεπιστήμιο, αλλά παρέτεινε την παραμονή του εκεί. Στο μεταξύ, προφανώς χάρη στον εργοδότη του, διορίσθηκε έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Τότε, ευρισκόμενος στη Λειψία, δημοσίευσε μία επιμελημένη έκδοση κάποιων δανέζικων χρονικών, που είχε αντιγράψει όταν εργαζόταν για τον Μπαρτόλιν[7][9]. Επιστρέφοντας στη Δανία, ξανάρχισε να εργάζεται για τον Μοτ, αλλά το 1697 διορίσθηκε και ως γραμματέας στα Βασιλικά Μυστικά Αρχεία (Det Kongelige Gehejmearkiv)[7].

Μαζί με τον νομικό Παλ Βιντάλιν, ο Μάγκνουσον στάλθηκε από τον βασιλιά της Δανίας να επιθεωρήσει και να καταγράψει τις συνθήκες στην Ισλανδία. Αυτό του πήρε 10 χρόνια, από το 1702 μέχρι το 1712. Στο διάστημα αυτό πέρασε στην Κοπεγχάγη δύο χειμώνες, τον πρώτο για να παρουσιάσει εμπορικές προτάσεις και κατά τη διάρκεια του δεύτερου (οπότε είχε μία δικαστική του υπόθεση) νυμφεύθηκε[7][10]. Τα τελικά αποτελέσματα της καταγραφής ήταν η «Ισλανδική απογραφή του 1703» και το Jarðabók ή «αρχείο γαιών», η επισκόπηση για το οποίο ολοκληρώθηκε το 1714 και μεταφράσθηκε στη δανική γλώσσα μετά τον θάνατο του Μάγκνουσον. Το αρχείο αυτό τυπώθηκε σε 11 τόμους το 1911–1941.[7] Η αποστολή του πάντως, όπως είχε ορισθεί από τον βασιλιά είχε ευρύτατο περιεχόμενο, περιλαμβάνοντας τη διερεύνηση της δυνατότητας εξορύξεως θείου, την αποτίμηση των αλιευτικών πεδίων και την αξιολόγηση της απονομής δικαιοσύνης. Ο Βιντάλιν και ο Μάγκνουσον έγιναν αποδέκτες πολλών παραπόνων για κατάχρηση εξουσίας από τους δικαστές και οι αξιωματούχοι προσβλήθηκαν από τις έρευνες των δύο ανδρών σχετικά με δικαστικές υποθέσεις του παρελθόντος και παραπονέθηκαν στην Κοπεγχάγη για τη δράση τους[7].

Επιστρέφοντας το 1713 στην Κοπεγχάγη, όπου θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του, ο Μάγκνουσον ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του ως βιβλιοθηκάριου, καθιστάμενος ο ανεπίσημος επικεφαλής των Αρχείων στις αρχές του 1720 και αργότερα ο βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου[7]. Στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης δίδαξε φιλοσοφία και δανική αρχαιολογία, ενώ το 1721 διορίσθηκε επιπλέον καθηγητής της ιστορίας και γεωγραφίας[10].

Ο Μάγκνουσον είχε σε όλη τη ζωή του πάθος για τη συλλογή χειρογράφων, κυρίως ισλανδικών, αλλά και άλλων σκανδιναβικών χωρών. Είναι πιθανό πως αυτό άρχισε με τον Μπαρτόλιν, που όταν ο Άρνι έπρεπε να ταξιδέψει στην Ισλανδία το 1685 επειδή είχε πεθάνει ο πατέρας του, τού παράγγειλε να φέρει κάθε χειρόγραφο που μπορούσε να αποκτήσει, ενώ στη συνέχεια τον έστειλε στη Νορβηγία και στη Λουντ το 1689–1690 για να συλλέξει και άλλα χειρόγραφα[11]. Επιπλέον, ο θείος του είχε διατελέσει γραφέας[7]. Την εποχή που ο Άρνι άρχισε να συλλέγει, οι περισσότεροι μεγάλοι κώδικες είχαν ήδη φύγει από την Ισλανδία και βρίσκονταν πλέον είτε στη βασιλική συλλογή στην Κοπεγχάγη, είτε σε ιδιωτικές συλλογές σε διάφορες σκανδιναβικές χώρες. Μόλις το 1685, μετά από παράκληση του Μπαρτόλιν, απαγόρευσε ο βασιλιάς την πώληση ισλανδικών χειρογράφων σε ξένους και την εξαγωγή τους[7]. Υπήρχαν πάντως πολλά ακόμα για τον Μάγκνουσον, ιδίως επειδή ενδιαφερόταν ακόμα και για τα πιο άσημα δείγματα και ήταν έτοιμος για όλα προκειμένου να αποκτήσει κάτι. Μετά τον θάνατο του Μπαρτόλιν, ο Μάγκνουσον βοήθησε τον αδελφό του να ετοιμάσει τα βιβλία και τα χειρόγραφά του για πώληση, ενώ κράτησε τα μεταξύ αυτών ισλανδικά χειρόγραφα για τον εαυτό του, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και το Möðruvallabók[7]. Χάρη στη γνωριμία του με τους Μοτ, ο Μάγκνουσον είχε κάποια πολιτική επιρροή, για την οποία φιλόδοξοι Ισλανδοί τού έδιναν βιβλία και χειρόγραφα[7]. Οτιδήποτε δεν μπορούσε να εξασφαλίσει, το δανειζόταν και το αντέγραφε. Είχε και αντιγραφείς που εργάζονταν για λογαριασμό του στην καθηγητική του έδρα στην Κοπεγχάγη. Η συλλογή του έγινε έτσι η μεγαλύτερη του είδους του σε ολόκληρη τη βόρεια Ευρώπη. Δυστυχώς το σπίτι του κάηκε εντελώς κατά την πυρκαγιά του 1728. Με τη βοήθεια φίλων του, ο Μάγκνουσον μπόρεσε να σώσει τα περισσότερα χειρόγραφα, αλλά κάποια άλλα χάθηκαν, όπως και όλα σχεδόν τα τυπωμένα βιβλία και τουλάχιστον ένα μοναδικό αντικείμενο[12]. Δεν είχε καταρτίσει πλήρη κατάλογο των χειρογράφων του και πολλές φορές δήλωσε ότι πίστευε πως οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες από ό,τι γενικώς νομιζόταν[7]. (Τα πάντα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου καταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων πολλά ισλανδικά τεκμήρια που σώζονται σήμερα μόνο χάρη στα αντίγραφα που είχε δημιουργήσει ο Άρνι για τον Μπαρτόλιν, ενώ και οι περισσότεροι άλλοι καθηγητές έχασαν όλα τα βιβλία τους.[7])

Τον Μάγκνουσον συμβουλεύονταν λόγιοι από όλη την Ευρώπη και τους βοηθούσε άμεσα. Ειδικότερα, βοήθησε σημαντικά τον Þormóður Torfason, τον βασιλικό ιστορικό της Νορβηγίας, στην ετοιμασία του έργου του για δημοσίευση[13], έχοντας γνωριστεί μαζί του όταν είχε ταξιδέψει εκεί για λογαριασμό του Μπαρτόλιν[7].

Ο Μάγκνουσον υπήρξε πρωτοπόρος στην εποχή του ως προς την εξαντλητική καταγραφή των πηγών και την προσοχή στην ακρίβεια. Με τα λόγια του:

Svo gengur það til í heiminum, að sumir hjálpa erroribus á gáng og aðrir leitast síðan við að útryðja aftur þeim sömu erroribus. Hafa svo hverir tveggja nokkuð að iðja.

«Και έτσι έχουν τα πράγματα στον κόσμο, μερικοί άνθρωποι να βάζουν λάθη στην κυκλοφορία και άλλοι μετά να προσπαθούν να εξαλείψουν αυτά τα λάθη. Και έτσι αμφότερες οι κατηγορίες ανθρώπων έχουν με κάτι να ασχολούνται».[14]

Ο Μάγκνουσον νυμφεύθηκε το 1709 τη Μέτε Γιενσντάτερ Φίσερ, χήρα του βασιλικού σαγματοποιού, η οποία ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερή του και πλούσια. Ο Μάγκνουσον έζησε μόλις ένα χρόνο και κάτι μετά την πυρκαγιά της Κοπεγχάγης, εξαρτώμενος από φίλους για τη στέγασή του και έχοντας υποχρεωθεί να μετακομίσει τρεις φορές. Ο χειμώνας ήταν δριμύς και όταν αρρώστησε χρειάσθηκε να βοηθηθεί στην υπογραφή της διαθήκης του. Απεβίωσε την επόμενη ημέρα, σε ηλικία 66 ετών, και τάφηκε στο βόρειο κλίτος της ακόμα κατεστραμμένης από την πυρκαγιά εκκλησιάς Vor Frue Kirke. Η σύζυγός του απεβίωσε οκτώ μήνες αργότερα και τάφηκε δίπλα του[7]

Ο Μάγκνουσον άφησε τη συλλογή του στο κράτος με την πρόβλεψη της συντηρήσεώς της και της βοήθειας σε φοιτητές από την Ισλανδία. Σήμερα η συλλογή αυτή, γνωστή ως «Αρναμάγνειος Συλλογή Χειρογράφων», βρίσκεται χωρισμένη σε δύο ιδρύματα που φέρουν επίσης το όνομα του δημιουργού της. Αμφότερα έχουν τόσο εκπαιδευτική όσο και αρχειακή αποστολή. Πρόκειται για το «Αρναμάγνειο Ινστιτούτο» (Arnamagnæan Instituten) στην Κοπεγχάγη και το Ινστιτούτο Ισλανδικών Μελετών Άρνι Μάγκνουσον στο Ρέικιαβικ.

Η μορφή του Μάγκνουσον απαθανατίσθηκε σε παλαιότερο χαρτονόμισμα των 100 ισλανδικών κορονών.

  • Ο ήρωας Arnas Arnæus στο μυθιστόρημα Íslandsklukkan (= «Η καμπάνα της Ισλανδίας», 1943-1946) του βραβευμένου με Νόμπελ Χαλντόρ Λάξνες είναι βασισμένος στην προσωπικότητα του Άρνι Μάγκνουσον.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Arni-Magnusson. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. arni-magnusson. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Dansk Biografisk Lexikon». (Δανικά) Dansk Biografisk Leksikon. Árni_Magnússon.
  4. LIBRIS. 2  Οκτωβρίου 2012. libris.kb.se/katalogisering/wt799wcf0rxfb37. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2018.
  5. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 23  Μαΐου 2020.
  6. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2019.
  7. 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 7,11 7,12 7,13 7,14 7,15 Sigurgeir Steingrímsson, μετάφραση Bernhard Scudder, Árni Magnússon (1663–1730) - live and work[νεκρός σύνδεσμος], Árni Magnússon Institute for Icelandic Studies.
  8. Eiríkur Benedikz: «Árni Magnússon», Saga-Book, τόμος 16 (1962-65), σελ. 89.
  9. Eiríkur, σσ. 90-91.
  10. 10,0 10,1 Λήμμα «Árni Magnússon» στο Dansk Biografisk Lexikon, τόμ. 11, σσ. 52-57
  11. Eiríkur, σελ. 90.
  12. Eiríkur, σελ. 92.
  13. Eiríkur, σσ. 92-93.
  14. Eiríkur, σελ. 92, η μετάφραση δική του.
  15. Heather Wilkinson (επίμ.): Jules Verne, Journey to the Center of the Earth, Pocket, Νέα Υόρκη 2008, ISBN 978-1-4165-6146-0, σελ. 293.
  16. Daniel Compère: Jules Verne: écrivain, Histoire des idées et critique littéraire 294, Droz, Γενεύη 1991, σελ. 130 (στη γαλλική)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hans Bekker-Nielsen και Ole Widding: Árne Magnússon, the Manuscript Collector, μετάφραση Robert W. Mattila. Odense University Press, 1972
  • Már Jónsson: Arnas Magnæus Philologus (1663–1730). Viking collection 20. Odense University Press, 2012. ISBN 978-87-7674-646-9.