Άγνοια (θεολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Άγνοια στη Θεολογία, εννοείται η (α-κούσια ή εκούσια) μη γνώση τού αληθινού Θεού και της αποκαλύψεώς Του.

Θεολογία και Άγνοια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μιλώντας για γνώση τού Θεού, δεν την εκλαμβάνουμε απλώς ως έλλειψη πληροφοριών (εγκεφαλικώς), αλλά κυρίως ως έλλειψη της άμεσης εμπειρίας τού Θεού (καρδιακώς).

Η άγνοια του Θεού διακρίνεται σαφώς τόσο τής (θεολογικής) αγνωσίας που συνδέεται περισσότερο με την απο-φατική Θεολογία, όσο και της πλάνης [1] που αναφέρεται κυρίως στην αίρεση.

Στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, δεν αποσκορακίζεται η γνώση [2], η γνώση δεν αντιτίθεται στη θρησκεία, ούτε την υποκαθιστά. Αντίθετα, αν αυτή η γνώση είναι Θεία (δηλ. σοφία) και όχι «επίγειος, ψυχική ή δαιμονιώδης» [3] τότε ταυτίζεται με τη «Βασιλεία τού Θεού» [4], κατά τον Μ. Βασίλειο [5], και, κατά συνέπεια, η προσπάθεια για την απόκτησή της συνιστά αρετή.

Η δε άγνοια του Θεού και των πνευματικών ζητημάτων ταυτίζεται, κατά τούς Νηπτικούς, με την αμαρτία. Εξάλλου, η θεογνωσία θεωρείται δυνατή μόνο στο επίπεδο των (ακτίστων) Ενεργειών τού Θεού και όχι τής ουσίας Του.

Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο άνθρωπος, καθώς επλάσθη υπό τού Δημιουργού Του, δεν ευρίσκετο ούτε σε πλήρη αγνωσία για να μην είναι ανεύθυνος των πράξεών του, ούτε σε παγγνωσία για να μην υπεραίρεται. Μετά το Προπατορικό αμάρτημα [6] απλώθηκε στην ανθρωπότητα, μέχρι την έλευση του Χριστού, σκότος αγνοίας, η οποία, βέβαια, αυτή άγνοια δεν καταλογίζεται ως (προσωπική) αμαρτία [7]. Ωστόσο, το σκότος αυτό τής αγνοίας δεν ήταν απόλυτο. Η Φυσική Αποκάλυψη, αν ο προχριστιανικός άνθρωπος ενδιαφερόταν και την αξιοποιούσε καταλλήλως, ήταν αρκετή για μία στοιχειώδη θεολογική και ηθική γνώση [8]. Μετά το Χριστό έλαμψε το Φως τής θεογνωσίας στον κόσμο [9], καθώς ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος Του αποκάλυψε τον Θ. Πατέρα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή στον χαριτωμένο (αγιασμένο) άνθρωπο η θεοπτία, που ταυτίζεται με τη θέωση και τη σωτηρία.

Στο Κανονικό Δίκαιο, διακρίνονται, ήδη από την αριστοτελική Ηθική [10],

  • α) η ασύγγνωστη άγνοια, δηλ. η αδικαιολόγητη, σύμφωνα με τον Θωμά Ακινάτη [11], άγνοια της διδασκαλίας τού Χριστού, που δεν επιτρέπεται για έναν Χριστιανό [12],
  • β) η συγγνωστή άγνοια, δηλ. η δικαιολογημένη, που δεν εξυφαίνει δόλο [13] και
  • γ) η καθαυτό άγνοια, που συνεπάγεται μειωμένη ποινή [14].

Σύγχρονοι μετα-ηθικολόγοι είτε απορρίπτουν οποιαδήποτε έμφυτη ηθική γνώση στον άνθρωπο, είτε ασχολούνται με διάφορες καζουιστικές υπολεπτομέρειες (π.χ. στάδια ή φάσεις) τής άγνοιας (μιας πράξης), περιπτώσεις που άπτονται του κοινού Ποινικού Δικαίου.

Ψυχολογία και Άγνοια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ψυχολογία, κάνουμε λόγο για άγνοια που γνωρίζει ότι αγνοεί (ενσυνείδητη), και για άγνοια που δεν γνωρίζει ότι αγνοεί (ασυνείδητη)· επίσης, για άγνοια, που, αν και αισθάνεται ότι αγνοεί, εντούτοις απομακρύνεται ή αντιστέκεται ―μέσω ψυχικών μηχανισμών ή τεχνασμάτων και σοφισμάτων (βλ. σοφιστική άγνοια)― στη γνώση, λόγω κάποιου πάθους, ανωμαλίας, συμπλέγματος, απωθήσεως ή προκαταλήψεως.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σ. Κ. Τσιτσίγκος, «Άγνοια», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 166,
  • Σ. Ν. Αβούρης, «Άγνοια», ΘΗΕ 1 (1962) 289-290·
  • J. Macquarrie & J. F. Childress (Eds.), A New Dictionary of Christian Ethics, SCM Press LTD 1990·
  • T. Špidlik, Η Πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού, μτφρ. Β. Σ. Ψευτογκά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σ. Σολ. 14, 22, Κλήμ. Ρώμης, ομιλία Ι’, MPG 2, 260
  2. βλ. Γνωσιμάχοι
  3. Ιακ. 3, 15
  4. (Ιω. 17, 3)
  5. (Επιστ. 8, 7)
  6. (Ψαλμ. 24, 7. 48, 13, Εφ. 4, 18, Α’ Πέτρ. 1, 14)
  7. (Πράξ. 3, 17. 17, 30)
  8. (Ρωμ. 1, 19-20)
  9. (Α’ Ιω. 1, 5)
  10. (Ηθικά Νικομάχεια 3.1)
  11. (ST I-II. 94.3)
  12. (βλ. Εκκλ. 5, 5, Κανόνες 1ος τής Γ’ Οικ., Πενθέκτης 90, Θεοφ. 13 κ.ά.)
  13. (βλ. Λευιτ. 1, 2. 5, 18. 24, 14, Κανόνες Θεοφ. 3 και 5, Πενθέκτης 84, Καρθ. 80)
  14. (βλ. Κανό-νες 3ος, 19ος και 26ος Πενθέκτης, 27ος Μ. Βασιλείου, 9ος Πέτρου Αλεξανδρείας)