Άγιος Κλήμης στο Λατερανό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άγιος Κλήμης
San Clemente (ιταλικά)
Sancti Clementis (λατινικά)
αίθριο (attrium, αυλή) του Αγ Κλήμη
Βασικές πληροφορίες
ΤοποθεσίαΡώμη, Iταλία
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°53′22″N 12°29′51″E / 41.88944°N 12.49750°E / 41.88944; 12.49750Συντεταγμένες: 41°53′22″N 12°29′51″E / 41.88944°N 12.49750°E / 41.88944; 12.49750
ΥπαγωγήΛατινική Καθολική
ΙεροτελεστίαΡωμαιο-Καθολική
ΧώραΙταλία
Εκκλησιαστικό ή οργανωτικό καταστατικόΒασιλική, τιτουλάρια εκκλησία
Ηγεσίακενή
Χρηματοδότηςπάπας Κλήμης Α΄
ΙστοσελίδαOfficial website
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Αρχιτεκτονικός τύποςεκκλησία
Αρχιτεκτονικός ρυθμόςΠαλαιοχριστιανική περίοδος, Ρωμανικός ρυθμός
Έναρξη ανέγερσης1108
Αποπεράτωση1123
Λεπτομέρειες
Κατεύθυνση προσόψεωςΝοτιο-ανατολική
Μήκος45 metres (148 ft)
Πλάτος25 metres (82 ft)
Πλάτος (κυρίως ναός)13 metres (43 ft)
Κάτοψη της εκκλησίας: Β αίθριο, C, D πλάγια κλίτη, Ε χορωδία, F πρόθεση, G διακονικό (mitatorium), Η η Αγία Τράπεζα με κιβώριο.

Η Βασιλική του Αγίου Κλήμη (ιταλικά: Basilica di San Clemente al Laterano‎‎) είναι μία Λατινο-Καθολική δευτερεύουσα βασιλική, αφιερωμένη στον πάπα Κλήμη Α΄, που βρίσκεται στη Ρώμη, στην Ιταλία. Αρχαιολογικά το κτήριο είναι ένα συγκρότημα κτηρίων σε τρία επίπεδα: (1) η σημερινή βασιλική κτίστηκε λίγο πριν από το έτος 1100 στη ακμή του Μεσαίωνα. (2) κάτω από τη σημερινή βασιλική βρίσκεται μία βασιλική του 4ου αι., στην οποία είχε μετατραπεί η οικία ενός Ρωμαίου ευγενή, μέρος του οποίου τον 1ο αι. είχε λειτουργήσει σύντομα ως πρώιμη εκκλησία, και το υπόγειο της οποίας είχε στον 2ο αι. χρησιμεύσει για λίγο ως Μιιθραίο. (3) η οικία αυτή του Ρωμαίου ευγενή είχε κτιστεί στα θεμέλια μίας βίλας και μίας αποθήκης της Δημοκρατικής εποχής, που είχαν καταστραφεί στη Μεγάλη Πυρκαγιά του 64 μ.Χ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή η αρχαία εκκλησία σχηματίστηκε με την πάροδο των αιώνων: μία ιδιωτική κατοικία, που ήταν τόπος λαθραίας χριστιανικής λατρείας τον 1ο αι., μετατράπηκε σε μία μεγάλη δημόσια βασιλική μέχρι τον 6ο αι., αντικατοπτρίζοντας την αυξανόμενη νομιμότητα και ισχύ της αναδυόμενης Χριστιανικής Εκκλησίας. Τα αρχαιολογικά ίχνη της ιστορίας της βασιλικής ανακαλύφθηκαν στη δεκαετία του 1860 από τον Joseph Mullooly, [1] ηγούμενο στον οίκο των Ιρλανδών Δομινικανών στον Άγιο Κλήμη (1847-1880). [2]

Πριν τον 4ο αι.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χαμηλότερα επίπεδα της σημερινής βασιλικής περιέχουν υπολείμματα της θεμελίωσης ενός κτηρίου πιθανώς της Δημοκρατικής εποχής εποχής, που θα μπορούσε να έχει καταστραφεί στη Μεγάλη Πυρκαγιά του 64. Ένα βιομηχανικό κτίριο, ίσως το αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο της Ρώμης από τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. (επειδή ένα παρόμοιο κτήριο αντιπροσωπεύεται σε ένα σχέδιο του 16ου αι. ενός τμήματος του Σεβηριανού μαρμάρινου χάρτη της πόλης), κτίστηκε  ή αναδιαμορφώθηκε στον ίδιο χώρο κατά την περίοδο των Φλαβίων. Λίγο μετά οικοδομήθηκε μία πολυκατοικία (insula). Χωρίστηκε από το βιομηχανικό κτήριο με ένα στενό δρομάκι. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα (π. το 200) κτίστηκε ένα Μιθραίον, ένα ιερό της λατρείας του Μίθρα, στην αυλή της πολυκατοικίας. Η κύρια αίθουσα λατρείας (σπήλαιον, speleum)[3], μήκους περίπου 9,6 μ. και πλάτους 6 μ., ανακαλύφθηκε το 1867, αλλά δεν μπορούσε να διερευνηθεί μέχρι το 1914 λόγω έλλειψης αποστράγγισης. [4] Η εξέδρα (exedra), η ρηχή αψίδα στο άκρο του χαμηλού θολωτού χώρου, τρίφτηκε με ελαφρόπετρα, για να μοιάζει με σπήλαιο.

Στο κέντρο της κύριας αίθουσας του ιερού βρέθηκε ένας βωμός σε σχήμα σαρκοφάγου και με το κύριο λατρευτικό ανάγλυφο της ταυροκτονίας (η εικόνα του Μίθρα να σκοτώνει έναν ταύρο) στην μπροστινή του όψη. [5] Οι λαμπαδηφόροι Cautes και Cautopates εμφανίζονται αντίστοιχα στην αριστερή και δεξιά όψη του ίδιου μνημείου. Μία αναθηματική επιγραφή προσδιορίζει τον δωρητή ως έναν pater Cnaeus Arrius Claudianus, ίσως από το ίδιο γένος της μητέρας τουΤίτου Άρριου Αντωνίνου του Ευσεβούς. Άλλα μνημεία που ανακαλύφθηκαν στο ιερό, περιλαμβάνουν μία προτομή του Ηλίου (Sol)[6] που φυλασσόταν στο ιερό σε μία κόγχη κοντά στην είσοδο και μία μορφή του Μίθρα που γεννήθηκε από τον βράχο (Mithras petra generix) [7]. Βρέθηκαν επίσης θραύσματα των αγαλμάτων των δύο λαμπαδηφόρων. [8] Ένα από τα δωμάτια, που γειτνιάζουν με τον κύριο θάλαμο, έχουν δύο επιμήκεις περιφράξεις από τούβλα, [9] μία εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκε ως τελετουργικό λάκκο απορριμμάτων για τα υπολείμματα του λατρευτικού γεύματος. Και τα τρία γλυπτά που αναφέρονται παραπάνω, εκτίθενται ακόμη στο Μιθραίον. Ένα τέταρτο γλυπτό, ένα άγαλμα του Αγίου Πέτρου που βρέθηκε στον προθάλαμο του σπηλαίου και εκτίθεται ακόμη εκεί, δεν είναι από τα μυστήρια.

4ος - 11ος αι.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια στιγμή τον 4ο αι., το χαμηλότερο επίπεδο του βιομηχανικού κτιρίου γέμισε χώμα και μπάζα και έτσι διαμορφώθηκε το δεύτερο επίπεδο. Μία αψίδα κτίστηκε επάνω από το μέρος του δόμου (domus), του οποίου ο κάτω όροφος με το Mιθραίον επιχωματώθηκε επίσης. Αυτή η «πρώτη βασιλική» είναι γνωστό ότι υπήρχε το 392, όταν ο Άγιος Ιερώνυμος έγραψε για την εκκλησία ως αφιερωμένη στον Άγιο Κλήμη, δηλ. τον πάπα Κλήμη Α΄, Χριστιανό προσηλυτισμένο τον 1ο αι. μ.Χ. και ο οποίος παλαιότερα εθεωρείτο -από τους πατρολόγους και τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς- ότι ταυτίζεται με τον Τίτο Φλάβιο Κλήμη. Ανακαινίσεις έγιναν τον 9ο αιώνα και περίπου το 1080–99. [10]

Η πρώιμη βασιλική ήταν ο τόπος των συμβουλίων, που προήδρευσαν ο πάπας Ζώσιμος (417) και ο πάπας Σύμμαχος (499). Το τελευταίο σημαντικό γεγονός που έλαβε χώρα στην κάτω βασιλική, ήταν η εκλογή του Ραϊνερίου, καρδιναλίου του Αγ. Κλήμη, το 1099 ως πάπα Πασχάλιου Β΄.

Το εσωτερικό της δεύτερης βασιλικής.

Εκτός από τις νωογραφίες της Santa Maria Antiqua, η μεγαλύτερη συλλογή τοιχογραφιών του Πρώιμου Μεσαίωνα στη Ρώμη βρίσκεται στην κάτω βασιλική του Αγίου Κλήμη. [11]

Τέσσερις από τις μεγαλύτερες νωπογραφίες στη βασιλική χρηματοδοτήθηκαν από ένα ζεύγος λαϊκών, τον Μπένο ντε Ραπίτζα και τη Mαρία Μαρελαρία, κάποια στιγμή στο τελευταίο τρίτο του 11ου αι. και έχουν θέμα τη ζωή, τα θαύματα και τη μετακομιδή του λειψάνου του Αγίου Κλήμη επίσης τη ζωή του Αγίου Αλεξίου. Ο Μπένο και η Μαρία εμφανίζονται σε δύο από τις συνθέσεις: μία φορά στην πρόσοψη της βασιλικής μαζί με τα παιδιά τους, Αλτιλία και Κλήμη («puerulus Clemens», δηλαδή «το μικρό αγόρι ο Κλήμης»), προσφέροντας δώρα στον Άγιο Κλήμη και εμφανίζονται στην κολώνα στην αριστερή πλευρά του σηκού, όπου απεικονίζονται σε μικρή κλίμακα, μαρτυρώντας ένα θαύμα που έκανε ο Άγιος Κλήμης. Κάτω από αυτήν την τελευταία σκηνή υπάρχει ένα από τα πρώτα παραδείγματα της μετάβασης από τα λατινικά στα δημοτικά ιταλικά: μία τοιχογραφία του ειδωλολάτρη Σισίννιου και των υπηρέτων του, που νομίζουν ότι έχουν αιχμαλωτίσει τον Άγιο Κλήμη, αλλά αντίθετα σύρουν μία στήλη. Ο Σισίννιος ενθαρρύνει τους υπηρέτες στα ιταλικά «Fili de le pute, traite! Gosmari, Albertel, traite! Falite dereto colo palo, Carvoncelle! ", [12] που, μεταφρασμένο σημαίνει: "Γιοί της σκύλας, τραβήξτε! Γκόσμαρι, Αλμπερτέλο, τραβήξτε! δώσ' του από πίσω μια με το κοντάρι, Kαρβοντσέλο!». Ο άγιος μιλάει στα Λατινικά, σε επιγραφή με σχήμα σταυρού: "Duritiam cordis vestris, saxa trahere meruistis", που σημαίνει "λόγω της σκληρότητας της καρδιάς σας, λίθο να σύρεται αξίζετε".

Οι ιστορικοί της τέχνης θεωρούν εδώ και καιρό τον Μπένο ντε Ραπίτζα και τη Mαρία Μακελαρία ως οπαδούς των -τώρα κανονικών- αναμορφωτών παπών Γρηγορίου Η΄, Ουρβανού Β΄ και Πασχάλιου Β΄ και τις τοιχογραφίες ως προπαγάνδα για την παράταξη της αναμόρφωσης. Ωστόσο εάν οι πίνακες χρονολογούνται στη δεκαετία του 1080 ή 1090, όπως πιστεύουν πολλοί ιστορικοί τέχνης, τότε ο Μπένο και η Μαρία μπορεί να προτιμούσαν τον αντίπαπα Κλήμη Γ΄ (Βίμπερτ της Ραβέννας), τον οποίο προσπάθησαν να τιμήσουν μέσα από τοιχογραφίες μέσω του παλαιοχριστιανικού πάπα με το ίδιο όνομα. [13]

Η δεύτερη βασιλική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιδωτό στο ημιθόλιο του Ιερού Βήματος του Αγίου Κλήμη, π. 1200, που δείχνει τον Θρίαμβο του Σταυρού και ελισσόμενους βλαστούς άκανθας, ένα σύνηθες βυζαντινό θέμα.
Η ξύλινη οροφή.

Η σημερινή βασιλική ξαναχτίστηκε σε μία εκστρατεία από τον καρδινάλιο Αναστάσιο, π. 1099 - π. 1120. Μία απαρχαιωμένη υπόθεση έλεγε ότι η αρχική εκκλησία είχε καεί κατά τη διάρκεια της λεηλασίας των Νορμανδών της πόλης υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο το 1084, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί καμία ένδειξη ζημιών από πυρκαγιά στην κάτω βασιλική. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι η κάτω βασιλική καταχώθηκε και η νέα εκκλησία κτίστηκε από επάνω της λόγω της στενής σύνδεσης της κάτω με τον αυτοκρατορικό αντίπαλο πάπα ("αντιπόπα") Κλήμη Η΄ / Βίλμπερτ της Ραβέννας. [13] Σήμερα η επάνω βασιλική είναι μία από τις πιο πλούσια στολισμένες εκκλησίες στη Ρώμη. Η επίσημη είσοδος (μία πλαϊνή είσοδος χρησιμοποιείται συνήθως σήμερα) γίνεται μέσω ενός αιθρίου (Β στην κάτοψη, βλ. εικόνα), που περιβάλλεται από στοές, το οποίο τώρα χρησιμεύει ως μοναστήρι, με συμβατικά κτήρια να το περιβάλλουν. Μπροστά στο αίθριο είναι η απέριττη πρόσοψη του Κάρλο-Στέφανο Φοντάνα (ανιψιού του Κάρλο Φοντάνα), στηριγμένη σε παλαιές κολώνες σε δεύτερη χρήση και το μικρό του κωδωνοστάσιο (βλ. το χαρακτικό). Η εκκλησία της βασιλικής πίσω του είναι σε τρία κλίτη, χωρισμένα με τόξα επάνω σε αρχαίους κίονες από μάρμαρο ή γρανίτη, με μαρμαροθετήματα στο δάπεδο. Ο χώρος της χορωδίας του 12ου αι. ( E στην κάτοψη) ενσωματώνει μαρμάρινα στοιχεία από την αρχική βασιλική. Πίσω του, στο πρεσβυτέριο υπάρχει ένα κιβώριο (H στην κάτοψη) υψωμένο σε τέσσερις γκρι-ιώδεις κίονες επάνω από το ιερό του Κλήμη στην από κάτω κρύπτη. Η επισκοπική έδρα βρίσκεται στην αψίδα, η οποία είναι καλυμμένη με ψηφιδωτά με θέμα τον Θρίαμβο του Σταυρού, καμωμένα με υψηλής τέχνης ψηφιδωτά του 12ου αι.

Η εκκλησία του Αγ. Κλήμη χαρακτικό από τον Τζιουζέπε Βάζι (1753).
Η κύρια είσοδος στο αίθριο (αυλή) της βασιλικής του Αγ. Κλήμη.

Οι Ιρλανδοί Δομινικανοί κατέχουν τη Βασιλική του Αγίου Κλήμη και το γύρω κτηριακό συγκρότημα από το 1667. Ο πάπας Ουρβανός Η΄ τους έδωσε καταφύγιο στον Άγιο Κλήμη, όπου έμειναν διευθύνοντας μία κατοικία για ιερείς, που σπούδαζαν και δίδασκαν στη Ρώμη. Οι ίδιοι οι Δομινικανοί πραγματοποίησαν τις ανασκαφές τη δεκαετία του 1950 σε συνεργασία με Ιταλούς φοιτητές αρχαιολογίας.

Σε έναν τοίχο στο αίθριο υπάρχει μία πλάκα, που επικολλήθηκε από τον πάπα Κλήμη ΙΑ΄ το 1715, που υμνεί τη Βασιλική του Αγίου Κλήμη, «αυτή η αρχαία εκκλησία που έχει αντέξει στις καταστροφές των αιώνων». [14] Ο Κλήμης ΙΑ΄ ανέλαβε αποκαταστάσεις στο αξιοσέβαστο κτήριο, το οποίο βρήκε ερειπωμένο. Επέλεξε τον Κάρλο-Στέφανο Φοντάνα ως αρχιτέκτονα, ο οποίος ήγειρε μία νέα πρόσοψη, που ολοκληρώθηκε το 1719. [15] Τα σκαλιστές και επιχρυσωμένες φατνωτές οροφές του κυρίως κλίτους και των πλαγίων κλιτών και τα προσαρμοσμένα έργα ζωγραφικής, χρονολογούνται από αυτή την περίοδο, όπως και η γύψινη διακόσμηση, τα ιωνικά κιονόκρανα και οι νωπογραφίες.

Οι επιγραφές που βρέθηκαν στον Άγιο Κλήμη, μία πολύτιμη πηγή που απεικονίζει την ιστορία της Βασιλικής, έχουν συλλεχθεί και δημοσιευθεί από τον Βιντσέντζο Φορτσέλα. [16]

Σε ένα πλευρικό παρεκκλήσιο υπάρχει ένα ιερό -με τον τάφο του Αγίου Κυρίλλου- των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι οποίοι μετέφρασαν τη Βίβλο στη σλαβονική γλώσσα, δημιούργησαν το γλαγολιτικό αλφάβητο και εκχριστιάνισαν τους Σλάβους. Ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄προσευχόταν εκεί μερικές φορές για την Πολωνία και τις σλαβικές χώρες. [17] Το παρεκκλήσιο διαθέτει επίσης μία Mαντόνα του Τζιοβάννι-Μπατίστα Σάλβι ντα Σασοφεράτο.

Η τωρινή θέση του τιτουλάριου καρδιναλίου ιερέα του Αγίου Κλήμη είναι κενή. Ο πάπας Πασχάλιος Β΄ (1076–1099) ήταν ένας από τους προηγούμενους κατόχους του τίτλου.

Λείψανα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θυρεός της βασιλικής συνδυάζει τον σταυρό του Τάγματος των Ιεροκήρυκων με την άγκυρα του Αγίου Κλήμη και τα αρχικά του S C (Sanctus Clemens).

Η Βασιλική του Αγίου Κλήμη στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η «Εκκλησία (ή Βασιλική) του Αγ. Τομάζο στην Παλαρία», που αναφέρεται στο έργο του Ngaio Marsh Όταν στη Ρώμη (1970), έχει πρότυπο τον Άγιο Κλήμη.
  • Το λανθάνον θρίλερ Το σπαθί του Μωυσή του Ντόμινικ Σέλγουντ (Corax, Λονδίνο, 2013,(ISBN 978-0992633202) ) έχει αρκετές σκηνές και στα τρία επίπεδα της Βασιλικής του Αγίου Κλήμη: την πάνω βασιλική, την κάτω βασιλική και το ρωμαϊκό Μιθραίον.
  • Το μυθιστορηματικό ποίημα "Σύνδρομο του Αγίου Κλήμη" -επίσης ο τίτλος του τρίτου μέρους- στο Κάλεσέ με με το όνομά σου πήρε το όνομά του από την εκκλησία, από τον ποιητή Elio. Το έργο αναφέρει ένα πωλητήριο βιβλίων στη Βασιλική και ακόμη μία φορά αναφέρει τη Βασιλική σε ένα πάρτι βιβλίων στη Ρώμη.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Abandoned c. 1100 A.D. and forgotten until its existence was rediscovered by archaeological excavation in the mid-nineteenth century", remarks John Osborne, in discussing "The 'Particular Judgment': An Early Medieval Wall-Painting in the Lower Church of San Clemente, Rome" The Burlington Magazine 123 No. 939 (June 1981:335-341) p 335.
  2. Biographical note of Joseph Mullooly, OP Αρχειοθετήθηκε 2016-03-11 στο Wayback Machine. Accessed 03/08/2016
  3. CIMRM, p. 338
  4. Vermaseren, M. J. (1956), Corpus Inscriptionum et Monumentorum Religionis Mithriacae, Vol. 1, The Hague: Martinus Nijhoff, σελ. 156–158 .
  5. CIMRM, p. 339
  6. CIMRM, p. 343
  7. CIMRM, p. 344
  8. CIMRM, p. 342
  9. CIMRM, p. 346
  10. Joan E. Barclay Lloyd, "The building history of the medieval church of S. Clemente in Rome" The Journal of the Society of Architectural Historians 45.3 (September 1986), pp. 197-223.
  11. 10th-century frescoes discussed in Osborne 1981, and mid-8th-century fragmentary frescos discussed in John Osborne, "Early Medieval Painting in San Clemente, Rome: The Madonna and Child in the Niche" Gesta 20.2 (1981:299-310).
  12. Lourdaux, W. (1984), The Bible and Medieval Culture, Ithaca: Cornell University Press, σελ. 30–31, ISBN 90-6186-089-X, https://books.google.com/books?id=fMWXlHKwehsC&pg=PA31 
  13. 13,0 13,1 Lila Yawn, "Clement’s New Clothes. The Destruction of Old S. Clemente in Rome, the Eleventh-Century Frescoes, and the Cult of (Anti)Pope Clement III," Reti Medievali Rivista, 13/1 (Apr. 2012), pp. 175-208. Αρχειοθετήθηκε 2021-10-11 στο Wayback Machine..
  14. V. Forcella, Inscrizioni delle chese e d' altre edifici di Roma, dal secolo XI fino al secolo XVI Volume IV (Roma: Fratelli Bencini, 1874), p. 509, no. 1259: antiquissimam hanc ecclesiam quae pene sola aevi damnis invicta priscarum urbis basilicarum formam adhuc servat....
  15. John Gilmartin, "The Paintings Commissioned by Pope Clement XI for the Basilica of San Clemente in Rome" The Burlington Magazine 116 No. 855 (June 1974, pp. 304-312) p 304.
  16. V. Forcella, Inscrizioni delle chese e d' altre edifici di Roma, dal secolo XI fino al secolo XVI Volume IV (Roma: Fratelli Bencini, 1874), pp. 499-511.
  17. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2021. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Mullooly, Joseph (2007), Saint Clement: Pope and Martyr and His Basilica in Rome, Kessinger Publishing, LLC, ISBN 978-0-548-77854-8 978-0-548-77854-8
  • Leonard E Boyle; Eileen MC Kane; Federico Guidobaldi; Luke Dempsey, San Clemente miscellany / 2, Art and archaeology (Romae : apud S. Clementem, 1978).
  • Joan Barclay Lloyd, The Medieval Church and Canonry of S. Clemente in Rome (Rome: San Clemente, 1989) [San Clemente miscellany, 3].
  • Federico Guidobaldi; Claudia Barsanti; Alessandra Guiglia Guidobaldi, San Clemente (Romae : San Clemente, 1992).
  • Papandrea, James L. (October 8, 2012), Rome: A Pilgrim's Guide to the Eternal City, Cascade Books, ISBN 978-1-61097-268-0 978-1-61097-268-0
  • John Melville-Jones? "The Location of the Trajanic Mint in Rome", The Numismatic Chronicle Vol. 175, 2015, 137–45.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]