Μάρμαρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 4859281 από τον 87.202.181.27 (Συζήτηση)Χωρίς αιτιολόγηση αφαίρεσης
μ Προσθήκη εξωτερικού συνδέσμου για την ειδικότερη νομοθεσία που διέπει την εξόρυξη και αδειοδότηση των λατομικών ορυκτών στην Ελλάδα
Γραμμή 21: Γραμμή 21:


== Σημείωση ==
== Σημείωση ==
* Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα με το άρθρο 1, § 3, του [[Μεταλλευτικός Κώδικας|Μεταλλευτικού Κώδικα]] (Π.Δ. 28-10-1919) το μάρμαρο έχει χαρακτηριστεί [[λατομικό ορυκτό]].
* Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα με το άρθρο 1, § 3, του [[Μεταλλευτικός Κώδικας|Μεταλλευτικού Κώδικα]] (Π.Δ. 28-10-1919) το μάρμαρο έχει χαρακτηριστεί [[λατομικό ορυκτό]]. Η εξόρυξη, η αδειοδότηση και η περιβαλλοντική αποκατάσταση των λατομικών ορυκτών διέπεται από ειδικότερη νομοθεσία<ref>{{Cite web|url = http://www.oryktosploutos.net/2010/03/nom-h.html#.VGo6yvl_vLc|title = www.oryktosploutos.net}}</ref>.


== Δείτε επίσης ==
== Δείτε επίσης ==

Έκδοση από την 18:16, 17 Νοεμβρίου 2014

Φυσικό (ακατέργαστο) μάρμαρο. Προέλευση: Σλοβακία

Το μάρμαρο είναι πέτρωμα αποτελούμενο κατά το μέγιστο ποσοστό του από ασβεστίτη. Είναι προϊόν ανακρυστάλλωσης ασβεστολίθων. Η λέξη ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική μάρμαρος, δηλαδή «λαμπερός λίθος».

Φυσικά χαρακτηριστικά

Το μάρμαρο χαρακτηρίζεται από κοκκοβλαστικό ιστό. Τα μάρμαρα με μικρό ποσοστό μαρμαρυγιών χαρακτηρίζονται ως σιπολίνες. Οι διαφορετικές ποικιλίες του μαρμάρου είναι, αρχικά, προϊόντα ιζηματογένεσης του ασβεστίτη (μιας αργής διαδικασίας γεωλογικού σχηματισμού) και διαφέρουν μεταξύ ως προς το χρώμα, τη σύσταση και τη χημική σύνθεση. Η σκληρότητά του είναι 3-4, ανάλογα με τη σύνθεσή του και η θραύση του ακανόνιστη, ενώ το ειδικό βάρος του ποικίλλει από 1,8 - 2,85 περίπου.

Το μάρμαρο έχει τη χημική σύνθεση του ανθρακικού ασβεστίου ή ασβεστίτη (CaCO3) ή του δολομίτη ((Ca,Mg) (CO3)2) ή και συνδυασμό των δύο ορυκτών. Ο καθαρός ασβεστίτης είναι λευκός, αλλά ορυκτές προσμίξεις προσθέτουν χρώμα σε τυχαία πρότυπα. Για παράδειγμα ο αιματίτης προσθέτει το κόκκινο χρώμα. Όλα τα άλατα ανθρακικών οξέων, δεχόμενα την άμεση επίθεση των οξέων, παράγουν διαλυτά οξέα και διοξείδιο του άνθρακα. Συνεπώς, η όξινη βροχή αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό των μαρμάρων μαζί με την ατμοσφαιρική μόλυνση.

Αρχαιολογία

Η εικόνα που συνδέεται συνήθως με την αρχαιοελληνική μνημειακή γλυπτική είναι αγάλματα και οικοδομήματα από λευκό μάρμαρο. Μια εικόνα λανθασμένη, ωστόσο, γιατί αφενός το μάρμαρο ως υλικό διαθέτει τόση λευκότητα όση του επιτρέπουν οι προσμίξεις του, αφετέρου γιατί η θέαση του λευκού μαρμάρου στην αρχαία Ελλάδα ισοδυναμούσε σχεδόν με ιεροσυλία.

Οι φιλολογικές μαρτυρίες για τους τρόπους εξόρυξης των μαρμάρων είναι λιγοστές έως ανύπαρκτες. Τα διάφορα ευρήματα ή οι όποιες διαπιστώσεις μας προκύπτουν από έρευνες στα αρχαία λατομεία και από πειραματικές εφαρμογές μεθόδων που διατηρούνταν ως πρόσφατα –στις αρχές του περασμένου αιώνα- για την εξόρυξη του μαρμάρου.

Εν γένει τα αρχαία λατομεία διακρίνονταν σε επιφανειακά ή υπόγεια, σε συγκυριακά ή μόνιμα. Τα συγκυριακά εξυπηρετούσαν μάλλον τις ανάγκες ενός συγκεκριμένου έργου, ενώ στα μόνιμα οργανωμένα λατομεία εξορυσσόταν ορυκτό για διάφορα έργα που μεταφερόταν ενίοτε σε μεγάλες αποστάσεις. Στα υπαίθρια λατομεία η θραύση και αποκοπή του υλικού γινόταν με κατακόρυφες και οριζόντιες αυλακιές με πριόνι και άμμο. Στη συνέχεια άνοιγαν σε αυτά υποδοχές για μεταλλικές ή ξύλινες σφήνες, προκειμένου να αποσπάσουν τον όγκο από το μητρικό πέτρωμα.

Σύμφωνα με τον Τόνι Κόζελιτς, της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής, οι αρχαίοι λατόμοι χρησιμοποιούσαν μεταλλικές σφήνες, 25-27 εκ., στα λατομεία μαρμάρου. Με την εξόρυξη του όγκου ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή «πελέκησις». Με αυτόν τον τρόπο έφευγε το περιττό βάρος και γινόταν ευκολότερη η μεταφορά. Τα κιονόκρανα, οι στήλες και διάφορα μισοτελειωμένα αγάλματα που βρέθηκαν σε αρχαία λατομεία μαρμάρου, ενισχύουν αυτή την πεποίθηση.

Η μεταφορά των ογκόλιθων από το λατομείο στο εργαστήριο ονομάζονταν από τους αρχαίους λιθαγωγία ή κομιδή και δεν ήταν πάντα εύκολη, γιατί πολύ συχνά η απόσταση ήταν μεγάλη και το έδαφος ορεινό και ανώμαλο, ενώ άλλες φορές μεσολαβούσε η θάλασσα. Συνήθως για μικρές και οριζόντιες αποστάσεις και για όγκους όχι μεγάλους χρησιμοποιούσαν φάλαγγες ή σκυτάλες, δηλαδή ξύλινους κυλίνδρους. Εν γένει φθηνότερη μεταφορά θεωρείτο θαλάσσια και γινόταν με "φορτηγίδες λιθαγωγούς" στις οποίες στοίβαζαν τους μικρότερους όγκους, ενώ τους μεγαλύτερους -για να είναι ελαφρύτεροι μέσω της άνωσης - τους κρεμούσαν στο νερό από ξύλινα δοκάρια, που στηριζονταν σε δυο αμφίπρυμνες φορτηγίδες.

Σημείωση

  • Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα με το άρθρο 1, § 3, του Μεταλλευτικού Κώδικα (Π.Δ. 28-10-1919) το μάρμαρο έχει χαρακτηριστεί λατομικό ορυκτό. Η εξόρυξη, η αδειοδότηση και η περιβαλλοντική αποκατάσταση των λατομικών ορυκτών διέπεται από ειδικότερη νομοθεσία[1].

Δείτε επίσης

Δικτυακοί τόποι