Μποέμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εικονογράφηση από το μυθιστόρημα Σκηνές της μποέμικης ζωής του Ανρί Μυρζέ, 1851

Η γαλλική ομόηχη λέξη Μποέμ (Bohème) αρχικά σήμαινε καταγωγή από τη Βοημία δηλαδή Βοημός και συνεκδοχικά αυτός που κάνει ζωή τσιγγάνου, χωρίς τη φροντίδα και τη σκέψη της επαύριον. Η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους προκειμένου να χαρακτηρίσουν έτσι τους Παρισινούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες, για τον ανέμελο τρόπο της σκέψης και της ζωής τους, που αντιστρατεύονταν τα πλαίσια του βίου των οικονομικών στενών ορίων των πολιτών με τις καθημερινές ανάγκες και υποχρεώσεις, αλλά και περισσότερο για την ατημέλητη εμφάνισή τους ιδιαίτερα των καφενόβιων του "Καρτιέ Λατέν".

Τα χαρακτηριστικά των μποέμ ήταν η αδιαφορία για τη ζωή και τις έγνοιες της, η ξενοιασιά, η διαρκής ευθυμία, η σπατάλη χρημάτων, τα όνειρα για νέα και μεγαλύτερα έσοδα, έτσι που να μπορούν να εξασφαλίσουν και για την επόμενη τον ίδιο τρόπο ζωής. Συμβαίνει συχνά όμως υπό την εξωτερική εμφάνιση ενός "μποέμ" να υποκρύπτονται πρόσωπα άσημα και ανίκανα να συμμορφώσουν ζωή ανάλογη των οικονομικών τους δυνάμεων φερόμενα περισσότερα από ανόητη επιδειξιομανία. Αναμφίβολα όμως, συμβαίνει να εμφανίζονται ως "μποέμ" και πρόσωπα πραγματικοί καλλιτέχνες (ποιητές, ζωγράφοι, μουσικοί κ.λπ.) αλλά και άλλα πρόσωπα που χαίρουν ιδιαίτερης κοινωνικής εκτίμησης σαφώς προνοητικοί και άριστοι διαχειριστές των οικονομικών τους. Τέτοιοι λεγόμενοι "μποέμ" ήταν ο ποιητής Πωλ Βερλαίν, ο ζωγράφος Γκωγκέν κ.ά.

Τον τρόπο ζωής των "μποέμ" περιέγραψε αριστοτεχνικά και πολύ γλαφυρά ο Ανρί Μυρζέ στο μυθιστόρημά του "Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ". Στην ελληνική δημώδη γλώσσα πέρασε η λέξη ομόηχα χαρακτηρίζοντας γενικά την ανέμελη ζωή γεμάτη απολαύσεις και μάλιστα χωρίς κανένα ιδιαίτερο μειωτικό χαρακτήρα ή προέκταση. Στα δε ελληνικά λαϊκά τραγούδια απαντώνται ευρύτατα οι ονομασίες "μποέμης" και "μποέμισσα".

Τώρα τ΄ αποφάσισα μποέμης για να γίνω
και για το κόσμο στο εξής δεκάρα πια δε δίνω
Σ΄ αυτό το ψεύτικο ντουνιά μποέμικα θα ζήσω
τη λεβεντιά, τα νειάτα μου να τα ευχαριστήσω
Στο κόσμο πια μποέμικα τώρα διασκεδάζω
και πόνο μέσα στη καρδία κανένα πια δε βάζω
(μερικοί στίχοι από το "Μποέμης" των Στ. Περπινιάδη και Στρ. Παγιουμτζή, στίχοι του Δ. Σέμση)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.14ος, σ.15-6