Σύμπτωμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διάγραμμα ανθρώπινου κορμού με ονομασίες των πιο συνηθισμένων συμπτωμάτων οξείας λοίμωξης HIV
Ιατρικές ενδείξεις (π.χ., διογκωμένος σπλήνας, λεμφαδενοπάθεια) και συμπτώματα (π.χ., κεφαλαλγία, εμετός) οξείας λοίμωξης HIV

Σύμπτωμα (symptom από τα ελληνικά) [1] είναι η απόκλιση από κανονική λειτουργία ή αίσθηση που είναι προφανής σε ασθενή, που ανακλά την παρουσία ασυνήθιστης κατάστασης, ή ασθένειας. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι υποκειμενικά ή αντικειμενικά. Η κόπωση είναι υποκειμενικό σύμπτωμα, ενώ ο βήχας ή ο πυρετός είναι αντικειμενικά συμπτώματα.[2] Αντίθετα με το σύμπτωμα, μια ιατρική ένδειξη είναι ένα στοιχείο μιας ασθένειας που αποκαλύφθηκε από γιατρό.[3] Παραδείγματος χάρη, η παραισθησία είναι σύμπτωμα (μόνο το άτομο που το εμφανίζει μπορεί να παρατηρήσει απευθείας τη δική του αίσθηση μυρμηγκιάσματος), ενώ το ερύθημα είναι ένδειξη (οποιοσδήποτε μπορεί να επιβεβαιώσει ότι το δέρμα είναι πιο κόκκινο από το σύνηθες). Τα συμπτώματα και οι ενδείξεις είναι συχνά μη ειδικά, αλλά συχνά συνδυασμοί τους υποδηλώνουν συγκεκριμένες διαγνώσεις, βοηθώντας στον περιορισμό των εσφαλμένων. Σε άλλες περιπτώσεις είναι ειδικά σε σημείο να είναι παθογνωμονικά (pathognomonic).

Ο όρος εφαρμόζεται επίσης, μερικές φορές, στις φυσιολογικές καταστάσεις εκτός του περιεχομένου της ασθένειας, όταν, παραδείγματος χάρη, αναφέρεται στα "συμπτώματα της εγκυμοσύνης". Πολλά άτομα χρησιμοποιούν τον όρο ένδειξη και σύμπτωμα χωρίς διάκριση.[4]

Τύποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα συμπτώματα μπορεί να είναι εν συντομία οξέα ή πιο παρατεταμένα, χρόνια ή υποτροπιάζοντα ή υφέσιμα. Υπάρχουν επίσης ασυμπτωματικές συνθήκες (π.χ., υποκλινικές λοιμώξεις και υποβόσκουσες ασθένειες όπως μερικές φορές, η αρτηριακή υπέρταση).

Δομικά ή γενικά συμπτώματα είναι αυτά που σχετίζονται με τις συστημικές αλλαγές μιας ασθένειας (π.χ., πυρετός, αδιαθεσία, ανορεξία και απώλεια βάρους). Επηρεάζουν όλο το σώμα αντί για συγκεκριμένο όργανο ή θέση.

Οι όροι "κύριο σύμπτωμα (chief complaint)", "εμφανιζόμενο σύμπτωμα (presenting symptom)", "ιατροτροπικό σύμπτωμα (iatrotropic symptom)", ή "εμφανιζόμενη δυσφορία (presenting complaint)" χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την αρχική ανησυχία που φέρνει έναν ασθενή στον γιατρό. Το σύμπτωμα που τελικά οδηγεί σε διάγνωση ονομάζεται "βασικό σύμπτωμα".

Μη μη ειδικά συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μη ειδικά symptoms είναι αυτοαναφερόμενα συμπτώματα που δεν δείχνουν συγκεκριμένη διαδικασία ασθένειας ή εμπεριέχουν μεμονωμένο σωματικό σύστημα. Παραδείγματος χάρη, η κόπωση είναι ένα γνώρισμα πολλών οξέων και χρόνιων ιατρικών καταστάσεων, που μπορεί ή όχι να είναι νοητικά και μπορεί να είναι πρωτεύον ή δευτερεύον σύμπτωμα. Η κόπωση είναι επίσης μια κανονική, υγιής κατάσταση όταν εμφανίζεται μετά από σωματική άσκηση ή στο τέλος της ημέρας.

Θετικά και αρνητικά συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα συμπτώματα μπορούν να διαιρεθούν σε θετικά και αρνητικά. Θετικά συμπτώματα είναι αυτά που παρατηρούνται σε άτομα με ασθένεια ή άλλη ανώμαλη κατάσταση, αλλά δεν παρατηρούνται κανονικά στα μέσα υγιή άτομα. Αρνητικό σύμπτωμα είναι είναι η απουσία μιας λειτουργίας ή η αίσθηση ότι μια λειτουργία είναι κανονικά παρούσα σε ένα μέσο άτομο.

Παραδείγματος χάρη, στην περιγραφή ψυχικών ασθενειών,[5][6] ειδικότερα στη σχιζοφρένεια, τα θετικά και τα αρνητικά συμπτώματα έχουν ως εξής.[7]

  • Θετικά συμπτώματα είναι τα συμπτώματα που εμφανίζονται στη διαταραχή, αλλά δεν εμφανίζονται κανονικά στα περισσότερα άτομα. Αντανακλά μια περίσσεια ή παραμόρφωση των κανονικών λειτουργιών (δηλαδή, εμπειρίες και συμπεριφορές που έχουν προστεθεί στον κανονικό τρόπο λειτουργίας του ατόμου).[8] Παραδείγματα αποτελούν οι παραισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις και η περίεργη συμπεριφορά.[5]
  • Αρνητικά συμπτώματα είναι λειτουργίες που βρίσκονται κανονικά σε υγιή άτομα, αλλά μειώνονται ή δεν εμφανίζονται στα επηρεαζόμενα άτομα. Συνεπώς, είναι κάτι που έχει εξαφανιστεί από τον κανονικό τρόπο λειτουργίας ενός ατόμου.[8] Παραδείγματα αποτελούν η κοινωνική απόσυρση, η απάθεια, η ανηδονία και έλλειμμα ελέγχου προσοχής.[6]

Για σωματικά αισθητηριακά συμπτώματα, θετικά συμπτώματα είναι το μυρμήγκιασμα, η φαγούρα, και διάφορες αισθήσεις που περιγράφονται ως τσίμπημα, ταινιοειδής, σκίσιμο, πλήγωμα, μαχαιροειδής, περιστροφικό, τράβηγμα, σύρσιμο, σφίξιμο, κάψιμο, αποπνικτικότητα, ηλεκτρισμός, ή αρχέγονα αισθήματα. Οι χρησιμοποιούμενοι όροι για την περιγραφή των αισθητηριακών συμπτωμάτων είναι παραισθησία και δυσαισθησία.

Στα αρνητικά αισθητηριακά συμπτώματα μειώνονται ή λείπουν αισθήσεις. Το πιο συνηθισμένο είναι το μούδιασμα. Οι παρακάτω όροι χρησιμοποιούνται για αρνητικά συμπτώματα. Υπ(ο)αισθησία είναι η μερική απώλεια της ευαισθησίας για μετρίαση ερεθισμάτων όπως πίεση, άγγιγμα, εγκαρδιότητα, ψυχρότητα, κλπ. Αναισθησία είναι η πλήρης απώλεια της ευαισθησίας σε πιο ισχυρά ερεθίσματα, όπως το τρύπημα. Η υπαλγησία (Hypalgesia) (αναλγησία) είναι η μερική απώλεια της αίσθησης σε επώδυνα ερεθίσματα.[9]

Πιθανά αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια συμπτώματα εμφανίζονται σε ευρύ φάσμα διεργασιών ασθενειών, ενώ άλλα συμπτώματα είναι μετρίως εξειδικευμένα για στενό φάσμα ασθενειών. Παραδείγματος χάρη, ξαφνική τύφλωση σε ένα μάτι έχει σαφώς μικρότερο αριθμό πιθανών αιτίων από την ναυτία.

Μερικά συμπτώματα μπορεί να παραπλανήσουν τον ασθενή ή τον γιατρό. Παραδείγματος χάρη, η χολοκυστίτιδα προκαλεί πόνο στον δεξιό ώμο, που μπορεί να οδηγήσει εύλογα τον ασθενή να αποδώσει τον πόνο σε μη κοιλιακό αίτιο όπως μυϊκή θλάση.

Συμπτώματα - ενδείξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιατρικές ενδείξεις έχουν τη δυνατότητα να παρατηρηθούν αντικειμενικά από κάποιον άλλο εκτός από τον ασθενή, ενώ ένα σύμπτωμα όχι. Υπάρχει συσχέτιση αυτής της διαφοράς και της διαφοράς μεταξύ ιατρικού ιστορικού και της ιατρικής εξέτασης. Τα συμπτώματα ανήκουν μόνο στο ιστορικό, ενώ οι ενδείξεις μπορεί να ανήκουν συχνά και στα δύο. Οι κλινικές ενδείξεις τα εξανθήματα και ο μυϊκός τρόμος είναι αντικειμενικά παρατηρήσιμοι και από τον ασθενή και οποιονδήποτε άλλον. Μερικές ενδείξεις ανήκουν μόνο στην ιατρική εξέταση, επειδή απαιτούνται ιατρικές γνώσεις για να αποκαλυφθούν. (Παραδείγματος χάρη, εργαστηριακές ενδείξεις όπως υπασβεστιαιμία ή ουδετεροπενία απαιτούν εξετάσεις αίματος για να βρεθούν.) Μια ένδειξη που παρατηρήθηκε από τον ασθενή την προηγούμενη εβδομάδα, άλλα τώρα έφυγε (όπως ένα εξάνθημα που χάθηκε) ήταν μια ένδειξη, αλλά ανήκει στο ιατρικό ιστορικό, όχι στην ιατρική εξέταση, επειδή ο γιατρός δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει σήμερα.

Συμπτωματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπτωματολογία (σημειολογία) είναι ένας κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τα συμπτώματα.[10] Μελετά επίσης τις ενδείξεις και τα σημάδια μιας ασθένειας.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Sumptoma, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, at Pursues». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2011. 
  2. «Symptom | Definition of symptom in English by Lexico Dictionaries». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2019. 
  3. «Medical Definition of PHYSICAL SIGN». 
  4. «What Are Signs And Symptoms And Why Do They Matter?». Medical News Today (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2017. 
  5. 5,0 5,1 «Encyclopedia of Mental Disorders: positive symptom». Minddisorders.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2011. 
  6. 6,0 6,1 «Negative symptoms - effects, withdrawal, examples, person, used, brain, Definition, Description». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2010.  Encyclopedia of Mental Disorders: negative symptom
  7. «Mental Health: a Report from the Surgeon General». Surgeongeneral.gov. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2011. 
  8. 8,0 8,1 Understanding Psychosis Αρχειοθετήθηκε 2012-12-25 στο Wayback Machine., Mental Health Illness of Australia.
  9. Harrison's Principles of Internal Medicine, 19th edition, Chapter 31: Numbness, Tingling, and Sensory Loss
  10. The British Medical Association (BMA) (2002). Illustrated Medical Dictionary. A Dorling Kindersley Book. σελ. 406. ISBN 978-0-75-133383-1. 
  11. David A. Bedworth, Albert E. Bedworth (2010). The Dictionary of Health Education. Oxford University Press. σελ. 484. ISBN 978-0-19-534259-8. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2018.