Μόρφημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μορφήματα στη γλωσσολογία ονομάζονται οι ελάχιστες μονάδες σημασίας που συναντάμε κατά τη μορφολογική ανάλυση μιας γλώσσας. Δηλαδή είναι τα στοιχεία που αν αναλυθούν σε άλλα μικρότερα, όπως οι συλλαβές και τα φωνήματα, αυτά τα μικρότερα στοιχεία δεν έχουν πλέον κάποιο νόημα. Διακρίνονται σε λεξικά (λεξιλογικά) μορφήματα και γραμματικά (λειτουργικά) μορφήματα. Από τον συνδυασμό των μορφημάτων προκύπτουν οι λέξεις. Για παράδειγμα η λέξη "σπιτάκι" αναλύεται σε δύο μορφήματα: σπιτ-, -άκι. Το μόρφημα σπιτ- είναι λεξικό και το -άκι είναι γραμματικό.

Τα γραμματικά μορφήματα είναι οι ελάχιστες διαφοροποιητικές μονάδες (χρόνου, αριθμού, γένους κλπ), οι οποίες πραγματώνονται από τις μορφές, π.χ. μόρφημα: "πληθυντικός" , μορφές: "-ες" (ημέρ-ες ), "-οι" (άνθρωπ-οι) ,"-α" (δέντρα) κλπ.

Η μελέτη των μορφημάτων ξεκινά με συστηματικό τρόπο από τον αμερικανικό δομισμό και τον βασικό εκπρόσωπό του, τον Bloomfield (1933).Τα μορφήματα ανήκουν στην πρώτη άρθρωση της γλώσσας.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γ.Μπαμπινιώτη, Θεωρητική γλωσσολογία
  • Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]