Ελεύθερο εμπόριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ελεύθερο εμπόριο είναι μια πολιτική που ακολουθείται από ορισμένες διεθνείς αγορές, στις οποίες οι κυβερνήσεις των χωρών μελών δεν περιορίζουν με προστατευτικά μέσα τις εισαγωγές από άλλες χώρες μέλη ή τις εξαγωγές προς αυτές. Το ελεύθερο εμπόριο πραγματώνεται από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής, οργανισμοί οι οποίοι έχουν δημιουργήσει ανοικτές αγορές. Τα περισσότερα κράτη σήμερα συμμετέχουν σε πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ωστόσο, οι περισσότερες κυβερνήσεις εξακολουθούν να εφαρμόζουν πολιτικές προστατευτισμού που αποσκοπούν στην προώθηση της τοπικής απασχόλησης, όπως η επιβολή δασμών στις εισαγωγές ή η επιδότηση των εξαγωγών. Οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να περιστείλουν το ελεύθερο εμπόριο για να περιορίσουν τις εξαγωγές των φυσικών πόρων τους. Άλλα εμπόδια που παρακωλύουν το εμπόριο είναι οι ποσοστώσεις εισαγωγής, οι φόροι και οι μη δασμολογικοί φραγμοί, όπως η ρυθμιστική νομοθεσία.

Χαρακτηριστικά του ελεύθερου εμπορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου γενικώς προωθούν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • Εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών χωρίς την επιβολή φόρων, δασμών ή άλλων εμπορικών περιορισμών.
  • Εξάλειψη πολιτικών που επιφέρουν στρεβλώσεις στην άσκηση του εμπορίου (φόροι, επιδοτήσεις, νομοθετικές ρυθμίσεις) και που προσφέρουν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή παραγωγικούς συντελεστές πλεονεκτήματα έναντι άλλων.
  • Μη ρυθμισμένη πρόσβαση σε αγορές και πληροφόρηση.
  • Αδυναμία των επιχειρήσεων να στρεβλώσουν τις αγορές μέσω κρατικά επιβαλλόμενων μονοπωλίων και ολιγοπωλίων.
  • Ενθάρρυνση της σύναψης συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου.

Οικονομικά του ελεύθερου εμπορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικονομικά μοντέλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο απλοί τρόποι για να κατανοηθούν τα προτεινόμενα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου είναι μέσα από τη θεωρία του Ντέηβιντ Ρικάρντο περί του συγκριτικού πλεονεκτήματος, και μέσω της ανάλυσης του αντίκτυπου της δασμολόγησης ή της ποσόστωσης των εισαγωγών. Μια οικονομική ανάλυση με βάση τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και τις οικονομικές επιπτώσεις της φορολογίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει τα θεωρητικά οφέλη και τα μειονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου[1][2].

Επί του παρόντος, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι, κατά μέγιστη τιμή, ποσοστά δασμολόγησης της τάξης του 20% μπορεί να επιτραπούν στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά ο Κορεάτης οικονομολόγος Ha-Joon Chang υποστηρίζει ότι μπορεί να δικαιολογηθούν και ακόμη υψηλότερα ποσοστά, επειδή το χάσμα της παραγωγικότητας μεταξύ των αναπτυσσόμενων και των ανεπτυγμένων χωρών είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι το χάσμα παραγωγικότητας που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανικές χώρες. (Ένα γενικό χαρακτηριστικό είναι ότι οι υπανάπτυκτες χώρες σήμερα δεν βρίσκονται στην ίδια θέση με τις ανεπτυγμένες χώρες όταν αυτές είχαν ένα παρόμοιο επίπεδο της τεχνολογίας, επειδή είναι οι αδύναμοι παίκτες σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα. Οι ανεπτυγμένες χώρες ήταν πάντοτε οι ισχυροί παίκτες, αν και στο παρελθόν είχαν συνολικά χαμηλότερο επίπεδο[3]).

Αντεπιχειρήματα σε αυτή την άποψη είναι ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι σε θέση να υιοθετήσουν τεχνολογίες από το εξωτερικό, ενώ τα ανεπτυγμένα έθνη έπρεπε να δημιουργήσουν τα ίδια τις νέες τεχνολογίες, και ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πολύ πλουσιότερες αγορές στις οποίες μπορούν να εξάγουν τα προϊόντα τους από ό,τι στην περίπτωση του 19ου αιώνα. Αν τα κυρίως αμυντικά δασμολόγια έχουν σαν σκοπό την τόνωση των νεοσύστατων βιομηχανιών, τότε η δασμολόγηση, για να είναι επιτυχής, θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλή, ώστε να επιτρέψει στα εγχώρια βιομηχανικά προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά. Η θεωρία αυτή, που είναι γνωστή ως η εκβιομηχάνιση μέσω της υποκατάστασης των εισαγωγών, θεωρείται σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική για τα σύγχρονα αναπτυσσόμενα έθνη[3].

Μειονεκτήματα των δασμών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ροζ περιοχές είναι η κοινωνικές απώλειες που οφείλονται στην ύπαρξη δασμών.

Το διάγραμμα στα δεξιά αναλύει την επίδραση της επιβολής του δασμού εισαγωγής σε κάποιο φανταστικό αγαθό. Προ δασμού, η τιμή του αγαθού στην παγκόσμια αγορά (και ως εκ τούτου στην εγχώρια αγορά) είναι Pworld. Ο δασμός αυξάνει την εγχώρια τιμή σε Ptariff. Η υψηλότερη τιμή προκαλεί την εγχώρια παραγωγή να αυξηθεί από QS1 σε QS2 και προκαλεί μείωση στην εγχώρια κατανάλωση από QC1 σε QC2[4][5].

Αυτό έχει τρεις κύριες επιδράσεις στη κοινωνική ευημερία. Οι καταναλωτές περνούν σε δυσμενέστερη θέση, διότι το πλεόνασμα του καταναλωτή (πράσινη περιοχή) μικραίνει. Οι παραγωγοί είναι σε καλύτερη κατάσταση, διότι το πλεόνασμα του παραγωγού (κίτρινη περιοχή) γίνεται μεγαλύτερο. Η κυβέρνηση έχει επίσης πρόσθετα φορολογικά έσοδα (μπλε περιοχή). Ωστόσο, η απώλεια για τους καταναλωτές είναι μεγαλύτερη από τα κέρδη για τους παραγωγούς και την κυβέρνηση. Το μέγεθος αυτής της κοινωνικής απώλειας φαίνεται από τα δύο ροζ τρίγωνα. Αφαιρώντας τον δασμό και αφήνοντας το ελεύθερο εμπόριο θα είναι ένα καθαρό κέρδος για την κοινωνία[4][5].

Μια σχεδόν πανομοιότυπη ανάλυση των εν λόγω δασμών από την προοπτική της χώρας καθαρής παραγωγής δίνει παράλληλα αποτελέσματα. Από την πλευρά της χώρας αυτής, ο δασμός φέρνει τους παραγωγούς σε δυσμενέστερη θέση και τους καταναλωτές σε καλύτερη θέση, αλλά η καθαρή ζημία στους παραγωγούς της είναι μεγαλύτερη από το όφελος για τους καταναλωτές (δεν υπάρχουν φορολογικά έσοδα στην περίπτωση αυτή, επειδή η εν λόγω χώρα δεν εισπράττει τον δασμό). Υπό μια παρόμοια ανάλυση, δασμοί εξαγωγής, ποσοστώσεις εισαγωγής, και ποσοστώσεις εξαγωγής αποδίδουν όλες σχεδόν κοινά αποτελέσματα[1].

Μερικές φορές οι καταναλωτές βρίσκονται σε καλύτερη θέση και οι παραγωγοί σε δυσμενέστερη θέση, και μερικές φορές οι καταναλωτές βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση και οι παραγωγοί σε καλύτερη κατάσταση, αλλά η επιβολή εμπορικών περιορισμών προκαλεί μια καθαρή απώλεια για την κοινωνία στο σύνολό της, επειδή οι απώλειες από τους εμπορικούς περιορισμούς είναι μεγαλύτερες από τα κέρδη των εμπορικών περιορισμών. Το ελεύθερο εμπόριο δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους, αλλά η θεωρία και τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι το μέγεθος των κερδών από το ελεύθερο εμπόριο είναι μεγαλύτερο από τις απώλειες[1].

Εκτροπή του εμπορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη της οικονομικής θεωρίας, η επιλεκτική εφαρμογή του ελεύθερου εμπορίου σε ορισμένες χώρες και των δασμών σε άλλες είναι πιθανό να οδηγήσει σε οικονομική αναποτελεσματικότητα μέσω της διαδικασίας της εκτροπής του εμπορίου. Η οικονομικά αποδοτική πρακτική για ένα αγαθό να παράγεται από τη χώρα με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής δεν είναι εφικτή στην περίπτωση που ο παραγωγός υψηλού κόστους έχει μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, ενώ ο παραγωγός χαμηλού κόστους αντιμετωπίζει υψηλούς δασμούς. Η εφαρμογή του ελεύθερου εμπορίου στον παραγωγό υψηλού κόστους και όχι στον παραγωγό χαμηλού κόστους μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπή του εμπορίου και οικονομική ζημία. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί οικονομολόγοι δίνουν τεράστια σημασία στις διαπραγματεύσεις για την παγκόσμια μείωση των δασμών, όπως αυτές που λαμβάνουν χώρα στο Γύρο της Ντόχα[1].

Η άποψη των οικονομολόγων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά πλούσια σε εργασίες σχετικά με τις θεωρητικές και τις εμπειρικές συνέπειες του ελεύθερου εμπορίου. Αν και το ελεύθερο εμπόριο δημιουργεί νικητές και ηττημένους, υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων ότι αποτελεί μεγάλο και αδιαμφισβήτητο κέρδος για την κοινωνία[6][7]. Σε μια έρευνα του 2006 μεταξύ Αμερικάνων οικονομολόγων (83 συμμετέχοντες), «το 87,5% συμφωνεί ότι η ΗΠΑ θα πρέπει να καταργήσουν τους εναπομείναντες δασμούς και περιορισμούς στο εμπόριο» και «90,1% διαφωνεί με την άποψη ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να περιορίσουν τους εργοδότες από την ανάθεση εργασίας σε ξένες χώρες[8]».

Ο καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ Ν. Gregory Mankiw αναφέρει ότι «Η δήλωση ότι το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο αυξάνει την οικονομική ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο είναι από τις ελάχιστες που έχουν τόσο μεγάλη συναίνεση μεταξύ των επαγγελματιών οικονομολόγων[9]». Ωστόσο, ο καθηγητής Peter Soderbaum του Πανεπιστημίου Malardalen στη Σουηδία, αναφέρει ότι «Αυτή η νεοκλασική θεωρία περί εμπορίου επικεντρώνεται σε μία διάσταση, στη τιμή που παραδίδεται ένα εμπόρευμα, αγνοώντας ένα μεγάλο αριθμό προβληματισμών σχετικά με τις επιπτώσεις στην απασχόληση στα διάφορα μέρη του κόσμου, στο περιβάλλον και στον πολιτισμό[10]».

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θα συμφωνούσαν ότι αν και οι αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας μπορεί να σημαίνουν ότι συγκεκριμένες βιομηχανίες θα μπορούσαν να εγκατασταθούν σε μια γεωγραφική περιοχή, χωρίς να κινητοποιηθούν από κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα, αυτό δεν είναι λόγος για να επιχειρηματολογήσει κανείς εναντίον του ελεύθερου εμπορίου. Αυτό συμβαίνει επειδή το συνολικό επίπεδο της παραγωγής που απολαμβάνουν τόσο ο «νικητής» όσο και «χαμένος» θα αυξηθεί. Ο «νικητής» κερδίζει περισσότερα από τον «χαμένο», αλλά και οι δύο μαζί θα κερδίζουν συνολικά περισσότερα από πριν.

Στο κλασικό κείμενο «Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών (Πλούτος των Εθνών)», στο χωρίο «Περί περιορισμών στις εισαγωγές από χώρες του εξωτερικού εμπορευμάτων που μπορούν να παραχθούν εσωτερικά» ο οικονομολόγος Άνταμ Σμιθ περιγράφει τους λόγους για τους οποίους πρέπει να επιτραπεί το ελεύθερο εμπόριο.

Η ιστορία του ελεύθερου εμπορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντέηβιντ Ρικάρντο

Η σύλληψη της ιδέας ενός συστήματος ελεύθερου εμπορίου που να συμπεριλαμβάνει πολλά κυρίαρχα κράτη προέκυψε σε πρωτόλεια μορφή στην Ισπανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα[11]. Ο Αμερικανός νομοδιδάσκαλος Άρθουρ Νούσμπαουμ παρατήρησε πως ο Ισπανός θεολόγος Φρανθίσκο ντε Βιτόρια υπήρξε «ο πρώτος που που προέβαλε τις ιδέες -όχι, ωστόσο, και την ορολογία- της ελευθερίας του εμπορίου και της ελευθερίας των θαλασσών[12]». Ο ντε Βιτόρια στήριξε την υπόθεσή του πάνω σε αρχές του jus gentium (εθιμικού/ διεθνούς δικαίου)[12]. Ωστόσο, ήταν δύο Βρετανοί, πρώιμοι οικονομολόγοι, ο Άνταμ Σμιθ και ο Ντέηβιντ Ρικάρντο, που αργότερα ανέπτυξαν την ιδέα του ελεύθερου εμπορίου, και της έδωσαν την σύγχρονη, αναγνωρίσιμη μορφή της.

Οι οικονομολόγοι που υποστήριζαν το ελεύθερο εμπόριο, πίστευαν πως ο λόγος για τον οποίο συγκεκριμένοι μόνο πολιτισμοί ευημερούσαν οικονομικά, ήταν ακριβώς το εμπόριο. Ο Άνταμ Σμιθ, για παράδειγμα, υποδείκνυε το αυξημένο εμπόριο ως την αιτία της άνθησης, όχι μόνο των Μεσογειακών πολιτισμών, όπως η Αίγυπτος, η Ελλάδα και η Ρώμη, αλλά επίσης της Βεγγάλης και της Κίνας. Η μεγάλη και αυξανόμενη ευημερία που απολάμβανε η Ολλανδία αφότου απαλλάχθηκε από την επικυριαρχία της Ισπανικής Αυτοκρατορίας και επεδίωξε πολιτικές ελεύθερου εμπορίου[13], ανέδειξε την διαμάχη μερκαντιλισμού-ελεύθερης αγοράς στο πιο σημαντικό ζήτημα της Οικονομικής Επιστήμης για αιώνες. Στο ίδιο διάστημα, η ιδέα του ελεύθερου εμπορίου έχει αναμετρηθεί με τον μερκαντιλισμό, τον προστατευτισμό, τον απομονωτισμό, τον κομμουνισμό, τον λαϊκισμό και άλλες ιδεολογίες.

Το εμπόριο στην αποικιακή Αμερική ελεγχόταν από το Βρετανικό εμπορικό σύστημα μέσω του Νόμου για το Εμπόριο και την Ναυσιπλοΐα (Act of Trade and Navigation). Μέχρι την δεκαετία του 1760, λίγοι άποικοι υποστήριζαν ανοιχτά το ελεύθερο εμπόριο, εν μέρει γιατί η επιβολή των ελέγχων δεν ήταν αυστηρή -η Νέα Αγγλία ήταν διαβόητη για το λαθρεμπόριο- αλλά επίσης επειδή οι έμποροι των αποικιών δεν επιθυμούσαν να ανταγωνιστούν τα ξένα αγαθά και τον ξένο εφοπλισμό. Σύμφωνα με τον ιστορικό Όλιβερ Ντίκερσον, η επιθυμία για ελεύθερο εμπόριο δεν συμπεριλαμβανόταν στις αιτίες της Αμερικανικής Επανάστασης: «Η ιδέα πως οι βασικές εμπορικές πρακτικές του 18ου αιώνα ήταν λανθασμένες» γράφει, «δεν αποτελούσε μέρος της σκέψης της Επαναστατικής ηγεσίας[14]».

Το ελεύθερο εμπόριο κατέληξε στην μορφή που του προοιωνιζόταν να πάρει στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως αποτέλεσμα του Πολέμου για την Αμερικανική Ανεξαρτησία, από την στιγμή που το Βρετανικό Κοινοβούλιο εξέδωσε τον Διωκτικό Νόμο (Prohibitory Act), που επέβαλλε αποκλεισμό στα αποικιακά λιμάνια. Το Ηπειρωτικό Κογκρέσο απάντησε διακηρύσσοντας την οικονομική ανεξαρτησία στην πράξη, και ανοίγοντας τα Αμερικανικά λιμάνια στο ξένο εμπόριο στις 6 Απριλίου του 1776. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζων Γ. Τάιλερ, «είτε μας αρέσει είτε όχι, η Αμερική εξωθήθηκε στο [να υιοθετήσει το] ελεύθερο εμπόριο[15]».

Ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, ευνοούσε τους δασμούς για να βοηθηθούν οι νεαρές βιομηχανίες, όπως φαίνεται στο πόνημά του «Αναφορά για τα Εργοστάσια» (Report on Manufactures). Οι οπαδοί του Τζέφερσον, κατά κύριο λόγο, διαφωνούσαν έντονα. Κατά τον 19ο αιώνα, πολιτικοί όπως ο γερουσιαστής Χένρι Κλέι διατήρησαν το πνεύμα των πρακτικών του Χάμιλτον, εντός του κόμματος των Ουίγων, υπό τον τίτλο «Αμερικανικό Σύστημα». Το αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Κόμμα αγωνίστηκε σε αρκετές εκλογές στις δεκαετίες του 1830, του 1840 και του 1850, εν μέρει για τα ζητήματα των τελών και της προστασίας της βιομηχανίας[16].

Η Βρετανία διεξήγαγε δύο Πολέμους του Οπίου προκειμένου να πιέσει την Κίνα να νομιμοποιήσει το εμπόριο του οπίου και να ανοίξει τα λιμάνια της στους Βρετανούς εμπόρους

Στην Βρετανία, η ελεύθερη αγορά επικράτησε σαν κεντρική αρχή από την δεκαετία του 1840. Με βάση την Συνθήκη του Νανκίν, η Κίνα άνοιξε το 1843 πέντε λιμάνια στο παγκόσμιο εμπόριο. Η Συνθήκη Κόμπντεν-Σεβαλιέ, η πρώτη συμφωνία ελεύθερης αγοράς, τέθηκε σε εφαρμογή το 1860 μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας και απετέλεσε το έναυσμα για επόμενες συμφωνίες μεταξύ άλλων κρατών της Ευρώπης.

Στις ΗΠΑ, το Δημοκρατικό Κόμμα υποστήριζε μέτριους δασμούς αποκλειστικά για κρατικά έσοδα, ενώ οι Ουίγοι προτιμούσαν υψηλότερους προστατευτικούς δασμούς ώστε να προστατευθούν ευνοούμενες βιομηχανίες. Ο οικονομολόγος Χένρι Τσαρλς Κέρι ηγήθηκε του «Αμερικανικού Συστήματος» οικονομικών. Με το μερκαντιλιστικό αυτό «Αμερικανικό Σύστημα» διαφωνούσαν οι Δημοκρατικοί Άντριου Τζάκσον, Μάρτιν Βαν Μπιούρεν, Τζέιμς Πολκ, Φράνκλιν Πιρς και Τζέιμς Μπιουκάναν.

Το ανερχόμενο ρεπουμπλικανικό κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν, ο οποίος αυτοαποκαλείτο «φιλοδασμικός Ουίγος τύπου Χένρι Κλέι» διαφωνούσε εντελώς με την ελεύθερη αγορά και εισήγαγε δασμούς 44% κατά την διάρκεια του Εμφυλίου - εν μέρει για να καλυφθούν τα έξοδα του πολέμου, να πληρωθούν οι επιδοτήσεις των σιδηροδρόμων και για να προστατευθούν ευνοούμενες βιομηχανίες[17]. Ο μετέπειτα πρόεδρος Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ ανέφερε την στάση των Ρεπουμπλικανών (που κέρδισαν κάθε προεδρική εκλογική αναμέτρηση από το 1868 ως το 1912, με εξαίρεση τις δύο μη συνεχόμενες προεδρίες του Γκρόβερ Κλίβελαντ) ως εξής:

Με την ελεύθερη αγορά ο έμπορος είναι αφέντης και ο παραγωγός δούλος. Η προστασία δεν είναι παρά ο νόμος της φύσης, ο νόμος της αυτοσυντήρησης, της αυτοανάπτυξης, της εξασφάλισης της ανώτατης και βέλτιστης μοίρας της ανθρωπότητας. [Λέγεται] ότι η προστασία είναι ανήθικη... Μα αν στην προστασία αυτή χτίζονται και ανυψώνονται 63 εκατομμύρια [ο πληθυσμός των ΗΠΑ] άνθρωποι, η επιρροή αυτών των 63 εκατομμυρίων ανθρώπων θα ανυψώσει τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν γίνεται να προχωράμε στο μονοπάτι της προόδου δίχως να ωφεληθεί η απανταχού ανθρωπότητα. Λένε, λοιπόν, «αγόρασε όπου μπορείς φθηνότερα»... Αυτό ισχύει ασφαλώς και στην εργασία όπως οπουδήποτε αλλού. Να σας πω ένα ρητό χίλιες φορές καλύτερο από αυτό, «αγόρασε όπου μπορείς να πληρώσεις πιο εύκολα». Και σε αυτή τη γωνιά της γης αμείβεται καλύτερα η εργασία[18].

Πολλοί κλασικοί φιλελεύθεροι, ιδιαίτερα στην Βρετανία του 19ου και 20ού αιώνα (π.χ. Τζον Στιούαρτ Μιλ) και στην Αμερική του μεγαλύτερου μέρους του 20ού αιώνα (π.χ. Κορντέλ Χαλ) πίστευαν πως η ελεύθερη αγορά προωθεί την ειρήνη. Το 1918 ο Γούντροου Ουίλσον συμπεριέλαβε στην ομιλία του για τα Δεκατέσσερα Σημεία ρητορεία υπέρ της ελεύθερης αγοράς:

Το πρόγραμμα για την παγκόσμια ειρήνη, επομένως, το μόνο δυνατό πρόγραμμα όπως το βλέπουμε, είναι το εξής: 3. Απόσυρση, όσο το δυνατόν περισσότερο, όλων των οικονομικών εμποδίων, και εγκαθίδρυση όρων για την ισότητα στο εμπόριο μεταξύ των εθνών που συναινούν στην τήρηση της ειρήνης και που συντάσσονται στην συντήρησή της[19].

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, στις ΗΠΑ επικράτησε ο οικονομικός προστατευτισμός, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα του νόμου Σμουτ-Χόλεϋ, ο οποίος επιμήκυνε και διεύρυνε την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 1929[20]. Από το 1934, η απελευθέρωση του εμπορίου άρχισε να λαμβάνει χώρα μέσω του νόμου των Αμοιβαίων Εμπορικών Συμφωνιών.

Ο βρετανός οικονομολόγος Τζων Μέυναρντ Κέυνς (1883-1946) μεγάλωσε πιστεύοντας στο ελεύθερο εμπόριο· λόγω αυτού, επέκρινε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 για τη ζημία που έκανε στην αλληλένδετη Ευρωπαϊκή οικονομία. Αφού φλερτάρισε λίγο με τον προστατευτισμό στην αρχή της δεκαετίας του 1930, επανήλθε στην υποστήριξη του ελεύθερου εμπορίου, εφόσον αυτό συνδυαζόταν με διεθνώς συντονισμένες εσωτερικές οικονομικές πολιτικές για να προωθηθούν υψηλά επίπεδα απασχόλησης, καθώς και με διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς το οποίο σήμαινε ότι τα συμφέροντα των χωρών δεν ερχόντουσαν σε σύγκρουση. Σε τέτοιες περιστάσεις, «η σοφία του Άνταμ Σμιθ» είχε πάλι εφαρμογή, έλεγε.

Ο Τζορτζ Μπους και ο Χου Ζιντάο συναντώνται στο περιθώριο της Συνόδου Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στο Σαντιάγο της Χιλής το 2004.

Στο βιβλίο Kicking Away the Ladder, ο αναπτυξιακός οικονομολόγος Χα-Τζουν Τσανγκ (Ha-Joon Chang) εξετάζει την ιστορία των πολιτικών ελεύθερου εμπορίου και την οικονομική ανάπτυξη, και επισημαίνει ότι πολλά από τα νυν βιομηχανοποιημένα κράτη είχαν σημαντικά εμπόδια στο εμπόριο σε όλη την ιστορία τους. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, που μερικές φορές θεωρούνται οίκοι των πολιτικών ελευθέρου εμπορίου, χρησιμοποίουσαν προστατευτισμό διαρκώς σε διαφορετικούς βαθμούς. Η Βρετανία κατήργησε τους Νόμους του Καλαμποκιού, οι οποίοι περιόριζαν την εισαγωγή σιτηρών, το 1846 μετά από εσωτερικές πιέσεις, και μείωσε τον προστατευτισμό για τη μεταποίηση στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το τεχνολογικό της πλεονέκτημα ήταν στο ζενίθ του, όμως οι δασμοί στα προϊόντα μεταποίησης είχαν μειωθεί στο 23% μέχρι το 1950. Οι ΗΠΑ διατήρησαν δασμούς μέσου σταθμισμένου όρου γύρω στο 40-50% στα προϊόντα μεταποίησης μέχρι τη δεκαετία του 1950, αυξημένους λόγω του φυσικού προστατευτισμού του υψηλού κόστους των μεταφορών τον 19ο αιώνα[21]. Η Ελβετία, η Ολλανδία και σε μικρότερο βαθμό το Βέλγιο υπήρξαν οι πιο συνεπείς εφαρμοστές του ελεύθερου εμπορίου[22]. Ο Τσανγκ περιγράφει τις πολιτικές βιομηχανοποίησης με εξαγωγικές βλέψεις των Δράκων της Ανατολικής Ασίας ως «πολύ πιο εκλεπτυσμένες και τελειοποιημένες από άλλες ισοδύναμες στην ιστορία[23]».

Ένα επίπεδο προστατευτισμού είναι παρ'όλα αυτά ο κανόνας σε όλο τον κόσμο. Τα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη διατηρούν αμφιλεγόμενους αγροτικούς δασμούς. Από το 1820 έως το 1980, οι μέσοι δασμοί στη μεταποίηση σε δώδεκα βιομηχανικές χώρες κυμαίνονταν από 11 έως 32%. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, οι μέσοι δασμοί για τα προϊόντα μεταποίησης είναι περίπου 34%[24].

Μεταπολεμική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και εν μέρει λόγω του βιομηχανικού μεγέθους και της φύσης του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ, προωθώντας το ελεύθερο εμπόριο, έχουν συχνά υποστηρίξει την άρση των εμποδίων που θέτουν οι τελωνειακοί δασμοί. Η ίδια χώρα βοήθησε στην θέσπιση της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT), και αργότερα του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) - παρ'ότι είχε απορρίψει την πρώιμη εκδοχή του την δεκαετία του 1950 (Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου ή ITO)[25]. Από τη δεκαετία του 1970, οι Αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν συνομολογήσει συμφωνίες εμπορικής διαχείρισης όπως την Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου (NAFTA) την δεκαετία του '90, την Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου Δομινικανής Δημοκρατίας-Κεντρικής Αμερικής (CAFTA) το 2006 και διάφορες διμερείς συμφωνίες, όπως για παράδειγμα με την Ιορδανία.

Στην Ευρώπη, έξι κράτη σχημάτισαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951, η οποία μετασχηματίστηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1958. Οι δύο κύριοι στόχοι της ΕΟΚ υπήρξαν η ανάπτυξη κοινής αγοράς και τελωνειακής ένωσης μεταξύ των κρατων-μελών. Αφότου επεκτάθηκε η συμμετοχή, η ΕΟΚ μετασχηματίστηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 1993. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πλέον η μεγαλύτερη κοινή αγορά του κόσμου[26], έχει συνομολογήσει συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου με αρκετές χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σύγχρονη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σιγκαπούρη βρίσκεται στην κορυφή του Δείκτη Ενεργοποίησης Εμπορίου

Οι περισσότερες χώρες του κόσμου αποτελούν μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου[27], ο οποίος περιορίζει σε ορισμένο βαθμό, αλλά δεν καταργεί τους δασμούς και άλλα εμπόδια στο εμπόριο. Οι περισσότερες χώρες συμμετέχουν επίσης σε τοπικές Ζώνες Ελευθέρου Εμπορίου, οι οποίες μειώνουν τους εμπορικούς περιορισμούς για τα κράτη μέλη. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, δώδεκα χώρες με σύνορα στον Ειρηνικό, βρίσκονται σε εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις[28] σχετικά με την δημιουργία Συνθήκης Συνεργασίας των χωρών του Ειρηνικού, η οποία περιγράφεται από τις εμπλεκόμενες χώρες ως πολιτική προώθησης του ελευθέρου εμπορίου[29].

Βαθμός ελευθερίας εμπορικών πολιτικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δείκτης Ενεργοποίησης Εμπορίου μετρά τους παράγοντες, τις πολιτικές και τις υπηρεσίες που διευκολύνουν το εμπόριο αγαθών διαμέσου των συνόρων και στον προορισμό. Αποτελείται από τέσσερεις υπο-δείκτες: την πρόσβαση στην αγορά, τη διαχείριση των συνόρων, τις υποδομές μεταφορών και επικοινωνιών και το επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι πρώτες είκοσι χώρες στον δείκτη είναι[30]:

  1. Σιγκαπούρη Σιγκαπούρη 6.1
  2. Χονγκ Κονγκ 6.0
  3. Ολλανδία 6.0
  4. Ηνωμένο Βασίλειο Ηνωμένο Βασίλειο 6.0
  5. Ιαπωνία 5.9
  6.  Γερμανία 5.9
  7. Νότια Κορέα 5.8
  8.  ΗΠΑ 5.8
  9. Γαλλία 5.8
  10. Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα 5.8
  11. Ελβετία Ελβετία 5.7
  12. Ισπανία 5.6
  13.  Λουξεμβούργο 5.6
  14.  Φινλανδία 5.5
  15. Ταϊβάν 5.5
  16.  Δανία 5.5
  17. Σουηδία 5.5
  18. Βέλγιο 5.4
  19. Αυστρία 5.3
  20. Αυστραλία 5.2

Αντίθεση στο ελεύθερο εμπόριο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ακαδημαϊκοί, οι κυβερνήσεις και οι ομάδες συμφερόντων συζητούν τα σχετικά κόστη, ωφέλη και τους ωφελουμένους από το ελεύθερο εμπόριο.

Επιχειρήματα υπέρ του προστατευτισμού εντάσσονται είτε στην κατηγορία των οικονομικών επιχειρημάτων (το εμπόριο βλάπτει την οικονομία) ή των ηθικών επιχειρημάτων (τα αποτελέσματα του εμπορίου μπορεί να βοηθούν την οικονομία, αλλά είναι βλαπτικά σε άλλα θέματα) - ένα γενικό επιχείρημα κατά του ελεύθερου εμπορίου είναι ότι πρόκειται, στην πραγματικότητα, για αποικιοκρατία ή ιμπεριαλισμό μεταμφιεσμένο. Το ηθικό επιχείρημα είναι ευρύ και περιλαμβάνει ανησυχίες ότι το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να καταστρέψει διάφορες κατηγορίες βιομηχανίας εν τη γενέσει τους και έτσι να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την οικονομική ανάπτυξη, ότι θα φέρει εισοδηματική ανισότητα, υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οδηγεί σε παιδική εργασία και σε εργασία υπό άθλιες συνθήκες, είναι ένας αγώνας προς τον πάτο, φέρνει εισοδηματική υποδούλωση, αυξάνοντας τη φτώχεια σε χώρες που είναι ήδη φτωχές, είναι βλαπτικό για την εθνική άμυνα και επιβάλλει πολιτιστικές αλλαγές[31].

Τα οικονομικά επιχειρήματα κατά του ελεύθερου εμπορίου αμφισβητούν τις υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίζονται οι οικονομικές θεωρίες και τα συμπεράσματά τους. Κοινωνικοπολιτικά επιχειρήματα κατά του ελεύθερου εμπορίου μνημονεύουν τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που δεν συνεκτιμώνται όταν διαμορφώνονται τα οικονομικά επιχειρήματα, όπως η πολιτική σταθερότητα, η εθνική ασφάλεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η προστασία του περιβάλλοντος.

Συχνά πολεμούν το ελεύθερο εμπόριο οι εγχώριες βιομηχανίες, των οποίων τα κέρδη και το μερίδιο αγοράς θα μειώνονταν εξ αιτίας των χαμηλότερων τιμών που έχουν τα εισαγόμενα αγαθά[32][33]. Για παράδειγμα, εάν οι δασμοί στη ζάχαρη που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο να μειωθούν, οι ζαχαροπαραγωγοί θα εισέπρατταν χαμηλότερες τιμές και κέρδη, ενώ οι καταναλωτές ζάχαρης στις Η.Π.Α. θα ξόδευαν λιγότερα για την ίδια ποσότητα ζάχαρης, εξ αιτίας ακριβώς αυτών των χαμηλότερων τιμών. Η οικονομική θεωρία του Ντέηβιντ Ρικάρντο ορίζει ότι οι καταναλωτές οπωσδήποτε θα κέρδιζαν περισσότερα από όσα θα έχαναν οι παραγωγοί[34][35]. Καθώς, όμως, κάθε ένας από τους λίγους αυτούς εγχώριους παραγωγούς θα έχανε πολλά, ενώ ένας έκαστος από ένα μεγάλο αριθμό καταναλωτών θα κέρδιζε μόνο λίγο, είναι πιθανότερο οι εγχώριοι παραγωγοί να είναι αυτοί που θα προχωρήσουν σε κινητοποιήσεις κατά της άρσεως των δασμών. Γενικότερα, οι παραγωγοί συχνά υποστηρίζουν επιδοτήσεις και δασμούς επί των εισαγωγών στις εγχώριες αγορές, ενώ αντιδρούν στις επιδοτήσεις και τους δασμούς στις χώρες, όπου κάνουν εξαγωγές.

Πραγματικοί μισθοί προς Εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ [36][37]

Οι σοσιαλιστές πολλές φορές προβάλλουν την αντίθεσή τους στο ελεύθερο εμπόριο με το επιχείρημα ότι μεγιστοποιεί την εκμετάλλευση των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, ο Κάρολος Μαρξ έγραψε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Η αστική τάξη... έχει δημιουργήσει αυτή τη μοναδική, ασυνείδητη ελευθερία – το ελεύθερο εμπόριο. Με μία λέξη, για την εκμετάλλευση, που καλύπτεται από θρησκευτικές και πολιτικές ψευδαισθήσεις, έχει υποκαταστήσει την σκέτη, ξεδιάντροπη, άμεση, βάρβαρη εκμετάλλευση». Εντούτοις, ο Μαρξ ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου για το μόνο λόγο[38], ότι πίστευε πως θα έφερνε την κοινωνική επανάσταση πιο γρήγορα.

Πολλές ομάδες αντι-παγκοσμιοποίησης αντιτίθενται στο ελεύθερο εμπόριο. Η αντίθεσή τους βασίζεται στην άποψη ότι οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου γενικά δεν αυξάνουν την οικονομική ελευθερία των φτωχών ή της εργατικής τάξης ενώ συχνά τους καθιστούν φτωχότερους. Όταν ο ξένος προμηθευτής επιτρέπει την εκμετάλλευση της εργασίας τότε η εγχώρια ελεύθερη εργασία είναι εκ των πραγμάτων –αδίκως- αναγκασμένη να συναγωνιστεί την ξένη δύναμη εκμετάλλευσης της εργασίας, και ως εκ τούτου η εγχώρια «εργατική τάξη σταδιακά θα αναγκαστεί να κατέβει στο επίπεδο της ειλωτείας[39]». Σε αυτό βαθμό, το ελεύθερο εμπόριο δεν θεωρείται τίποτα περισσότερο από καταστρατήγηση της νομοθεσίας για την προστασία της ατομικής ελευθερίας, όπως είναι η δέκατη τρίτη τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών (που απαγορεύει τη δουλεία και την μισθωμένη δουλεία).

Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των επιχειρημάτων εκείνων που είναι ενάντια στην θεωρία του ελεύθερου εμπορίου και εκείνων που είναι ενάντια στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, όπως εφαρμόζονται. Μερικοί αντίπαλοι της NAFTA θεωρούν τη συμφωνία ουσιωδώς επιβλαβή για τους απλούς ανθρώπους ενώ ορισμένα από τα επιχειρήματα στρέφονται πραγματικά ενάντια σε κάποια στοιχεία της κυβερνητικής διαχείρισης του εμπορίου και όχι κατ’ουσίαν εναντίον του ελεύθερου εμπορίου καθαυτού. Για παράδειγμα, προβάλλεται το επιχείρημα[40] ότι θα ήταν λάθος να αφήσουμε το επιδοτούμενο καλαμπόκι από τις ΗΠΑ στο Μεξικό λόγω της NAFTA και σε τιμές πολύ χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής, λόγω των καταστροφικών επιπτώσεων που θα έχει αυτή η πρακτική στους αγρότες του Μεξικού. Φυσικά οι επιδοτήσεις αυτές παραβιάζουν τη θεωρία του ελεύθερου εμπορίου, οπότε το επιχείρημα αυτό δεν στρέφεται στην πραγματικότητα κατά της αρχής του ελεύθερου εμπορίου αλλά μάλλον κατά της επιλεκτικής εφαρμογής του.

Αποικιοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αποικιοκρατία

Έχει προ πολλού υποστηριχθεί ότι το ελεύθερο εμπόριο αποτελεί μια μορφή αποικιοκρατίας ή ιμπεριαλισμού, θέση που έχει γίνει αποδεκτή από πολλούς θιασώτες του οικονομικού εθνικισμού και της σχολής του μερκαντιλισμού. Τον 19ο αιώνα, οι βρετανικές απαιτήσεις για ελεύθερο εμπόριο ως κάλυψη στην Βρετανική Αυτοκρατορία υπέστησαν κριτική κυρίως στα έργα του Αμερικανού Χένρι Κλέι, αρχιτέκτονα του αμερικανικού συστήματος[41] και του Γερμανοαμερικανού οικονομολόγου Φρίντριχ Λιστ[42].

Πιο πρόσφατα, ο πρόεδρος του Ισημερινού Ραφαέλ Κορρέα κατήγγειλε τη «σοφιστεία του ελεύθερου εμπορίου» στην εισαγωγή, που γράφτηκε από κοινού με τον Υπουργό Ενέργειάς του Alberto Acosta, για το βιβλίο του που τιτλοφορείται: «Η αθέατη όψη των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου». Παραθέτοντας ως πηγή το βιβλίο του Ha Joon Chang «Kicking Away the Ladder», ο Κορρέα προσδιορίζει τη διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό και το αντίστοιχο βρετανικό σύστημα του ελεύθερου εμπορίου. Το τελευταίο υποστηρίζει, θεωρήθηκε ρητά από τους Αμερικανούς ως «μέρος του βρετανικού ιμπεριαλιστικού συστήματος». Σύμφωνα με τον Κορρέα, ο Chang απέδειξε πως ο υπουργός Οικονομικών Αλεξάντερ Χάμιλτον, και όχι ο Φρίντριχ Λιστ, ήταν αυτός που πρώτος παρουσίασε μια συστηματική επιχειρηματολογία υπεράσπισης του βιομηχανικού προστατευτισμού.

Στη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αξία του ελεύθερου εμπορίου διαπιστώθηκε και τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά από τον Άνταμ Σμιθ στον «Πλούτο των Εθνών», το 1776[43]. Εκεί έγραψε τα εξής:

Είναι βασικό αξίωμα κάθε συνετού οικογενειάρχη ποτέ να μη προσπαθήσει ο ίδιος να παρασκευάσει στο σπίτι κάτι που θα του στοιχίσει περισσότερο να το φτιάξει ο ίδιος, παρά να το αγοράσει... Εάν ένα ξένο κράτος μπορεί να μας προμηθεύσει με ένα εμπόρευμα φθηνότερα από όσο μπορούμε εμείς να το παρασκευάσουμε, καλύτερα να το αγοράσουμε εμείς από αυτούς χρησιμοποιώντας όσα παράγει η δική μας βιομηχανία, αξιοποιημένα κατά τρόπο που να μας δίνει κάποιο πλεονέκτημα[44].

Η δήλωση αυτή χρησιμοποιεί την έννοια του απόλυτου πλεονεκτήματος για να παρουσιάσει ένα επιχείρημα κατά του μερκαντιλισμού, την κυρίαρχη άποψη περί το εμπόριο εκείνο τον καιρό, κατά την οποία μια χώρα πρέπει να σκοπεύει να εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει και να αποθησαυρίσει, κατά τον τρόπο αυτό, πλούτο[45]. Αντιθέτως, όπως υποστηρίζει ο Σμιθ, οι χώρες θα μπορούσαν να κερδίσουν παράγοντας αποκλειστικά τα αγαθά που τους ταιριάζουν περισσότερο, ανταλλάσσοντάς τα μεταξύ τους για σκοπούς κατανάλωσης. Σε αυτή την αντίληψη δεν είναι η αξία των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές που έχει σημασία, αλλά η αξία των αγαθών που παράγονται από ένα κράτος. Ωστόσο, η έννοια του απόλυτου πλεονεκτήματος δεν αντιμετωπίζει την περίπτωση, στην οποία ένα κράτος δεν έχει κάποιο πλεονέκτημα στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου αγαθού ή είδους αγαθού[46].

Αυτή η θεωρητική έλλειψη αντιμετωπίσθηκε με τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Η θεωρία αυτή, που γενικώς αποδίδεται στον Ντέηβιντ Ρικάρντο, ο οποίος την ανέπτυξε στο βιβλίο του του 1817 «Περί των Αρχών της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας[47]», υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο βασιζόμενο όχι στο απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή ενός αγαθού, αλλά στα σχετικά κόστη ευκαιρίας της παραγωγής. Μια χώρα πρέπει να εξειδικεύεται στα αγαθά που μπορεί να παράγει με το μικρότερο κόστος, ανταλλάσσοντας τα αγαθά αυτά, προκειμένου να αγοράσει άλλα αγαθά που χρειάζεται για κατανάλωση. Αυτό επιτρέπει στα κράτη να κερδίζουν από το εμπόριο, ακόμη και όταν δεν έχουν απόλυτο πλεονέκτημα σε κάποιο είδος παραγωγής. Ενώ τα κέρδη τους από το εμπόριο μπορεί να μην είναι τα ίδια με αυτά ενός κράτους που είναι πιο παραγωγικό σε όλα τα αγαθά, εν τούτοις ευρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση με το εμπόριο από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν υπό καθεστώς αυτάρκειας[48][49].

Όλως εξαιρετικώς το βιβλίο του 1886 του Χένρυ Τζωρτζ «Προστασία ή Ελεύθερο Εμπόριο» αναγνώσθηκε στο σύνολό του και μπήκε στα Πρακτικά του Κογκρέσου από πέντε Δημοκρατικούς βουλευτές[50][51]. Ο Τάιλερ Κόουεν έγραψε ότι το «Προστασία ή Ελεύθερο Εμπόριο» «παραμένει ίσως η διατριβή με την καλύτερη επιχειρηματολογία υπέρ του ελεύθερου εμπορίου μέχρι και σήμερα[52]». Ο Τζωρτζ εξετάζει το ζήτημα ιδιαίτερα σε σχέση με τα συμφέροντα των εργαζομένων. Παρ’ όλο που ο Τζωρτζ είναι πολύ επικριτικός απέναντι στον προστατευτισμό:

Όλοι ακούμε με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση για τις βελτιώσεις στις θαλάσσιες και χερσαίες μεταφορές - όλοι τείνουμε να θεωρήσουμε τις διανοίξεις διωρύγων, την κατασκευή σιδηροδρόμων, την εμβάθυνση λιμένων, τη βελτίωση των ατμόπλοιων ως πραγμάτων επωφελών. Όταν όμως τα πράγματα αυτά είναι επωφελή, πώς μπορούν και οι δασμοί να είναι ευνοϊκοί; Το αποτέλεσμα των πραγμάτων αυτών είναι να μειώσουν το κόστος της μεταφοράς εμπορευμάτων- το αποτέλεσμα των δασμών είναι να το αυξάνουν. Εάν η προστατευτική θεωρία ισχύει, τότε κάθε βελτίωση που μειώνει το κόστος για τη μεταφορά αγαθών μεταξύ κρατών είναι βλαπτική για την ανθρωπότητα, εκτός εάν αυξηθούν κατά το ίδιο μέτρο οι δασμοί[53].

Ο Τζωρτζ θεωρεί ότι το γενικό επιχείρημα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου είναι «ανεπαρκές». Υποστηρίζει ότι η κατάργηση των προστατευτικών δασμών από μόνη της ποτέ δεν θα μπορεί να είναι επαρκής για τη βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, εάν δεν συνοδευθεί παράλληλα και από μία στροφή προς τη φορολόγηση της αξίας της γης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Steven E. Landsburg. Price Theory and Applications, Έκτη Έκδοση, Κεφ. 8
  2. Thom Hartmann, Unequal Protection, Δεύτερη Έκδοση, Κεφ. 20. σελ. 255
  3. 3,0 3,1 Pugel (2007), International Economics, σελ. 311–312
  4. 4,0 4,1 Alan C. Stockman, Introduction to Economics, Δεύτερη Έκδοση, Κεφ.9
  5. 5,0 5,1 N. Gregory Mankiw, Macroeconomics, Πέμπτη Έκδοση, Κεφ.7
  6. Fuller, Dan; Geide-Stevenson, Doris (Φθινόπωρο 2003). «Consensus Among Economists: Revisited» (PDF). Journal of Economic Review 34 (4): 369–387. doi:10.1080/00220480309595230. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-03-25. https://web.archive.org/web/20090325044422/http://www.indiana.edu/~econed/pdffiles/fall03/fuller.pdf. Ανακτήθηκε στις 2015-11-05. (Απαιτείται εγγραφή)
  7. Friedman, Milton. «The Case for Free Trade». Hoover Digest 1997 (4). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-01-22. https://web.archive.org/web/20070122032127/http://www.hoover.org/publications/digest/3550727.html. Ανακτήθηκε στις 2015-11-05. 
  8. Whaples, Robert (2006). «Do Economists Agree on Anything? Yes!». The Economists' Voice 3 (9). doi:10.2202/1553-3832.1156. 
  9. Mankiw, Gregory (7 Μαΐου 2006). «Outsourcing Redux». Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2007. 
  10. Post-Autistic Economics Review, Σεπτ.2007
  11. Giovanni Arrighi (1994). The Long Twentieth Century: Money, Power, and the Origins of Our Times. Verso. σελ. 58. ISBN 978-1-85984-015-3. 
  12. 12,0 12,1 Arthur Nussbaum (1947). A concise history of the law of nations. Macmillan Co. σελ. 62. 
  13. Appleby, Joyce (2010). The Relentless Revolution: A History of Capitalism. New York, New York: W.W. Norton & Company. 
  14. Dickerson, The Navigation Acts and the American Revolution, σελ. 140.
  15. Tyler, Smugglers & Patriots, σελ. 238.
  16. Larry Schweikart, What Would the Founders Say? (New York: Sentinel, 2011), σελ. 106–124.
  17. Lind, Matthew. «Free Trade Fallacy». Prospect. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2011. 
  18. William McKinley speech, 4 Οκτωβρίου 1892, Βοστώνη, MA William McKinley Papers (Library of Congress)
  19. Fourteen Points
  20. Eun, Cheol S.· Resnick, Bruce G. (2011). International Financial Management, 6th Edition. Νέα Υόρκη: McGraw-Hill/Irwin. ISBN 978-0-07-803465-7. 
  21. Chang (2003), Kicking Away the Ladder, σελ. 17
  22. Chang (2003), Kicking Away the Ladder, σελ. 59
  23. Chang (2003), Kicking Away the Ladder, σελ. 50
  24. Chang (2003), Kicking Away the Ladder, σελ. 66
  25. http://www.wto.org/english/res_e/reser_e/pera9707.pdf
  26. «EU position in world trade». European Commission. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2015. 
  27. «Members and Observers». World Trade Organisation. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2011. 
  28. «Everything You Need To Know About The Trans-Pacific Partnership». The Washington Post. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2014. 
  29. «Trans-Pacific Partnership». U.S. Trade Representative. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2014. 
  30. World Economic Forum. «Rankings: Global Enabling Trade Report 2010» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  31. Boudreaux, Don Globalization, 2007
  32. William Baumol και Alan Blinder, Economics: Principles and Policy, σελ. 722.
  33. Brakman, Steven· Harry Garretsen· Charles Van Marrewijk· Arjen Van Witteloostuijn (2006). Nations and Firms in the Global Economy : An Introduction to International Economics and Business. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-83298-4. 
  34. Richard L. Stroup, James D. Gwartney, Russell S. Sobel, Economics: Private and Public Choice, σελ. 46.
  35. Pugel, Thomas A. (2003). International economics. Βοστόνη: McGraw-Hill. ISBN 0-07-119875-X. 
  36. «Earnings – National». Databases, Tables & Calculators by Subject. Bureau of Labor Statistics. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2012. 
  37. Table 1.1.5. Gross Domestic Product, National Income and Product Accounts Table, U.S. Department of Commerce Bureau of Economic Analysis, access date = 16 Μαρτίου 2012
  38. "It is in this revolutionary sense alone, gentlemen, that I vote in favor of free trade." Κάρολος Μαρξ On the Question of Free Trade, ομιλία στον Δημοκρατικό Σύνδεσμο Βρυξελλών στην ανοικτή συνάντηση της 9ης Ιανουαρίου 1848
  39. Κάρολος Μαρξ The Civil War in the United States, ¶ 23.
  40. Institute for Agricultural and Trade Policy Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine. NAFTA Truth and Consequences: Corn
  41. «Κύριοι αυταπατώνται: δεν είναι το ελεύθερο εμπόριο που θέτουν υπό την έγκρισή μας. Είναι, στην πραγματικότητα, το βρετανικό αποικιακό σύστημα που καλούμαστε να υιοθετήσουμε. Και, αν η πολιτική τους επικρατήσει, αυτό θα οδηγήσει ουσιαστικά στην επαναποικιοποίηση των κρατών αυτών υπό την εμπορική κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας», "In Defense of the American System, Against the British Colonial System." 2, 3, και 6 Φεβρουαρίου 1832 Clay, Henry (1843). The Life and Speeches of Henry Clay. II, σελ. 23–24. https://books.google.com/books?id=Biyh3OmxhOMC&pg=PA23 
  42. «Εάν οι Άγγλοι είχαν αφήσει τα πάντα στην τύχη τους -"Laissez faire, laissez aller", όπως συνιστά η δημοφιλής οικονομική σχολή, οι [Γερμανοί] έμποροι της Steelyard θα εξακολουθούσαν να διεκπεραιώνουν τις εμπορικές τους συναλλαγές στο Λονδίνο, οι Βέλγοι θα εξακολουθούσαν να κατασκευάζουν ρούχα για τους Άγγλους και η Αγγλία θα εξακολουθούσε να είναι η πηγή της εκμετάλλευσης των Hansards, όπως ακριβώς και η Πορτογαλία έγινε ο αμπελώνας της Αγγλίας, και παρέμεινε έτσι μέχρι τις μέρες μας, κάτι που το οφείλει στο στρατήγημα ενός πονηρού διπλωμάτη»
  43. Bhagwati (2002), Free Trade Today, σελ. 3
  44. Smith, Wealth of Nations, pp. 264–265
  45. Pugel (2007), International Economics, σελ. 33
  46. Pugel (2007), International Economics, σελ. 34
  47. Ricardo (1817), On the Principles of Political Economy and Taxation, Κεφάλαιο 7 "On Foreign Trade"
  48. Bhagwati (2002), Free Trade Today, σελ. 1
  49. Pugel (2007), International Economics, σελ. 35–38, 40
  50. Weir, "A Fragile Alliance," 425–425
  51. Henry George, Protection or Free Trade: An Examination of the Tariff Question, with Especial Regard to the Interests of Labor(Νέα Υόρκη: 1887).
  52. Cowen, Tyler (1 Μαΐου 2009). «Anti-Capitalist Rerun». The American Interest 4 (5). http://www.the-american-interest.com/2009/05/01/anti-capitalist-rerun/. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2014. 
  53. "True Free Trade", Κεφάλαιο 3, Protection or Free Trade