Ειρωνεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μία πινακίδα στάσης αλλοιωμένη, ειρωνικά, με την έκκληση να μην αλλοιώνονται οι πινακίδες στάσης.

Ειρωνεία, με την ευρεία έννοια, είναι η αντιπαράθεση αυτού που φαίνεται, επιφανειακά, να ισχύει και αυτού που στην πραγματικότητα ισχύει ή αναμένεται. Είναι σημαντικό ρητορικό εργαλείο και λογοτεχνική τεχνική.

Η ειρωνεία μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε διαφορετικούς τύπους, συμπεριλαμβανομένης της λεκτικής ειρωνείας, της δραματικής ειρωνίας, και της ειρωνίας περίστασης. Η λεκτική, η δραματική και η καταστασιακή ειρωνεία χρησιμοποιούνται συχνά για να δοθεί έμφαση στον ισχυρισμό μιας αλήθειας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τη σκόπιμη χρήση γλώσσας που δηλώνει το αντίθετο της αλήθειας, αρνείται το αντίθετο της αλήθειας ή δραστικά και προφανώς υποτιμά μια πραγματική σχέση.[1]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα,[2] ο όρος ειρωνεία έχει τις ρίζες του στον χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας Είρωνα, ο οποίος συνήθως τα κατάφερνε με το να καταρρίψει τον υπερήφανο ("αλαζών") αντίπαλό του υποτιμώντας τις ίδιες του τις ικανότητες.

Τυπολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι κατηγοροποιήσεις ποικίλλουν, τα ακόλουθα είδη ειρωνείας μπορούν να διακριθούν σε:[3]

  • Κλασική ειρωνεία: Αναφέρεται στην προέλευση της ειρωνείας στην αρχαία ελληνική κωμωδία και στον τρόπο με τον οποίο οι κλασικοί και μεσαιωνικοί ρήτορες οριοθετούσαν τον όρο.
  • Ρομαντική ειρωνεία: Μια αυτοσυνείδητη και αυτοκριτική μορφή μυθοπλασίας.
  • Κοσμική ειρωνεία: Μια αντίθεση μεταξύ του απόλυτου και του σχετικού, του γενικού και του ατομικού, που εξέφρασε ο Χέγκελ με τη φράση «γενική [ειρωνεία] του κόσμου».[3]
  • Λεκτική ειρωνεία: Μια αντίφαση μεταξύ του δηλωμένου και του επιδιωκόμενου νοήματος μιας δήλωσης.
  • Καταστασιακή ειρωνεία: Η διαφορά πρόθεσης και αποτελέσματος, όταν το αποτέλεσμα μιας ενέργειας είναι αντίθετο με το επιθυμητό ή αναμενόμενο αποτέλεσμα.
  • Δραματική ειρωνεία και τραγική ειρωνεία: Ανισότητα συνειδητοποίησης μεταξύ ενός ηθοποιού και ενός παρατηρητή, όταν οι λέξεις και οι πράξεις έχουν σημασία που ο ακροατής ή το κοινό καταλαβαίνει, αλλά ο ομιλητής ή ο χαρακτήρας όχι. Χρησιμοποιείται πιο συχνά όταν ο συγγραφέας προκαλεί έναν χαρακτήρα να μιλήσει ή να ενεργήσει λανθασμένα, από άγνοια κάποιου μέρους της αλήθειας που το κοινό γνωρίζει.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Muecke, Douglas Colin (1969). The Compass of Irony. Methuen. ISBN 978-0-416-74360-9. 
  2. «irony». Encyclopædia Britannica. https://www.britannica.com/EBchecked/topic/294609/irony. Ανακτήθηκε στις 18 September 2014. 
  3. 3,0 3,1 Preminger, A. & Brogan, T. V. F. Brogan, The New Princeton Encyclopedia of Poetry and Poetics, MJF Books, 1993, (ISBN 9780691032719), pp. 633–635.