Χοληστερόλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το «Χοληστερόλη» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Χοληστερόλη (αποσαφήνιση).
Μόριο χοληστερόλης

Η χοληστερίνη ή χοληστερόλη είναι λιπαρή[1] στερόλη που βρίσκεται στη μεμβράνη των κυττάρων όλων των ιστών του σώματος, καθώς και στο πλάσμα του αίματος όλων των ζώων. Μικρότερες ποσότητες χοληστερίνης απαντώνται και στις μεμβράνες των φυτών.

Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικροσκοπική φωτογραφία χοληστερόλης μέσα σε νερό. Παρατηρείται ότι η χοληστερόλη μέσα στο νερό δημιουργεί μεμβράνες.
Κυτταρική μεμβράνη, το κίτρινο μόριο αριθμημένο με 2 είναι μόριο χοληστερόλης.

Η χοληστερόλη χρησιμοποιείται κυρίως σε ζωικούς οργανισμούς και όχι σε φυτικούς.[2] Μαζί με τα τριγλυκερίδια χρησιμεύει στις κυτταρικές μεμβράνες.[3] Οι διαμοριακές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων της χοληστερόλης και του νερού που βρίσκεται εντός και εκτός κυττάρου συμβάλλει στη ρευστή αλλά αδιάσπαστη δομή της μεμβράνης, και της προσδίδει λειτουργικότητα.

Επιπλέον, έχει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη νευρικών συνδέσμων του εγκεφάλου και βοηθάει τον οργανισμό στο σχηματισμό και την προστασία των νευρώνων και στη δημιουργία των ιστών των κυττάρων. Σε πολλές βιοχημικές διαδικασίες χρησιμεύει ως πρώτη ύλη, όπως στην παρασκευή της προβιταμίνης D[3] και το σχηματισμό ορμονών[1].

Δεσμεύεται με πρωτεΐνες στις λιποπρωτεΐνες και βρίσκεται σε μεγαλύτερη συγκέντρωση σε ιστούς που είτε την παράγουν είτε έχουν πυκνές μεμβράνες, για παράδειγμα στο συκώτι, τη σπονδυλική στήλη και τον εγκέφαλο, όπως επίσης και στα αθηρώματα.

Πρόσληψη-σύνθεση χοληστερόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρώσιμες πηγές χοληστερόλης είναι κυρίως ζωικής προέλευσης[3], αν και υπάρχουν ουσίες που μοιάζουν με τη χοληστερόλη και στα φυτά.[3] Ωστόσο, η χοληστερίνη από τις τροφές δεν επαρκεί για τις ανάγκες του οργανισμού με αποτέλεσμα να συνθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό στο συκώτι[2][1][3].

Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η περιεκτικότητα σε χοληστερόλη έχει τάσεις αύξησης είτε επειδή παράγουν περισσότερη χοληστερόλη ίσως για κληρονομικούς λόγους[2], είτε επειδή εμφανίζουν αυξημένη απορρόφηση χοληστερόλης από τις τροφές[1].

Η χοληστερόλη ως λιπίδιο δε διαλύεται στο αίμα, ώστε να εισέρχεται και να κυκλοφορεί σε αυτό σε αδιάλυτα κομμάτια.[2]

Η ποσότητά της και οι μετατροπές της σε άλλες ουσίες ρυθμίζεται από το συκώτι.

Χοληστερόλη και καρδιαγγειακές ασθένειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρτηρία σε τομή στην οποία φαίνεται η εναπόθεση της χοληστερόλης.

Κατά μία εκδοχή, η χοληστερίνη, όταν υπάρχει στο αίμα σε υπερβολικές τιμές (υπερχοληστερολαιμία) αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών, που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο, δύο από τις κύριες αιτίες θανάτου στην Ευρώπη[1].

Διαφορετικές υποθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επειδή δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο η χοληστερόλη εναποτίθεται κάτω από το επιθήλιο των αρτηριών, υπάρχει διαφωνία στην επιστημονική κοινότητα ως προς σχέση της χοληστερόλης με την εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών.[4][5] Ο Μάλκολμ Κέντρικ υποστηρίζει πως η χοληστερόλη δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου, αλλά έχει μόνο ρόλο δείκτη. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, όταν προκαλούνται τραύματα στις αρτηρίες η χοληστερόλη λειτουργεί επουλωτικά, επιδεικνύοντας την κακή κατάσταση των αρτηριών.[6]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χοληστερίνη εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε πέτρες της χολής το 1784. Η σχέση της με τα καρδιαγγειακά νοσήματα ανακαλύφθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα[ασαφές]. Τότε θεωρήθηκε σωστό η περιεκτικότητα σε χοληστερόλη να είναι μικρότερη από μία συγκεκριμένη τιμή. Έτσι, είναι πλέον περισσότερο γνωστή για τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των καρδιοαγγειακών ασθενειών και τη μεταφορά της από τις λιποπρωτεΐνες και τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα. Συνδέθηκε με την παχυσαρκία και το αυξημένο βάρος και λαμβάνεται υπόψη στις δίαιτες.[7]

Αυτό προκάλεσε τις ανησυχίες και το ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων κυρίως στις δυτικές κοινωνίες, κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα.

Για τη μέτρηση του ποσοστού χρησιμοποιείται ο αθηρωματικός δείκτης.[εκκρεμεί παραπομπή]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Χοληστερόλη : ο καλός, ο κακός και ο μέσος». Αύγουστος 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2010. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Τσουνάκης, Σταμάτης (2006). «Χοληστερόλη: Η καλή, η κακή και... όσα θέλουμε να μάθουμε». InterOPTICS A.E.E.. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-09-23. https://web.archive.org/web/20090923024010/http://health.in.gr/news/article.asp?lngArticleID=36044. Ανακτήθηκε στις 2010-02-22. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Ξένος, Κωνσταντίνος (Απριλίου 2008). «Γνωριμία με τη χοληστερόλη». Ελιξήριο (Απριλίου 2008). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-02-21. https://web.archive.org/web/20100221022648/http://www.elixnet.gr/08_04/cholesterol.php. Ανακτήθηκε στις 2010-02-22. 
  4. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2043330/
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2010. 
  6. Malcolm Kendrick, The Great Cholesterol Con., John Blake Publishing, 2007
  7. https://www.medlook.net/%CE%A0%CE%B1%CF%87%CF%85%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%AF%CE%B1/3286.html

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]