Φώνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην φωνητική και στη γλωσσολογία, ως φώνος ορίζεται το βραχύτερο, ασυνεχές τεμάχιο ήχου σε μια ροή ομιλίας. Η λέξη φώνος μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε ήχο της ομιλίας ή χειρονομία που θεωρείται ένα φυσικό γεγονός, χωρίς αναφορά στην φωνολογία μίας γλώσσας. Σε αντίθεση, ένα φώνημα είναι ένα σύνολο φώνων ή ένα σύνολο χαρακτηριστικών του ήχου που θεωρούνται ως το ίδιο στοιχείο στην φωνολογία μίας συγκεκριμένης γλώσσας[1].

Ένας φώνος είναι ένα τμήμα της ομιλίας που κατέχει διακριτές φυσικές ή αντιληπτικές ιδιότητες, και εξυπηρετεί ως η βασική μονάδα της φωνητικής ανάλυσης της ομιλίας.

Μία φωνητική καταγραφή περικλείεται από αγκύλες ([ ]), ενώ μία φωνημική καταγραφή περικλείεται από πλάγιες καθέτους (/ /).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Crystal, David (1971). Linguistics. Baltimore: Penguin