Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ
Το εξώφυλλο του περιοδικού Λίπινκοτ'ς (Lippincott's) του Ιουλίου 1890, στο οποίο δημοσιεύτηκε η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος
ΣυγγραφέαςΌσκαρ Ουάιλντ
ΤίτλοςThe Picture of Dorian Gray
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1890
ΜορφήΦιλοσοφικό μυθιστόρημα
ΤόποςΔημοκρατία της Ιρλανδίας
LC ClassOL8193416W
LΤ ID1527 και 21008322
BL Class4241
Πρώτη έκδοσηLippincott's Monthly Magazine
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ είναι το μοναδικό δημοσιευμένο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ, το οποίο κυκλοφόρησε στο μηνιαίο περιοδικό Lippincott's Monthly Magazine στις 20 Ιουνίου 1890, για το τεύχος Ιουλίου του ίδιου έτους. Οι εκδότες του περιοδικού, φοβούμενοι την ανηθικότητα του μυθιστορήματος, λογόκριναν το έργο και αφαίρεσαν περί τις 500 λέξεις πριν τη δημοσίευση, χωρίς να ενημερώσουν τον Ουάιλντ. Ακόμα κι έτσι όμως, το έργο κατάφερε να εξοργίσει το βρετανικό κοινό, οδηγώντας μέχρι και σε κραυγές για δίωξη του συγγραφέα για προσβολή της Βικτωριανής ηθικής. Η άμεση απάντηση του Ουάιλντ σε αυτό ήταν μια σειρά από επιθετικές επιστολές-απαντήσεις στον Τύπο της εποχής. Εν συνεχεία ο Ουάιλντ αναθεώρησε την ιστορία για να την εκδώσει σε βιβλίο, προχωρώντας σε σημαντικές αλλαγές, διαγράφοντας αμφιλεγόμενα αποσπάσματα και προσθέτοντας καινούργια κεφάλαια καθώς και μια εισαγωγή ποτισμένη με αφορισμούς και σαρκασμό, η οποία έχει γίνει έκτοτε διάσημη ως αυτόνομο κείμενο. Η τροποποιημένη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ward Lock & Co τον Απρίλιο του 1891. Μερικοί μελετητές όμως θεωρούν ανώτερο το αρχικό μυθιστόρημα που είχε δημοσιευτεί στο Lippincott's.[1]

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Ντόριαν Γκρέυ (Dorian Gray), ένας νεαρός του οποίου το πορτραίτο ζωγραφίζει ο Μπάζιλ Χόλγουορντ (Basil Hallward). Ο Μπάζιλ γοητεύεται από την ομορφιά του νέου και σύντομα ξελογιάζεται μαζί του, θεωρώντας τον Ντόριαν υπεύθυνο για μια νέα κατεύθυνση στην τέχνη του. Τότε όμως ο Ντόριαν συναντά τον Λόρδο Χένρυ Γουότον (Lord Henry Wotton), φίλο του ζωγράφου, και σαγηνεύεται από τη φανταχτερή προσωπικότητά του και την κοσμοθεωρία του. Πιστός στις ιδέες του περί νέου ηδονισμού, ο Λόρδος Χένρυ θεωρεί ότι το μόνο πράγμα στη ζωή άξιο αναζήτησης είναι η ομορφιά και η ικανοποίηση των αισθήσεων. Συνειδητοποιώντας ότι μια μέρα η ομορφιά του θα χαθεί, ο Ντόριαν εκφράζει, περιπαικτικά, την επιθυμία του να πουλήσει την ψυχή του με αντάλλαγμα το πορτραίτο που φιλοτέχνησε ο Μπάζιλ να γεράσει αντί εκείνου. Η ευχή του Ντόριαν εκπληρώνεται, και καθώς ο νεαρός βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μία έκλυτη ζωή ακολασίας στο κυνήγι των αισθήσεων, το πορτραίτο εξυπηρετεί ως μία διαρκής υπενθύμιση του αντίκτυπου που έχει κάθε πράξη στην ψυχή, με το κάθε αμάρτημα να παρουσιάζεται είτε ως παραμόρφωση της σιλουέτας του είτε ως σημάδι γήρανσης.

Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ θεωρείται ότι ανήκει στην κλασική γοτθική λογοτεχνία με έντονο Φαουστικό θέμα.[2]

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία ξεκινάει μια υπέροχη καλοκαιρινή μέρα με τον Λόρδο Χένρυ Γουότον, έναν πολύ ισχυρογνώμονα άνδρα, να παρατηρεί τον ευαίσθητο καλλιτέχνη Μπάζιλ Χόλγουορντ καθώς ζωγραφίζει το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, ενός πολύ όμορφου νεαρού και μούσας του καλλιτέχνη. Ακούγοντας την κοσμοθεωρία του Λόρδου Χένρυ, ο Ντόριαν αρχίζει να θεωρεί ότι η Ομορφιά είναι η μόνη αξιόλογη πλευρά της ζωής. Εύχεται το έργο που φιλοτέχνησε ο Μπάζιλ να γεράσει κι αυτός να μείνει για πάντα νέος. Υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη του Λόρδου Χένρυ, ο οποίος απολαμβάνει τον ηδονιστικό τρόπο ζωής και είναι φανατικός υπέρμαχός του, ο Ντόριαν ξεκινά να αναζητά τις αισθήσεις του. Ανακαλύπτει την εκπληκτική ηθοποιό Σίβυλλα Βέιν (Sibyl Vane), η οποία συμμετέχει σε έργα του Σαίξπηρ σε ένα βρομερό υπόγειο θέατρο. Ο Ντόριαν την πλησιάζει και σύντομα τη ζητάει σε γάμο. Η Σίβυλλα, η οποία τον αποκαλεί χαϊδευτικά «Μαγεμένο Βασιλόπουλο», πλέει σε πελάγη ευτυχίας· ο υπερ-προστατευτικός αδελφός της Τζέημς Βέιν (James Vane) όμως, την προσγειώνει απότομα: αν την πειράξει το «Μαγεμένο Βασιλόπουλό» της, δηλώνει χωρίς περιστροφές, θα τον σκοτώσει.

Ο Ντόριαν προσκαλεί τους δύο φίλους του στο θέατρο για να παρακολουθήσουν τη Σίβυλλα στον ρόλο της Ιουλιέτας, στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564 - 1616). Η Σίβυλλα, της οποίας η μόνη γνώση για τον έρωτα ήταν ο ψεύτικος έρωτας του θεάτρου, παραμερίζει την υποκριτική της καριέρα για να ζήσει την αληθινή αγάπη που βρήκε στο πρόσωπο του Ντόριαν. Αηδιασμένος, ο Ντόριαν την εγκαταλείπει, λέγοντάς της ότι η γοητεία της βρισκόταν στο παίξιμό της, και ότι πλέον δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Μόλις επιστρέφει σπίτι, βλέπει ότι ο πίνακας έχει αλλάξει. Ο Ντόριαν συνειδητοποιεί ότι η ευχή του πραγματοποιήθηκε - το πορτραίτο πλέον κάνει έναν διακριτικό περιφρονητικό μορφασμό και θα γερνάει με κάθε αμαρτία που διαπράττει ο Ντόριαν, ενώ η δική του εμφάνιση θα παραμένει απαράλλακτη.

Όταν αποφασίζει να επιστρέψει στη Σίβυλλα, ο Λόρδος Χένρυ τον ενημερώνει ότι είναι πλέον αργά· η Σίβυλλα έχει αυτοκτονήσει πίνοντας υδροκυάνιο. Αυτό κάνει τον Ντόριαν να συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος σκοπός στη ζωή του, και συνάμα η μοναδική του κατεύθυνση, είναι η ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών του και η ανακάλυψη των αισθήσεων. Τα επόμενα 18 χρόνια θα γευτεί κάθε απαγορευμένο καρπό και θα πειραματιστεί με κάθε διαστροφή, κυρίως υπό την επίδραση ενός γαλλικού «δηλητηριώδους» decadent βιβλίου, δώρο του Λόρδου Χένρυ. Στο μυθιστόρημα δεν αποκαλύπτεται ποτέ ο τίτλος του βιβλίου, στις δίκες του Ουάιλντ όμως ο συγγραφέας παραδέχεται πως όταν το έγραφε είχε στο μυαλό του το περιβόητο À rebours (Ενάντια στη φύση, 1884) του Γάλλου συγγραφέα Ζορίς-Καρλ Υσμάν (Joris-Karl Huysmans, 1848 - 1907).[3]

Τυπικό οπιοποτείο στο Λονδίνο του 19ου αιώνα (εικόνα βασισμένη σε μαρτυρίες της εποχής).

Το βράδυ πριν αναχωρήσει για το Παρίσι, ο Μπάζιλ φτάνει στο σπίτι του Ντόριαν για να τον ρωτήσει για τις φήμες σχετικά με την πολυτελή ζωή του. Ο Ντόριαν δεν αρνείται τις κατηγορίες για τον έκλυτο βίο του. Πηγαίνει τον Μπάζιλ να δει το πορτραίτο, το οποίο είναι τόσο απαίσιο όσο και οι αμαρτίες που κουβαλά. Εν βρασμώ ψυχής, ο Ντόριαν κατηγορεί τον Μπάζιλ για τη μοίρα του και τον μαχαιρώνει θανάσιμα. Στη συνέχεια, εκβιάζει έναν παλιό του φίλο, τον Άλαν Κάμπελ (Alan Campbell), χημικό, να εξαφανίσει το πτώμα. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τις ερινύες, ο Ντόριαν καταφεύγει σε ένα οπιοποτείο. Ο Τζέημς Βέιν βρίσκεται εκεί, ακούει να αποκαλούν τον Ντόριαν «Μαγεμένο Βασιλόπουλο» και καταλαβαίνει ότι αυτός ο άνδρας είναι υπαίτιος για τον θάνατο της αδελφής του. Ο Ντόριαν όμως, κι ενώ ο Τζέημς τον κρατάει υπό την απειλή όπλου, τον ξεγελάει λέγοντάς του ότι είναι πολύ μικρός για να έχει εμπλακεί με την αδελφή του, 18 χρόνια πριν. Σαστισμένος και σχεδόν φοβισμένος για αυτό που θα έκανε, ο Τζέημς τον αφήνει να φύγει· αμέσως τον πλησιάζει μία γυναίκα από το οπιοποτείο, η οποία του αποκαλύπτει ότι ο Ντόριαν δεν έχει γεράσει ούτε μία μέρα τα τελευταία 18 χρόνια. Ο Τζέημς τον κυνηγάει, αλλά ο τελευταίος έχει ήδη εξαφανιστεί στην πυκνή ομίχλη.

Μήνες αργότερα, στη διάρκεια ενός δείπνου στο εξοχικό του στο Σέλμπυ Ρόγιαλ, ο Ντόριαν βλέπει τον Τζέημς να τον παρακολουθεί έξω από το παράθυρο και, φοβούμενος για τη ζωή του, κρύβεται στο δωμάτιό του. Ύστερα από μερικές ημέρες, και ενώ οι καλεσμένοι διασκεδάζουν σε ένα φιλικό παιχνίδι κυνηγιού, ένας από τους κυνηγούς πυροβολεί και σκοτώνει κατά λάθος τον Τζέημς. Μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, ο Ντόριαν εκμυστηρεύεται στον Λόρδο Χένρυ την πρόθεσή του να είναι καλός στο εξής, και η πρώτη του ενέργεια είναι να μην ραγίσει την καρδιά της τελευταίας αθώας κατάκτησής του, της Χέτυ Μέρτον (Hetty Merton). Στην απορία του αν το πορτραίτο έχει αρχίσει να επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση τώρα που εγκατέλειψε την ανήθικη ζωή του, η απάντηση είναι αποκαλυπτική: ο πίνακας έχει χειροτερέψει. Μόνο τότε ο Ντόριαν αντιλαμβάνεται ότι η νεόκοπη αυτή ιδεολογία του κρύβει σκοτεινά κίνητρα πίσω της· η «θυσία» του δεν είναι τίποτα άλλο παρά συγκαλυμμένη ματαιοδοξία, περιέργεια και αναζήτηση νέων συναισθηματικών εμπειριών.

Πεπεισμένος ότι μόνο η αληθινή μετάνοια θα τον λυτρώσει, αποφασίζει να καταστρέψει και το τελευταίο ίχνος της συνείδησής του. Εν βρασμώ ψυχής, μπήγει το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει τον Μπάζιλ Χόλγουορντ στον πίνακα. Οι υπηρέτες του Ντόριαν ξυπνούν από μία κραυγή από το κλειδωμένο δωμάτιο, και οι περαστικοί ειδοποιούν την αστυνομία. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, βρίσκουν το πτώμα του Ντόριαν μαχαιρωμένο στην καρδιά, γερασμένο, μαραζωμένο και άθλιο. Μόνο χάρις στα δαχτυλίδια που φοράει καταφέρνουν να ανακαλύψουν την ταυτότητά του. Μπροστά στο ρυτιδιασμένο σώμα του νεκρού, η φιγούρα στο πορτραίτο στέκει νεαρή και υπέροχη, όπως την είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος.

Χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ένα γράμμα του, ο Ουάιλντ παραδέχτηκε ότι οι πρωταγωνιστές είναι εκδοχές του εαυτού του: «ο Μπάζιλ Χόλγουορντ είναι το τι νομίζω πως είμαι· ο Λόρδος Χένρυ αυτό που νομίζει ο κόσμος για μένα· ο Ντόριαν αυτό που θα ήθελα να ήμουν - κάποτε, ίσως».[4]

Ο Τζορτζ Σάντερς (George Sanders) ως Λόρδος Χένρυ, στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του 1945.

Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου είναι οι εξής:

  • Ντόριαν Γκρέυ — ένας όμορφος και ναρκισσιστής νεαρός, ο οποίος γοητεύεται από την ιδέα του Λόρδου Χένρυ σχετικά με τον νέο ηδονισμό. Σταδιακά ενδίδει όλο και περισσότερο σε κάθε είδος ευχαρίστησης, ηθικής και ανήθικης, μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή του.
  • Μπάζιλ Χόλγουορντ — ένας καλλιτέχνης ο οποίος ξελογιάζεται με τον Ντόριαν. Το πορτραίτο που φιλοτεχνεί για τον νέο είναι το απαύγασμα της τέχνης του, αντιπροσωπευτικό των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων του. Ένας βαθιά ηθικός άνδρας, πέφτει θύμα της γοητείας του Ντόριαν.
  • Λόρδος Χένρυ «Χάρυ» Γουότον — ένας υπερόπτης και decadent δανδής, φίλος του Μπάζιλ. Μόλις συναντά τον Ντόριαν δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την ομορφιά και το πνεύμα του νέου. Εξαιρετικά πνευματώδης, παρουσιάζεται σαν το κριτικό πνεύμα της κουλτούρας της Βικτωριανής εποχής στα τέλη του 19ου αιώνα, εισάγοντας μία πιο επιεική αντιμετώπιση στο κίνημα του ηδονισμού. Μεταλαμπαδεύει στον Ντόριαν τις ιδέες του, και ο νεαρός, στην προσπάθειά του να τον μιμηθεί, διαφθείρεται από τις απολαύσεις αν και, όπως παρατηρεί ο Μπάζιλ: «Δε λες ποτέ σου μια ηθική κουβέντα και ποτέ δεν κάνεις κάτι που να μην είναι σωστό».[1]

Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες περιλαμβάνουν τους:

  • Σίβυλλα Βέην — μία όμορφη και ταλαντούχα, αλλά φτωχή, ηθοποιός και τραγουδίστρια, την οποία ερωτεύεται παράφορα ο Ντόριαν. Η αγάπη της για τον νέο την καθιστά ανίκανη να παίξει, καθώς πλέον δεν βρίσκει ευχαρίστηση στον ψεύτικο έρωτα του θεάτρου. Αυτοκτονεί όταν ο Ντόριαν της λέει ότι δεν την αγαπάει πλέον. Ο Λόρδος Χένρυ την παρομοιάζει με την Οφηλία από τον Άμλετ του Σαίξπηρ.
  • Τζέημς Βέην — ο αδελφός της Σίβυλλας, ένας ναυτικός που μπαρκάρει για την Αυστραλία. Έχει αναλάβει τον ρόλο του προστάτη για την αδελφή του, ιδίως από τη στιγμή που η μητέρα τους ενδιαφέρεται μόνο για τα χρήματα του Ντόριαν. Διστάζει να αφήσει τη Σίβυλλα μόνη της, γιατί πιστεύει ότι ο Ντόριαν θα την πληγώσει, και ορκίζεται να εκδικηθεί αν της συμβεί κάτι. Μετά τον θάνατο της αδελφής του, στοχοποιεί τον Ντόριαν και αρχίζει να τον καταδιώκει. Σκοτώνεται σε κυνηγετικό δυστύχημα. Η εμμονή του να εκδικηθεί τον Ντόριαν Γκρέυ τον παραλληλίζει με τον Λαέρτη, τον αδελφό της Οφηλίας από τον Άμλετ.
  • Άλαν Κάμπελ — χημικός και παλιός φίλος του Ντόριαν· λήγει τη φιλία τους όταν αρχίζει να αμφισβητείται η υπόληψη του Γκρέυ. Ο Ντόριαν τον εκβιάζει για να εξαφανίσει το πτώμα του Μπάζιλ· αργότερα αυτοκτονεί.
  • Λόρδος Φέρμορ — θείος του Λόρδου Χένρυ, ο οποίος ενημερώνει τον Χάρυ σχετικά με την καταγωγή του Ντόριαν.
  • Λαίδη Βικτώρια Γουότον — η σύζυγος του Λόρδου Χένρυ, εμφανίζεται μόλις μία φορά στο έργο. Ο Λόρδος της φέρεται με απαξίωση· ο γάμος τους καταλήγει σε διαζύγιο.

Θεματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αισθητισμός και δολιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αισθητισμός αποτελεί ισχυρό μοτίβο του βιβλίου και είναι στενά συνδεδεμένος με την έννοια του alter ego. Μία θεμελιώδης αρχή που διέπει το έργο είναι η αντίληψη ότι ο αισθητισμός δεν είναι παρά μία παράλογη γενίκευση η οποία εξυπηρετεί περισσότερο στην αποκαθήλωση της Ομορφιάς παρά στην εξιδανίκευσή της. Παρόλο που ο Ντόριαν δήλωνε ηδονιστής, όταν ο Μπάζιλ τον κατηγόρησε ότι έχει επιτρέψει να γίνει το όνομα της αδελφής του Λόρδου Χένρυ «σκουπίδι», ο νεαρός του απάντησε κοφτά: «Πρόσεξε, Μπάζιλ. Το παρατραβάς το σκοινί»[2], υπονοώντας ότι ενδιαφερόταν ακόμα για την εικόνα και τη θέση του στη Βικτωριανή κοινωνία. Ο Ουάιλντ υπογραμμίζει την ικανοποίηση που νιώθει ο Ντόριαν ζώντας διπλή ζωή - ο πρωταγωνιστής «ένιωσε έντονα την τρομερή απόλαυση της διπλής ζωής»[3], διασκεδάζοντας σε ένα πάρτι με την αφρόκρεμα της εποχής, μόλις είκοσι τέσσερις ώρες αφότου είχε διαπράξει φόνο.

Αυτή η διπροσωπία και η ικανοποίηση που νιώθει ο Ντόριαν είναι περισσότερο έκδηλη στις επισκέψεις του νεαρού στα οπιοποτεία του Λονδίνου. Ο Ουάιλντ φέρνει κοντά τις δύο τάξεις (τους σνομπ αριστοκράτες και τους απόκληρους παρίες) βάζοντας τον αναθρεμμένο στα καλύτερα σαλόνια Ντόριαν να επισκέπτεται τα βρωμερά καταγώγια στις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές του Λονδίνου. Η άποψη του Λόρδου Χένρυ, ότι «Το έγκλημα ανήκει αποκλειστικά στις κατώτερες τάξεις. .... Θα 'λεγα μάλιστα πως το έγκλημα είναι για αυτούς ό,τι είναι για μας η τέχνη - απλώς και μόνο μία μέθοδος που προκαλει έντονες συγκινήσεις» [4], υποδηλώνει ότι ο Ντόριαν συμπυκνώνει τόσο τον εγκληματία όσο και τον αισθητιστή σε ένα πρόσωπο. Αυτή η ιδέα ίσως και να προέκυψε από το μυθιστόρημα Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ (The Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde, 1886) του Σκωτσέζου Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον (Robert Louis Stevenson, 1850-1894), το οποίο θαύμαζε ο Ουάιλντ. Το δίπολο αυτό που παρατηρείται σε ακραία μορφή στο Δρ. Τζέκηλ και κ. Χάιντ, είναι παρόν και στον Ντόριαν Γκρέυ, καθώς ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να συγκρατήσει τις δύο παρεκκλίνουσες πλευρές της προσωπικότητάς του. Αυτό είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα σε πολλά γοτθικά έργα.

Αναφορές σε άλλα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πολιτεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος παρουσιάζουν τον μύθο του δαχτυλιδιού του Γύγη, χάρις στο οποίο όποιος το φορούσε (στον συγκεκριμένο μύθο ο ταπεινός βοσκός Γύγης) γινόταν αόρατος. Ζητούν από τον Σωκράτη να τους εξηγήσει για ποιο λόγο αυτός που το φοράει να μην αδικήσει. Ο Σωκράτης αποκρίνεται ότι ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι ορατός, το κακό που διαπράττει μολύνει την ψυχή του και την παραμορφώνει. Αυτή η παραμορφωμένη (το αντίθετο της όμορφης) και διεφθαρμένη ψυχή βρίσκεται σε ανισορροπία και αταξία, και ασχέτως όλων των υπολοίπων πλεονεκτημάτων που έχει αποκομίσει εξαιτίας της αδικίας που διέπραξε, αισθάνεται απέχθεια για την κατάντια της. Το πορτραίτο του Ντόριαν είναι το μέσο μέσω του οποίου μπορούν και οι υπόλοιποι, όπως ο Μπάζιλ, να δουν την παραμορφωμένη ψυχή του.

Τανχόυζερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε κάποιο σημείο του έργου ο Ντόριαν παρακολουθεί μία παράσταση της όπερας Τανχόυζερ (Tannhäuser) του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813 - 1883) και δηλώνει απερίφραστα ότι ταυτίζεται προσωπικά με το έργο. Η όπερα φέρει ορισμένες καταπληκτικές ομοιότητες με το μυθιστόρημα: εξιστορεί τη μυθοπλασία του υπαρκτού μεσαιωνικού ποιητή και τροβαδούρου Τανχόυζερ, η Τέχνη του οποίου είναι τόσο όμορφη ώστε αναγκάζει την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα και της ομορφιάς, να τον ερωτευτεί και να του προσφέρει την αιωνιότητα δίπλα της, στο Venusberg (Όρος της Αφροδίτης). Η ζωή του όμως εκεί σύντομα τον δυσαρεστεί και ο Τανχόυζερ επιλέγει να επιστρέψει στη σκληρή πραγματικότητα, όπου ύστερα από τη συμμετοχή του σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού δέχεται αυστηρή λογοκρισία εξαιτίας της αισθαντικότητας των στίχων του. Καταλήγει να περιφέρεται αναζητώντας τη μεταμέλεια και την αγάπη «μιας καλής γυναίκας».

Φάουστ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ουάιλντ φημολογείται ότι είχε δηλώσει πως «σε κάθε πρωτόλειο ο πρωταγωνιστής είναι ο συγγραφέας ως ο Χριστός ή ο Φάουστ». Ακριβώς όπως και στον μύθο του Φάουστ, ο Ντόριαν βρίσκεται ενώπιον του πειρασμού: του προσφέρεται η προοπτική της άχρονης ομορφιάς, στην οποία ενδίδει. Και στις δυο ιστορίες ο πρωταγωνιστής γοητεύει μια όμορφη γυναίκα, η οποία τον ερωτεύεται και της οποίας καταστρέφει τη ζωή. Ο Ουάιλντ ισχυριζόταν ότι το θέμα του Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ είναι «όσο παλιά είναι και η λογοτεχνία», και ότι του έδωσε «μία νέα μορφή».

Σε αντίθεση με τον Φάουστ, ο Ντόριαν δεν φαίνεται πουθενά να κάνει συμφωνία με τον διάβολο. Παρ' όλα αυτά, το κυνικό βλέμμα του Λόρδου Χένρυ στη ζωή, και η φύση του ηδονισμού, αναλαμβάνουν να παίξουν τον ρόλο του διαβόλου, αυτού που προσφέρει τον πειρασμό, που προσπαθεί να διαφθείρει την Αρετή και την αθωότητα, στοιχεία που αντιπροσωπεύει ο Ντόριαν στην αρχή του βιβλίου. Αν και ο Λόρδος Χένρυ δείχνει αληθινό ενδιαφέρον για τον Ντόριαν, δεν παρουσιάζεται σαν να έχει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του. Η συμβουλή του Χάρυ προς τον Ντόριαν, ότι «ο μόνος τρόπος για να απαλλαγείς από τον πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν. Κάνε ότι αντιστέκεσαι, και η ψυχή σου θα αρρωστήσει από τη λαχτάρα»[5] υποδηλώνει ότι ο Λόρδος Χένρυ μπορεί να αντιπροσωπεύει τον διάβολο «ωθώντας τον Ντόριαν να κάνει μία ανίερη συμφωνία, εξαπατώντας την αθωότητα και την ανασφάλειά του».

Σαίξπηρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον πρόλογο του έργου, ο Ουάιλντ αναφέρεται στον Κάλιμπαν, έναν χαρακτήρα από την Τρικυμία (The tempest) του Σαίξπηρ. Όταν ο Ντόριαν διηγείται στον Λόρδο Χένρυ τη συνάντησή του με τη Σίβυλλα, τα έργα του Σαίξπηρ και ειδικά οι γυναικείοι χαρακτήρες που υποδυόταν η ηθοποιός έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο στον θαυμασμό του νεαρού. Αργότερα στο βιβλίο, ο Ντόριαν, συνοψίζοντας τη ζωή του, παραθέτει τα λόγια του Άμλετ, ο οποίος κι αυτός οδήγησε την κοπέλα του στην αυτοκτονία και τον αδελφό της σε μία ατελέσφορη εκδικητική εμμονή.

Ζορίς-Καρλ Υσμάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «δηλητηριώδες γαλλικό βιβλίο» του Ντόριαν που τον οδηγεί στην πτώση εικάζεται πως είναι το Ανάποδα του Ζορίς-Καρλ Υσμάν. Ο βιογράφος του Ουάιλντ, Ρίτσαρντ Έλμαν (Richard Ellmann) γράφει:

Ο Ουάιλντ δεν κατονομάζει το βιβλίο όμως στη δίκη του φανέρωσε, σχεδόν, ότι ήταν το Ανάποδα του Υσμάν [...] σε μία αλληλογραφία του είχε γράψει ότι είχε σκεφτεί μια «εκπληκτική παραλλαγή» του έργου και κάποια μέρα έπρεπε να την γράψει. Οι αναφορές στον Ντόριαν Γκρέυ σε συγκεκριμένα κεφάλαια είναι εσκεμμένως ανακριβείς.[5]

Λογοτεχνική σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες σελίδες του Ντόριαν Γκρέυ της έκδοσης του 1931 από τον οίκο Three Sirens Press

Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ αρχικά δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Lippincott's Monthly Magazine. Το 1889, ο Τζέι Εμ Στόνταρτ (J. M. Stoddart), ένας από τους συντάκτες, βρισκόταν στο Λονδίνο αναζητώντας νουβέλες για τα επόμενα τεύχη του περιοδικού.[6] Στις 30 Αυγούστου 1889, ο Στόνταρτ δείπνησε με τον Ουάιλντ και τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ (Sir Arthur Conan Doyle, 1859 - 1930) στο ξενοδοχείο Langham, αναθέτοντάς τους από μία νουβέλα για το περιοδικό του. Ο Ντόυλ υπέβαλε άμεσα την ιστορία του, τη δεύτερη νουβέλα του Σέρλοκ Χολμς με τίτλο Το σήμα των τεσσάρων (The sign of four, 1890), ο Ουάιλντ όμως δεν βιαζόταν να ολοκληρώσει το έργο του. Η νουβέλα του Κόναν Ντόυλ εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1890, και μέχρι εκείνο το σημείο ο Στόνταρτ ακόμη δεν είχε λάβει το χειρόγραφο του Πορτραίτου· αυτό θα γινόταν στις 7 Απριλίου 1890, εννέα μήνες ύστερα από τη συνάντηση του συντάκτη με τον Ουάιλντ στο Λονδίνο.[6]

Ο Στόνταρτ εντυπωσιάστηκε από την καλλιτεχνική αξία του Πορτραίτου, αλλά η επαγγελματική του άποψη ως συντάκτης του περιοδικού - την οποία μοιράστηκε και με τον εκδότη Τζορτζ Λίπινκοτ (George Lippincott) - ήταν ότι «στην τωρινή του μορφή υπάρχουν διάφορα σημεία με τα οποία θα εναντιωνόταν μια καθώς πρέπει κυρία της καλής κοινωνίας...».[6] Σε σχέση με το πρωτότυπο χειρόγραφο, από την έκδοση που κυκλοφόρησε στο περιοδικό απουσιάζουν, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής: (i) αποσπάσματα τα οποία αναφέρονταν σε ή υπονοούσαν την ομοφυλοφιλική επιθυμία των πρωταγωνιστών· (ii) κάθε αναφορά στο φανταστικό βιβλίο με τίτλο Le Secret de Raoul καθώς και στον συγγραφέα του, Catulle Sarrazin· και, τέλος, (iii) όλες οι αναφορές στις σχέσεις του Ντόριαν (Σίβυλλα Βέην και Χέτυ Μέρτον) με τον μειωτικό για την εποχή όρο «ερωμένες».[6]

Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουνίου 1890, στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού Lippincott's Monthly Magazine. Το έργο καταδικάστηκε για την ανηθικότητά του από τους Βρετανούς κριτικούς, και ήταν μάλιστα τόσο σφοδρή η αντίδραση ώστε ο εκδοτικός οίκος W Η Smith αναγκάστηκε να αποσύρει κάθε αντίτυπο του περιοδικού από τα ράφια των σημείων πώλησής του.[6] Απόρροια της κριτικής ήταν να απαλειφθούν όλες οι ομοερωτικές αναφορές, στην προσπάθεια του Ουάιλντ να κάνει πιο αποδεκτό το ηθικό μήνυμα του έργου.[6] Στην έκδοση του περιοδικού (1890), ο Μπάζιλ αναφέρει στον Λόρδο Χένρυ ότι «λατρεύει» τον Ντόριαν, και τον παρακαλεί να μην του πάρει «τον μοναδικό άνθρωπο που κάνει τη ζωή μου αληθινά υπέροχη». Σε αυτή την εκδοχή, ο Μπάζιλ επικεντρώνεται στον έρωτά του για τον νεαρό, σε αντίθεση με την αναθεωρημένη έκδοση σε βιβλίο έναν χρόνο αργότερα (1891), όπου ο ζωγράφος φαίνεται να λαμβάνει περισσότερο υπόψη του την επίδραση του Ντόριαν στην τέχνη του, λέγοντας στον Λόρδο Χένρυ «Μην μου πάρεις τον μόνο άνθρωπο που δίνει στην τέχνη μου εκείνη τη λίγη γοητεία που έχει. Η ζωή μου σαν καλλιτέχνη εξαρτάται απ' αυτόν»[6]. Οι προσθήκες του Ουάιλντ είχαν σκοπό να «αναπτύξουν τον χαρακτήρα του Ντόριαν» και να διανθίσουν την ιστορία με λεπτομέρειες σχετικά με την καταγωγή του, οι οποίες «παρέτειναν την ψυχολογική του κατάρρευση και την έκαναν πιο πειστική».

Η εισαγωγή του χαρακτήρα του Τζέημς Βέην προσφέρει στο έργο μια καλύτερη οπτική του κοινωνικό-οικονομικού υποβάθρου της Σίβυλλας, ενώ επιπλέον υπογραμμίζει τον εγωκεντρικό και ανήθικο χαρακτήρα του Ντόριαν. Επιπροσθέτως, ο Τζέημς πρώτος αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει τις επαίσχυντες προθέσεις του Ντόριαν για την αδελφή του. Η πλοκή που αφορά την αντιπάθεια που γεννά ο Ντόριαν στον Τζέημς δίνει στο έργο μια ελαφριά ένδειξη της ταξικής πάλης που άρχιζε να γίνεται εμφανής στα τέλη της Βικτωριανής εποχής στη βρετανική πρωτεύουσα. Όλες αυτές οι αλλαγές στο περιεχόμενο και στη θεματολογία του Πορτραίτου αποσκοπούσαν στην εξάλειψη των δημοσίων αντιπαραθέσεων σχετικά με την ανηθικότητα του έργου και του δημιουργού του.

Πρόλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χειρόγραφο του Όσκαρ Ουάιλντ από τον Ντόριαν Γκρέυ

Ως απάντηση στη δριμεία κριτική που ασκήθηκε στην πρώτη έκδοση της νουβέλας, οι αναθεωρήσεις του Ουάιλντ περιλάμβαναν εκτός των αλλαγών στο κείμενο και έναν πρόλογο, ο οποίος απευθυνόταν στους κριτικούς του Πορτραίτου και σκοπό είχε να αποκαταστήσει την καλλιτεχνική αξία του έργου.[7] Θέλοντας να εξηγήσει πώς πρέπει να διαβαστεί το Πορτραίτο, ο Ουάιλντ αναλύει στον Πρόλογο τον ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία, τον σκοπό της τέχνης και την αξία της ομορφιάς. Σε αυτόν ανιχνεύονται δείγματα της επιρροής του Ταοϊσμού και της φιλοσοφίας του Τσουάνγκ Τσου (Zhuang Zhou, 369 π.Χ. - 286 π.Χ.) στη γραφή του Ιρλανδού φιλόσοφου. Ο Ουάιλντ ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία του Τσουάνγκ Τσου μέσω των μεταφράσεων του Χέρμπερτ Γκιλς (Herbert Giles, 1845 - 1935), για τις οποίες μάλιστα είχε γράψει κριτικές μελέτες. Ο Πρόλογος κυκλοφόρησε πρώτη φορά μαζί με την έκδοση σε βιβλίο του 1891· παρ' όλα αυτά, λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1891, ο Ουάιλντ θα υπερασπιζόταν το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ απέναντι σε κατηγορίες ότι ήταν κακό βιβλίο.[8]

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υποδοχή που επιφύλαξαν οι κριτικοί του 19ου αιώνα στο βιβλίο ήταν κακή. Οι υπερβολικές και επικριτικές κριτικές είχαν ως αποτέλεσμα το βιβλίο γρήγορα να αποκτήσει φήμη «σαχλού, εμετικού, βρώμικου, θηλυπρεπούς και μολυσμένου δημιουργήματος». Η αιτία του ηθικού σκανδάλου ήταν οι ομοερωτικές αναφορές που διατρέχουν τη νουβέλα, οι οποίες πρόσβαλλαν τις αρχές (κοινωνικές, λογοτεχνικές και αισθητικές) των βικτωριανών κριτικών. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής ήταν προσωπική, με αποδέκτη τον Ουάιλντ, ο οποίος θεωρούνταν ηδονιστής με διαστρεβλωμένη άποψη για τη συντηρητική ηθική της εποχής. Ο κριτικός λογοτεχνίας της Daily Chronicle, στις 30 Ιουνίου 1890, έγραψε ότι η νουβέλα του Ουάιλντ «περιέχει ένα στοιχείο.. το οποίο θα μολύνει κάθε νεαρό πνεύμα με το οποίο θα έρθει σε επαφή». Στις 5 Ιουλίου 1890, ο κριτικός του Scots observer αναρωτιόταν «Γιατί πρέπει ο Όσκαρ Ουάιλντ να κυλιέται σε αυτή τη βρωμερή λάσπη;». Ήταν αυτή η κριτική η οποία οδήγησε στην εξάλειψη όλων των ομοερωτικών αναφορών στο βιβλίο, καθώς και στην ανάπτυξη του υπόβαθρου των χαρακτήρων.

Κειμενικές αναθεωρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πρώτη έκδοση του 1890 στο περιοδικό, ο Ουάιλντ, εκτός της αλλαγής στο ύφος του κειμένου, άλλαξε και τον αριθμό των κεφαλαίων, με την έκδοση του βιβλίου να έχει 20 κεφάλαια, 7 περισσότερα από την αντίστοιχη του περιοδικού. Πιο συγκεκριμένα, τα κεφάλαια 3, 5 και 15 μέχρι και 18 είναι νέα, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο της παλαιάς έκδοσης διαιρέθηκε στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, το 19 και το 20. Το 1895, κατά τη διάρκεια των δικαστικών του μαχών, ο Ουάιλντ παραδέχτηκε ότι προχώρησε στην αναθεώρηση της νουβέλας ύστερα από γράμματα που έλαβε από τον δάσκαλό του στο κολλέγιο Ουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 - 1894).

Αποσπάσματα που παραλείφθηκαν για το βιβλίο

  • (ο Μπάζιλ για τον Ντόριαν) «Πόζαρε σαν τον Πάρι σε ντελικάτη πανοπλία, και σαν τον Άδωνι ντυμένος με κάπα κυνηγού και κρατώντας δόρυ. Στεφανωμένος με άνθη νούφαρων, έχει σταθεί στην πλώρη του πλοίου του Αδριανού, ατενίζοντας τον θολό, σμαραγδένιο Νείλο. Έγειρε πάνω από την κουπαστή, φτιαγμένη από κάποιο εκλεκτό ελληνικό ξύλο, και είδε στη βουβή αντανάκλαση του νερού το θαύμα της ομορφιάς του.»
  • (ο Λόρδος Χένρυ μιλώντας για την πίστη) «Δεν έχει τίποτα να κάνει με τη θέλησή μας. Είναι είτε ένα δυσάρεστο ατύχημα, είτε το ατυχές αποτέλεσμα του ταπεραμέντου μας.»
  • «Δεν εννοείς ότι ο Μπάζιλ έχει καθόλου πάθος ή ρομαντισμό μέσα του;» / «Δεν ξέρω αν έχει καθόλου πάθος, άλλα σίγουρα έχει αρκετό ρομαντισμό», είπε ο Λόρδος Χένρυ, με ένα χαρούμενο βλέμμα στα μάτια του. «Δεν σε άφησε πότε να το καταλάβεις;» / «Ποτέ. Πρέπει οπωσδήποτε να τον ρωτήσω γι' αυτό. Ξαφνιάζομαι που το ακούω.»
  • (ο Μπάζιλ περιγράφει τον Ντόριαν) «Όσο σκληρός και ευθύς κι αν ήταν, υπήρχε μια τρυφερότητα στο φέρσιμό του που ήταν εντελώς γυναικεία.»
  • (ο Μπάζιλ στον Ντόριαν) «Είναι αλήθεια ότι σε λάτρεψα με μεγαλύτερο ρομαντισμό από όσο προσφέρει συνήθως ένας άντρας σε φίλο του. Με κάποιον τρόπο, ποτέ δεν αγάπησα καμία γυναίκα. Υποθέτω ότι δεν είχα ποτέ χρόνο. Ίσως, όπως λέει κι ο Χάρυ, ένα αληθινά grande passion είναι προνόμιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάνουν τίποτα. Αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα των αργόσχολων τάξεων μιας χώρας.»
  • (ο Μπάζιλ αντιπαρατίθεται με τον Ντόριαν) «Ντόριαν, Ντόριαν, η φήμη σου είναι διαβόητη. Ξέρω πως εσύ κι ο Χάρυ είσαστε αχώριστοι. Νομίζω πως και μόνον αυτός ο λόγος αρκούσε να σε κάνει να μην επιτρέψεις να γίνει σκουπίδι τ' όνομα της αδερφής του.[7]»

Αποσπάσματα που προστέθηκαν στο βιβλίο

  • «Όλοι θα κάναν κήρυγμα τονίζοντας πόσο σημαντικές είναι κείνες ακριβώς οι αρετές, που η άσκησή τους δεν ήταν καθόλου απαραίτητη για τη δική τους ζωή. Ο πλούσιος θα μιλόυσε για την αξία της οικονομίας και ο τεμπέλης θα υποστήριζε με πολύ ευγλωτία την αξιοπρέπεια της εργασίας.[8]»
  • «Ένα grande passion είναι προνόμιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάνουν τίποτα. Αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα των αργόσχολων τάξεων μιας χώρας. Μη φοβάσαι.[9]»
  • «Πίστη! Θα πρέπει να την αναλύσω κάποια μέρα. Το πάθος της ιδιοκτησίας φωλιάζει μέσα της. Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα πετάγαμε στα σκουπίδια αν δε φοβόμαστε πως θα βρεθούν άλλοι που θα τα μαζέψουν.[10]»

Μεταφράσεις στα Ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γεώργιος Τσοκόπουλος (εκδ. Άγκυρα, 1916)
  • Κ. Καρθαίος (εκδ. Χ. Γανιάρης και Σια, 1917)
  • Στάθης Σπηλιωτόπουλος (εκδ. Γκοβόστης, 1940)
  • Άρης Αλεξάνδρου (εκδ. Γκοβόστης, 1954)
  • Επαμεινώνδας Καούρης (εκδ. Κ.Μ., 1954)
  • Νίκος Κάντζιας (εκδ. Κεραμεύς, 195; )
  • Στέλλα Βουρδουμπά (εκδ. Δαρεμάς, 195; )
  • Ιωάννης Βυζάντιος (εκδ. Δέλτα, 1961)
  • Αννίκα Φερτάκη (εκδ. Άγκυρα, 1972)
  • Σπάρτη Γεροδήμου (εκδ. Ερμείας, 1992)
  • Λουκάς Θεοδωρακόπουλος (εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1999)
  • Πολίνα Παναρέτου (εκδ. De Agostini Hellas, 2000)
  • Δημήτρης Γ. Κίκιζας (εκδ. Σμίλη, 2000)
  • Λεωνίδας Κρασάς (εκδ. Ελληνική Εκδοτική, 2005)
  • Τίνα Στεφανοπούλου (εκδ. Ελευθεροτυπία, 2006)
  • Γωγώ Αρβανίτη (εκδ. Μεταίχμιο. 2006)
  • Δώρα Στυλιανίδου (εκδ. Εκάτη, 2013)
  • Βασιλική Κοκκίνου (εκδ. Μίνωας, 2014)

Θεατρική μεταφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ", 1977, (για το Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη). Παρουσιάστηκε και το 2000 από το Στράτο Τζώρτζογλου.
  • "Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ", 2016, Θέατρο Βέμπο, Μετάφραση - Θεατρική Διασκευή - Σκηνοθεσία Γιάννης Βολιώτης.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Notes on The Picture of Dorian Gray – An overview of the text, sources, influences, themes, and a summary of The Picture of Dorian Gray
  2. Ghost and Horror Fiction Αρχειοθετήθηκε 2013-01-02 at Archive.is – a website about ghost and horror fiction from the 19th century onwards. (retrieved 30 July 2006)
  3. Oscar Wilde: Art and Morality (Illustrated Edition), ed. by Stuart Mason (Fairford: Echo Library, 2011), p. 63
  4. The Modern Library Αρχειοθετήθηκε 2018-09-29 στο Wayback Machine. – a synopsis of the novel coupled with a short biography of Oscar Wilde. (retrieved 3 November 2009)
  5. Ellmann, Oscar Wilde (Vintage, 1988), p. 316
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Frankel, Nicholas (2011) [1890]. «Textual Introduction». The Picture of Dorian Gray: An Annotated, Uncensored Edition. Belknap Press (Harvard University Press). σελίδες 38–64. 
  7. GraderSave: ClassicNote – a summary and analysis of the book and its preface (retrieved 5 July 2006)
  8. The Letters of Oscar Wilde, Merlin Holland and Rupert Hart-Davis, eds., Henry Holt (2000); and The Artist as Critic, Richard Ellmann, ed., University of Chicago (1968)– containing Wilde's book review of Giles's translation, and Chuang Tsǔ (Zhuang Zhou) is incorrectly identified as Confucius. Wilde's book review of Giles's translation was published in The Speaker magazine of 8 February 1890.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 17
  2. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 203
  3. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 233
  4. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 282
  5. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 35
  6. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 202 - 203
  7. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 28
  8. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 29
  9. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 75
  10. ^ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990, μτφ. Άρη Αλεξάνδρου, σελ. 75

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]