Πισινγκίνια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πισινγκίνια
ΨευδώνυμοPixinguinha
Γέννηση23 Απριλίου, 1897
Ρίο ντε Τζανέιρο
Θάνατος7 Φεβρουαρίου 1973 (75 ετών)
Ρίο ντε Τζανέιρο[1][2]
Εθνικότητα Βραζιλιάνος
Χώρα πολιτογράφησηςΒραζιλία[2]
Ιδιότητατραγουδιστής, συνθέτης[2] και σαξοφωνίστας
Όργανασαξόφωνο και φωνή
Είδος τέχνηςΜουσική
Καλλιτεχνικά ρεύματαΣόρο, Μασίσε, Σάμπα, Βαλς, Τζαζ
ΒραβεύσειςΤάγμα της Καλλιτεχνικής Αξίας (2008)
ΙστοσελίδαΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αλφρέντο ντα Ρόσα Βιάνα (Alfredo da Rocha Viana, Jr.), γνωστός και σαν Πισινγκίνια (Pixinguinha, [piʃĩˈɡiɲa]) (23 Απριλίου 1897 – 7 Φεβρουαρίου 1973) ήταν μουσικοσυνθέτης, ενορχηστρωτής, φλαουτίστας και σαξοφωνίστας από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο Πισινγκίνια θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Βραζιλιάνους συνθέτες λαϊκής μουσικής, με ιδιαίτερη προσφορά στο είδος μουσικής σόρο (choro). Αναμιγνύοντας τη μουσική των παλιότερων συνθετών σόρο του 19ου αιώνα με αρμονίες τζαζ της εποχής, αφρο-βραζιλιάνικους ρυθμούς, και ιδιαίτερες ενορχηστρώσεις, εισήγαγε το σόρο σε ένα νέο ακροατήριο και το έκανε πιο δημοφιλές σαν ξεχωριστό Βραζιλιάνικο μουσικό είδος. Ήταν από τους πρώτους Βραζιλιάνους μουσικούς και συνθέτες που εκμεταλλεύτηκαν επαγγελματικά τις νέες δυνατότητες των τότε νέων τεχνολογιών, της ραδιοφωνικής μετάδοσης και της ηχογράφησης σε στούντιο. Ο Πισινγκίνια συνέθεσε δεκάδες κομμάτια σόρο, που περιλαμβάνουν κάποια από τα γνωστότερα του είδους ("Carinhoso", "Glória", "Lamento" και "Um a Zero").

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πισινγκίνια ήταν γιος του μουσικού Αλφρέντο ντα Ρόσα Βιάνα, ο οποίος ήταν φλαουτίστας και είχε μια μεγάλη συλλογή από παλιές συνθέσεις σόρο, ενώ συχνά διοργάνωνε και μουσικές συγκεντρώσεις σπίτι του. Ο Πισινγκίνια έμαθε να παίζει φλάουτο στο σπίτι αλλά σύντομα έγινε μαθητής του Ιρινέου ντε Αλμέιντα, συνθέτοντας το πρώτο του κομμάτι στην ηλικία των δεκατεσσάρων και κάνοντας την πρώτη του ηχογράφηση στα δεκαέξι. Το 1912 άρχισε να παίζει σε καμπαρέ και άλλα μέρη όπου γίνονταν παραστάσεις, στη γειτονιά Λάπα του Ρίο ντε Τζανέιρο. Στη συνέχεια έγινε ο φλαουτίστας της μόνιμης ορχήστρας του κινηματογράφου Σινέ Ρίο Μπράνκο (ο βουβός κινηματογράφος της εποχής συχνά συνοδευόταν από ζωντανή μουσική). Το 1914 δημιούργησε το σχήμα Κασανγκά (Caxangá), μαζί με τους φίλους του Ζοά Περναμπούκο (João Pernambuco) και Ντονγκά (Donga), το οποίο σχήμα υπήρξε αρκετά γνωστό πριν διαλυθεί το 1919.[3]

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1919, ο Πισινγκίνια, μαζί με τον αδερφό του Σίνα (China), τον Ντονγκά, τον Ζοά Περναμπούκο και άλλους μουσικούς, δημιούργησε το πρωτοποριακό μουσικό σχήμα Ος Όιτο Μπατούτας (Os Oito Batutas, μτφ. Οι Οχτώ Καταπληκτικοί Παίκτες).[4][5] Τα όργανα που έπαιζαν στην αρχή ήταν παραδοσιακού τύπου, με βασικό σχήμα το ρυθμικό μέλος από έγχορδα: ο Πισινγκίνια στο φλάουτο, με συνοδεία από κιθάρες, καβακίνιο (cavaquinho), μπάντζο καβακίνιο (banjo cavaquinho), και κρουστά. Οι παραστάσεις των Ος Όιτο Μπατούτας στον κινηματογράφο Σινέ Παλέ κατέληξαν να είναι πιο δημοφιλείς από τις ίδιες τις ταινίες.[6][7] Είχαν πλούσιο ρεπερτόριο, παίζοντας λαϊκή μουσική από τη βορειοανατολική Βραζιλία, σάμπα, μασίσε, βαλς, πόλκα, και «βραζιλιάνικα τανγκό» (το σόρο δεν θεωρούνταν ακόμα ξεχωριστό μουσικό είδος). Το μουσικό σχήμα ταίριαζε με τις εθνικιστικές βλέψεις των Βραζιλιάνων των ανώτερων τάξεων, οι οποίοι ήθελαν μια δική τους, Βραζιλιάνικη μουσική παράδοση, χωρίς ξένες επιρροές. Οι Ος Όιτο Μπατούτας έγιναν διάσημοι σε όλη τη Βραζιλία, αν και δεν έλειψαν κάποιες αντιδράσεις. Σε κάποια μέλη της λευκής ελίτ του Ρίο δεν άρεσε για παράδειγμα να βλέπουν μαύρους να δίνουν παραστάσεις μπροστά σε κοινό.[8]

Οι Ος Όιτο Μπατούτας, και ιδιαίτερα ο Πισινγκίνια, αποτέλεσαν στόχο επιθέσεων που χαρακτηρίζονταν από φυλετικές ανησυχίες και αφορούσαν την επίδραση της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών στη βραζιλιάνικη μουσική. Το μουσικό σχήμα, το οποίο αποτελούσαν μαύροι και λευκοί καλλιτέχνες, έπαιζε κυρίως σε μέρη που σύχναζαν οι ανώτερες τάξεις, όπου παλιότερα απαγορευόταν σε μαύρους να παίζουν μουσική. Επιπλέον, οι μουσικοί δέχθηκαν σκληρή κριτική από όσους πίστευαν ότι η βραζιλιάνικη μουσική κουλτούρα θα έπρεπε να δείχνει κυρίως τις Ευρωπαϊκές της ρίζες και η εμφάνιση μαύρων μουσικών εκπροσώπων αποτελούσε ντροπή. Τέλος, το μουσικό στυλ του Πισινγκίνια σαν συνθέτη και η χρήση της τρομπέτας και του σαξοφώνου θεωρήθηκαν από κάποιους σημάδια ότι η μουσική τους νοθευόταν από την αμερικανική τζαζ, η οποία τότε γινόταν όλο και πιο δημοφιλής από το ραδιόφωνο.

Μετά από μια συναυλία με το χορευτικό δίδυμο Ντούκε και Γκάμπι (Duque and Gabi) στο καμπαρέ Ασίριο, το σχήμα ανακάλυψε ο ευκατάστατος Αρνάλντο Γκίνλε (Arnaldo Guinle), ο οποίος και στήριξε οικονομικά την πρώτη ευρωπαϊκή περιοδεία τους το 1921.[9] Εμφανίστηκαν ως πρέσβεις της βραζιλιάνικης μουσικής στο Παρίσι, παίζοντας για έξι μήνες στο καμπαρέ Σεχραζάντ. Η περιοδεία τους είχε μεγάλη επιτυχία και ο Πισινγκίνια δέχτηκε επαίνους από πολλούς επιφανείς Παριζιάνους μουσικόυς, όπως ο γνωστός Χαρόλντ δε Μποζί (Harold de Bozzi).[10] Όταν επέστρεψαν στη Βραζιλία, έκαναν περιοδεία μέχρι το Μπουένος Άιρες, όπου και ηχογράφησαν για την RCA Victor. Σε αυτές τις ηχογραφήσεις ακούγεται καθαρά ο ώριμος ήχος των Ος Όιτο Μπατούτας.

Ο Πισινγκίνια επέστρεψε από το Παρίσι με διευρυμένους μουσικούς ορίζοντες. Άρχισε να χρησιμοποιεί στοιχεία της τζαζ και του ράγκταϊμ (ragtime) στο ρεπερτόριο του σχήματός του, αλλάζοντας σημαντικά τη σύνθεσή του και προσθέτοντας σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, πιάνο και ντραμς. Για να φαίνεται η αλλαγή στον ήχο, το όνομα του σχήματος έγινε απλά Ος Μπατούτας. Για να πειραματιστεί, ο Πισινγκίνια αγόρασε επίσης σαξόφωνο για προσωπική χρήση.

Pixinguinha, 1959.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η RCA Victor προσέλαβε τον Πισινγκίνια για να διευθύνει την βραζιλιάνικη ορχήστρα της εταιρείας (Orquestra Victor Brasileira) – κατά τη διάρκεια αυτής της θέσης του, ο Πισινγκίνια τελειοποίησε τις συνθετικές του ικανότητες.[11] Οι καλλιτέχνες του εκείνη την εποχή συχνά αυτοσχεδίαζαν πάνω στα μουσικά τους μέρη με βάση ένα απλό κομμάτι πιάνο αλλά η αυξανόμενη ζήτηση για ραδιοφωνική μουσική από μεγάλες ορχήστρες, απαιτούσε τη δημιουργία παρτιτούρας για κάθε όργανο και ο Πισινγκίνια ήταν από τους λίγους συνθέτες με αυτήν την ικανότητα. Στη θέση του αυτή δημιούργησε κάποιες από τις γνωστότερες συνθέσεις του, οι οποίες έγιναν γνωστές από διάσημους τραγουδιστές της εποχής όπως ο Φρανσίσκο Άλβες (Francisco Alves) και ο Μάριο Ρέις (Mário Reis).[3]

Το 1939 τον διαδέχτηκε ο γνωστός συνθέτης Ραντάμες Νατάλι (Radamés Gnattali) και ο Πισινγκίνια άφησε τη Victor για να πάρει μέρος στο σχήμα του φλαουτίστα Μπενεντίτο Λασέρντα,[12] όπου έπαιζε τενόρο σαξόφωνο σαν βασικό του όργανο και συνέχισε να συνθέτει μουσική για το σχήμα.

Το σχήμα του Λασέρντα θεωρούνταν conjunto regional (ή πιο απλά, regional), όνομα που αποδιδόταν σε μουσικά σχήματα που εργάζονταν για ραδιοφωνικούς σταθμούς και αναλάμβαναν να παίζουν μουσική και να συνοδεύουν τραγουδιστές, συχνά μπροστά σε κοινό μέσα στο στούντιο. Κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 οι μουσικοί regionais ήταν επάγγελμα στο οποίο βιοπορίζονταν οι καλύτεροι μουσικοί σόρο της εποχής και οδήγησε σε περισσότερο επαγγελματισμό στη μουσική βιομηχανία της Βραζιλίας. Με τον Λασέρντα ο Πισινγκίνια άρχισε μια νέα γόνιμη περίοδο σύνθεσης και ηχογραφήσεων. Λόγω οικονομικών προβλημάτων που οφείλονταν στο ότι οι regionais δεν ήταν πια τόσο δημοφιλείς στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Πισινγκίνια έπρεπε να πωλήσει τα δικαιώματα των συνθέσεών του στον Μπενέντιτο Λασέρντα, ο οποίος και πια θα εμφανιζόταν σαν δεύτερος συνθέτης στα κομμάτια του Πισινγκίνια, ακόμα και σε αυτά που είχαν δημιουργηθεί όταν ο Λασέρντα ήταν παιδί. Στις ηχογραφήσεις με τον Λασέρντα, ο Πισινγκίνια παίζει δεύτερα μέρη στο σαξόφωνο ενώ ο Λασέρντα παίζει στο φλάουτο τα μέρη που ο Πισινγκίνια είχε αρχικά γράψει για το δικό του μουσικό όργανο.[13]

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, το σόρο regional έγινε λιγότερο δημοφιλές, καθώς οι προτιμήσεις του κοινοί άλλαζαν και άλλα μουσικά είδη, όπως η σάμπα και η αμερικανική τζαζ, μεταδίδονταν πιο πολύ από το ραδιόφωνο. Ο Πισινγκίνια αποσύρθηκε και εμφανιζόταν στο κοινό μονο σε λίγες περιπτώσεις (όπως στα τηλεοπτικά προγράμματα του Ζακόμπ ντο Βαντολίμ το 1955 και το 1956).[14]

Ο Πισινγκίνια πέθανε το 1973 στην εκκλησία Nossa Senhora da Paz στην Ιπανέμα, καθώς παρακολουθούσε μια βάπτιση.[15] Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της Inhaúma. Τα γενέθλιά του, 23 Απριλίου, θεωρούνται σήμερα η εθνική ημέρα του σόρο στη Βραζιλία.

Μουσική προσφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε σχέση με τα παλιά σόρο του τέλους του 19ου αιώνα, από τα οποία εμπνεύστηκε ο Πισινγκίνια, οι συνθέσεις του είναι πιο πολύπλοκες όσον αφορά την αρμονία, τον ρυθμό και την αντίστοιξη. Ενώ οι παλιότερες συνθέσεις προορίζονταν για το πιάνο, τα έργα του Πισινγκίνια εκμεταλλεύτηκαν τα μεγάλα μουσικά σχήματα με τα οποία συνεργάστηκε, και περιλάμβαναν ιδιαίτερες μελωδικές γραμμές, μέρη για χάλκινα, αντιστικτικές μπασογραμμές και ρυθμούς με έντονο το φαινόμενο της συγκοπής. Ο Πισινγκίνια ήταν από τους πρώτους αρχιμουσικούς που χρησιμοποίησε εκτεταμένα αφρο-βραζιλιάνικα κρουστά, όπως το παντέιρο (pandeiro) και το αφοσέ (afoxé), τα οποία σήμερα έχουν πια εδραιωθεί στο σορό και στη σάμπα.

Οι ενορχηστρώσεις του μάλλον δέχτηκαν επιδράσεις από τον ήχο του ράγκταϊμ και τους αμερικανικές μπάντες τζαζ που ήταν γνωστές στην αρχή της καριέρας του. Όταν κυκλοφόρησε το "Carinhoso" το 1930 και το "Lamentos" το 1928, ο Πισινγκίνια δέχτηκε κριτική για υπερβολική χρήση του ήχου της τζαζ στο έργο του. Σήμερα αυτές οι διάσημες συνθέσεις αποτελούν βασικό μέρος του κορμού της μουσικής σόρο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 musicabrasilis.org.br/compositores/pixinguinha.
  3. 3,0 3,1 Crook, Larry (24 Μαρτίου 2009). Focus: music of northeast Brazil. Taylor & Francis. σελ. 157. ISBN 978-0-415-96066-3. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011. 
  4. Schreiner, Claus (1993). Música brasileira: a history of popular music and the people of Brazil. Marion Boyars. σελ. 93. ISBN 978-0-7145-2946-2. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011. 
  5. McGowan, Chris· Pessanha, Ricardo (28 Δεκεμβρίου 2008). The Brazilian sound: samba, bossa nova, and the popular music of Brazil. Temple University Press. σελ. 174. ISBN 978-1-59213-928-6. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011. 
  6. Palmer, Colin A. (2006). Encyclopedia of African-American culture and history: the Black experience in the Americas. Macmillan Reference USA. ISBN 978-0-02-865821-6. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011. 
  7. Vianna, Hermano· Chasteen, John Charles (1999). Mistério do samba. University of North Carolina Press. ISBN 978-0-8078-4766-4. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011. 
  8. Crook, Larry (2009). Music of Northeast Brazil: Focus. Taylor & Francis. σελ. 158. ISBN 978-0-203-88652-6. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011. 
  9. Livingston-Isenhour, Tamara Elena· Garcia, Thomas George Caracas (Ιουλίου 2005). Choro: a social history of a Brazilian popular music. Indiana University Press. σελ. 216. ISBN 978-0-253-21752-3. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  10. Rangel, Lúcio (2007). Samba jazz & outras notas: organização, apresentação e notas Sérgio Augusto. Agir Editora. σελ. 92. ISBN 978-85-220-0763-9. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  11. Crook, Larry (Σεπτεμβρίου 2005). Brazilian music: northeastern traditions and the heartbeat of a modern nation. ABC-CLIO. ISBN 978-1-57607-287-5. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  12. Cabral, Sérgio (1978). Pixinguinha: vida e obra. Edição Funarte. σελ. 65. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  13. Tamara Elena Livingston-Isenhour, Thomas George Caracas Garcia. 2005. Choro: A Social History Of A Brazilian Popular Music. Indiana University Press, Jul 30, 2005 p. 98
  14. McCann, Bryan (Ιανουαρίου 2004). Hello, hello Brazil: popular music in the making of modern Brazil. Duke University Press. σελ. 174. ISBN 978-0-8223-3273-2. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  15. Pavan, Alexandre (2006). Timoneiro: perfil biográfico de Hermínio Bello de Carvalho. Casa da Palavra. σελ. 127. ISBN 978-85-7734-033-0. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. [νεκρός σύνδεσμος]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Choro: a social history of a Brazilian popular music. Tamara Elena Livingston-Isenhour and Thomas George Caracas Garcia. Indiana University Press, 2005, pp. 91–98.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]