Υποβάθμιση του περιβάλλοντος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Περιβαλλοντική υποβάθμιση)
Ογδόντα και πλέον χρόνια μετά την εγκατάλειψη των ορυχείων Wallaroo (Kadina, Νότια Αυστραλία), τα βρύα παραμένουν η μόνη βλάστηση σε ορισμένα σημεία του εδάφους.

Υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι οποιαδήποτε αλλαγή ή διαταραχή στο φυσικό περιβάλλον, η οποία θεωρείται επιβλαβής ή ανεπιθύμητη. Πραγματοποιείται μέσω της εξάντλησης ή της επιβάρυνσης των φυσικών πόρων, όπως λ.χ. της ποιότητας του αέρα, του νερού και του εδάφους, της καταστροφής των οικοσυστημάτων, της καταστροφής των ενδιαιτημάτων, της επιβάρυνσης ή της εξαφάνισης της άγριας ζωής, και της χημικής ρύπανσης με τοξικές ή επικίνδυνες ουσίες.[1]

Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι μία από τις δέκα απειλές που έχουν καταγραφεί στο Πλαίσιο Υψηλού Επιπέδου για τις Απειλές, Προκλήσεις και Αλλαγές των Ηνωμένων Εθνών. Η Διεθνής Στρατηγική των ΗΕ για τη μείωση της καταστροφής ορίζει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος ως τη: "μείωση της ικανότητας του φυσικού περιβάλλοντος να επιτυγχάνει κοινωνικούς και οικολογικούς στόχους και ανάγκες".[2]

Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος εμφανίζεται σε ποικίλες μορφές. Όταν τα φυσικά ενδιαιτήματα καταστρέφονται, ή οι φυσικοί πόροι εξαντλούνται, το περιβάλλον υποβαθμίζεται. Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτού του μείζονος προβλήματος περιλαμβάνουν την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση των περιβαλλοντικών πόρων.[3]

Απώλεια της βιοποικιλότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποδάσωση στην πολιτεία Maranhão της Βραζιλίας, το 2016.
Παράνομη υλοτομία για τη δημιουργία φυτείας φοινικέλαιου.

Mε βάση τις επιστημονικές παρατηρήσεις, οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες προκαλούν μια έκτη κατά σειρά μαζική εξαφάνιση των ειδών.[4] Η απώλεια της βιοποικιλότητας οφείλεται κυρίως στη συνεχή αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και στην κατάχρηση των φυσικών πόρων από το ανθρώπινο είδος.[5][6] To 2020, μια έκθεση του WWF διαπίστωσε ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα, ιδίως η υπερκατανάλωση, η αύξηση του πληθυσμού και η εντατική καλλιέργεια, έχουν καταστρέψει το 68% των σπονδυλωτών από το 1970.[7] Η Παγκόσμια Έκθεση Αξιολόγησης της Βιοποικιλότητας και των Οικοσυστημάτων, που δημοσιεύθηκε από το IPBES των Ηνωμένων Εθνών το 2019, επισημαίνει ότι περίπου το ένα εκατομμύριο των ειδών φυτών και ζώων αντιμετωπίζουν εξαφάνιση από ανθρωπογενείς αιτίες, όπως η επέκταση της χρήσης της γης για εντατική καλλιέργεια και εκτροφή ζώων, και υπεραλίευση.[8][9][10]

Από το ξεκίνημα χρήσης της γεωργίας από τον άνθρωπο πριν από 11.000 χρόνια, έχει αλλάξει περίπου το 70% της επιφάνειας της γης, με την παγκόσμια βιομάζα της βλάστησης να μειώνεται κατά το ήμισυ, και η μείωση της βιοποικιλότητας για τις χερσαίες κοινότητες ζώων να είναι μεγαλύτερη από 20% κατά μέσο όρο.[11] Μια μελέτη του 2021 αναφέρει ότι μόλις το 3% της επιφάνειας της Γης είναι οικολογικά ανέπαφη, δηλαδή περιλαμβάνει περιοχές με υγιείς πληθυσμούς εγγενών ζώων και λίγη έως καμία ανθρώπινη παρέμβαση. Πολλά από αυτά τα άθικτα οικοσυστήματα βρίσκονται σε περιοχές που κατοικούνται από αυτόχθονες πληθυσμούς.[12][13]

Οι επιπτώσεις που μπορούν να έχουν αυτές οι απώλειες στην ανθρώπινη διαβίωση και την ευημερία έχουν προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες. Με βάση την έκθεση που δημοσιεύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 2019 για την κατάσταση της βιοποικιλότητας στον κόσμο για τα τρόφιμα και τη γεωργία, "υπάρχουν αναφορές από τις χώρες ότι πολλά είδη που συμβάλλουν σε ζωτικές υπηρεσίες των οικοσυστημάτων, όπως οι επικονιαστές, οι φυσικοί εχθροί των παρασίτων, οι οργανισμοί του εδάφους και κάποια είδη της άγριας πανίδας, έχουν ελαττωθεί ως αποτέλεσμα της καταστροφής και της υποβάθμισης των οικοτόπων, της υπερεκμετάλλευσης, της ρύπανσης και άλλων απειλών". "Τα βασικά οικοσυστήματα που παρέχουν υπηρεσίες απαραίτητες για την τροφή και τη γεωργία, όπως ο ανεφοδιασμός του πόσιμου νερού, η προστασία από τους κινδύνους και η παροχή οικοτόπων, για είδη όπως ψάρια και επικονιαστές, μειώνονται".[3]

Υποβάθμιση των υδάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην εικόνα απεικονίζεται ο ποταμός Νείλος της Αιγύπτου. Αν η Αιθιοπία γεμίσει τη δεξαμενή του Μεγάλου Αιθιοπικού Αναγεννησιακού Φράγματος, θα μπορούσε να μειώσει τις ροές του Νείλου έως και 25% και να καταστρέψει τις αιγυπτιακές γεωργικές εκτάσεις.[14]

Ένα σημαντικό στοιχείο στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι η εξάντληση των αποθεμάτων του γλυκού νερού στη Γη.[15] Μόνο περίπου το 2,5% του συνόλου του νερού στη Γη είναι γλυκό νερό, με το υπόλοιπο να είναι αλμυρό. Το 69% του γλυκού νερού βρίσκεται σε μορφή πάγου την Ανταρκτική και στη Γροιλανδία, και το υπόλοιπο 30% (του 2,5%) είναι διαθέσιμο για κατανάλωση.[16] Το γλυκό νερό είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός πόρος, με τη ζωή στη Γη εξαρτάται από αυτόν. Το νερό μεταφέρει θρεπτικά συστατικά, μέταλλα και χημικά ιχνοστοιχεία μέσα στη βιόσφαιρα σε όλες τις μορφές ζωής, συντηρεί τόσο τα φυτά όσο και τα ζώα και διαμορφώνει την επιφάνεια της Γης.[17]

Οι τρεις πιο συνηθισμένες χρήσεις του γλυκού νερού αντιπροσωπεύουν το 95% της κατανάλωσής του. Το 85% περίπου χρησιμοποιείται για άρδευση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, γηπέδων γκολφ και πάρκων, το 6% χρησιμοποιείται για οικιακούς σκοπούς, όπως εσωτερικές πισίνες, κήπους και γκαζόν, και το 4% χρησιμοποιείται για βιομηχανικούς σκοπούς, όπως η επεξεργασία, το πλύσιμο και η ψύξη στα κέντρα παραγωγής. Ένας στους τρεις ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο αντιμετωπίζει ήδη έλλειψη νερού, σχεδόν το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε περιοχές με φυσική λειψυδρία και σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε αναπτυσσόμενες χώρες που δεν διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές για τη χρήση νερού από διαθέσιμους ποταμούς και υδροφορείς. Η λειψυδρία είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα, λόγω της αύξησης του πληθυσμού, της αυξημένης αστικοποίησης, του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων, και της κλιματικής αλλαγής.[16]

Κλιματική αλλαγή και θερμοκρασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέση παγκόσμια θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, θα επηρεάσει τους υδάτινους πόρους. Κι αυτό διότι η εξάτμιση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα επίπεδα της θερμοκρασίας και της υγρασίας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να επηρεάσει την ποσότητα του νερού που διατίθεται για την ανανέωση των αποθεμάτων των υπόγειων υδάτων. Παράλληλα, λόγω της αύξησης του ατμοσφαιρικού CO2, μπορεί να επηρεαστεί η δέσμευσή του από τα φυτά και η διαπνοή τους, κι έτσι να μειωθεί η ποσότητα του διαθέσιμου νερού. Η άνοδος της θερμοκρασίας μπορεί να προκαλέσει την τήξη των πάγων και τη μεταβολή των κλιματικών ζωνών, επηρεάζοντας την υγρασία του εδάφους, και προκαλώντας κινδύνους από πλημμύρες και ξηρασίες, αλλά και επηρεάζοντας την ικανότητα αποθήκευσης νερού ανάλογα με την περιοχή.[18]

Οι υψηλότερες θερμοκρασίες του χειμώνα προκαλούν μείωση του χιονιού, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένες υδάτινες αποθήκες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη και ορεινές περιοχές που εξαρτώνται από την παγετώδη απορροή για να αναπληρώσουν τα ποτάμια τους και τις αποθήκες υπόγειων υδάτων. Και γι΄αυτό το λόγο, αυτές οι περιοχές είναι όλο και πιο ευάλωτες στην έλλειψη νερού με την πάροδο του χρόνου.[16]

Η θερμική διαστολή του νερού και η αυξημένη τήξη των παγετώνων από την αύξηση της θερμοκρασίας οδηγούν στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την παροχή του γλυκού νερού στις παράκτιες περιοχές. Καθώς οι εκβολές του ποταμού και τα δέλτα με υψηλότερη αλατότητα ωθούνται περισσότερο στην ενδοχώρα, το αλμυρό νερό εισβάλει στις δεξαμενές και στους υδροφορείς, αυξάνοντας την αλατότητά τους.[19]

Τέλος, η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα οδηγεί στην αύξηση της θερμοκρασίας του νερού, κι έτσι το νερό γίνεται πιο ευαίσθητο στην ανάπτυξη των βακτηρίων. Αυτό προκύπτει γιατί επηρεάζετονται σημαντικά τα οικοσυστήματα, και συγκεκριμένα κάποια είδη με ευαισθησία στις αλλαγές θερμοκρασίας, τα οποία καθαρίζουν το νερό εμπλουτίζοντάς το με οξυγόνο.[16]

Κλιματική αλλαγή και βροχόπτωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικόνα της λίμνης Ούρμια στο Ιράν, όπως αποτυπώνεται από το διαστημικό σταθμό της NASA. Η λίμνη αντιμετωπίζει δραστική απώλεια νερού και τώρα έχει απομείνει μόνο περίπου το 5% του όγκου των υψηλών υδάτων της. Η αιτία της πτώσης των επιπέδων του νερού σχετίζεται με την εκτεταμένη χρήση του νερού για καλλιέργεια και τη μακροπρόθεσμη μείωση των βροχοπτώσεων.

Η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας προβλέπεται να συσχετιστεί με την αύξηση των παγκόσμιων βροχοπτώσεων, λόγω της αυξημένης απορροής, πλημμύρων, αυξημένων ποσοστών διάβρωσης του εδάφους, και μαζικής κίνησης γης. Έτσι, είναι πιθανή η μείωση της ποιότητας του νερού, επειδή ενώ το νερό θα μεταφέρει περισσότερα θρεπτικά συστατικά θα μεταφέρει και περισσότερους ρύπους. Αυτό που αναμένεται γενικά είναι ότι, κατά μέσο όρο, η παγκόσμια βροχόπτωση θα αυξηθεί, παρόλο που σε ορισμένες περιοχές θα αυξηθεί και σε μερικές θα μειωθεί.[16] Με βάση τα κλιματικά μοντέλα, στις τροπικές περιοχές και σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη θα υπάρξει αύξηση της βροχόπτωσης, ενώ στις υποτροπικές περιοχές θα υπάρξει μείωση. Κι έτσι θα προκύψει η γεωγραφική διακύμανση της κατανομής του νερού. Επιπλέον, οι περιοχές με περισσότερη βροχόπτωση αναμένεται να έχουν την αύξηση αυτή κατά τη διάρκεια του χειμώνα και να γίνουν ξηρότερες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Βέβαια, η κατανομή των βροχοπτώσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι πολύ άνιση, κι υπάρχουν φυσιολογικές συνεχείς διακυμάνσεις στη διαθεσιμότητα του νερού σε αντίστοιχες τοποθεσίες.[18]

Οι αλλαγές στη βροχόπτωση θα επηρεάσουν το χρονοδιάγραμμα και το μέγεθος των πλημμύρων και της ξηρασίας, μετατοπίζοντας τις διαδικασίες απορροής και αλλάζοντας τα ποσοστά αναπλήρωσης των υπόγειων υδάτων. Τα μοτίβα της βλάστησης και οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επηρεαστούν άμεσα από τις μεταβολές στην ποσότητα και την κατανομή των βροχοπτώσεων, οι οποίες με τη σειρά τους θα επηρεάσουν τη γεωργία και τα φυσικά οικοσυστήματα. Από την άλλη πλευρά, η μειωμένη βροχόπτωση θα προκαλέσει πτώση των υδάτινων όγκων και θα αδειάσει τις δεξαμενές των υγροτόπων, των ποταμών και λιμνών.[18] Σε αυτό θα συμβάλλει και η πιθανή αύξηση της εξάτμισης και της διαπνοής, ανάλογα με την αύξηση της θερμοκρασίας.[19] Τα αποθέματα των υπόγειων υδάτων θα εξαντληθούν και το εναπομείνον νερό πολύ πιθανόν να είναι κακής ποιότητας λόγω αυξημένου άλατος ή μολυσματικών παραγόντων στην επιφάνεια του εδάφους.[16]

Αύξηση του πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο παγκόσμιος ανθρώπινος πληθυσμός από περίπου 10.000 π.Χ. μέχρι το 2000 μ.Χ.

Ο ανθρώπινος πληθυσμός της Γη μεγαλώνει με εκθετική πρόοδο, η οποία είναι ανάλογη με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι αυξανόμενες ανάγκες της ανθρωπότητας διαταράσσουν τη φυσική ισορροπία του περιβάλλοντος. Οι βιομηχανίες παραγωγής απελευθερώνουν αέρια και χημικά, τα οποία ρυπαίνουν τους υδάτινους πόρους. Τα αέρια που απελευθερώνονται είναι επιβλαβή, όπως το μονοξείδιο του άνθρακα και το διοξείδιο του θείου, τα οποία σχηματίζουν στρώματα και τελικά απορροφώνται από την ατμόσφαιρα. Οι οργανικές ενώσεις, όπως οι χλωροφθοροάνρακες (CFC) έχουν προκαλέσει άνοιγμα στο στρώμα του όζοντος, το οποίο αφήνει να το διαπερνούν υψηλότερα επίπεδα υπεριώδους ακτινοβολίας που προκαλούν σοβαρές βλάβες στον πλανήτη.[3]

Το γλυκό νερό που επηρεάζεται από τις κλιματικές αλλαγές είναι διαθέσιμο σε συνεχώς αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε περιοχές οπου χρησιμοποιείται περισσότερο από το 20% των πηγών νερού. Η χρήση νερού αναμένεται να αυξηθεί λόγω της αύξησης του πληθυσμού, σε έναν πλανήτη όπου η παροχή του νερού επιδεινώνεται λόγω της μείωσης της ροής και των υπόγειων υδάτων που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Αν και κάποιες περιοχές θα έχουν αύξηση της προσφοράς του γλυκού νερού λόγω της αύξησης των βροχοπτώσεων, συνολικά αναμένεται να υπάρχει αυξημένη ζήτηση για χρήση του γλυκού νερού.[20]

Η αύξηση του πληθυσμού οδηγεί σε αυξημένη οικιακή, γεωργική και βιομηχανική χρήση του νερού, με τη μεγαλύτερη από αυτές να είναι στη γεωργία. Η γεωργία θεωρείται ως ο κύριος μη κλιματικός παράγοντας που προκαλεί τις αλλαγές στο περιβάλλον και την επιδείνωση των αποθεμάτων του νερού.[21] Τα επόμενα 50 χρόνια, είναι πιθανό να είναι τα τελευταία με την ταχεία γεωργική επέκταση, με τον πλουσιότερο πληθυσμό να έχει αυξημένη ζήτηση.[22]

Η αύξηση του πληθυσμού τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στα περισσότερα μέρη του κόσμου, συνοδεύτηκε από την αύξηση του πληθυσμού στις αστικές περιοχές από τη μετακίνηση από τις αγροτικές περιοχές. Η μετάβαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένη ζήτηση για πόσιμο νερό σε συγκεκριμένες περιοχές και αυξημένοι βιομηχανικοί και ανθρώπινοι ρύποι. Η αστικοποίηση συνοδεύεται από τον υπερπληθυσμό και τις αυξανόμενες ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες με τη σειρά τους εκθέτουν όλο και περισσότερους ανθρώπους σε ασθένειες. Περίπου το 79% του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε αποστειρωμένο πόσιμο νερό και σε συστήματα αποχέτευσης, κάτι το οποίο προκαλεί αύξηση σε ασθένειες και θανάτους από μολυσμένο νερό και έντομα που μεταφέρουν τις ασθένειες.[23]

Γεωργικές δραστηριότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μόλυνση των υδάτων λόγω της γαλακτοπαραγωγής στη Wairarapa της Νέας Ζηλανδίας.

Οι γεωργικές δραστηριότητες εξαρτώνται από τη διαθέσιμη υγρασία του εδάφους, η οποία επηρεάζεται άμεσα από τη δυναμική του κλίματος. Η βροχόπτωση είναι η είσοδος σε αυτό το σύστημα και οι διάφορες διεργασίες είναι η έξοδος, όπως η εξαμισοδιαπνοή, η απορροή επιφάνειας, η αποστράγγιση και η διήθηση των υπογείων υδάτων. Η κλιματική αλλαγή, ιδιαίτερα οι αλλαγές στις βροχοπτώσεις και στην εξατμισοδιαπνοή όπως προβλέπονται από τα κλιματικά μοντέλα, θα επηρεάσουν άμεσα την υγρασία του εδάφους, την απορροή της επιφάνειας της γης και την αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων.[3]

Σε περιοχές με μειωμένη βροχόπτωση όπως προβλέπεται από τα κλιματικά μοντέλα, η υγρασία του εδάφους μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Έχοντας αυτό υπόψη, οι γεωργικές δραστηριότητες στις περισσότερες περιοχές χρειάζονται ήδη άρδευση, η οποία εξαντλεί τα αποθέματα του γλυκού νερού, τόσο από τη φυσική χρήση του νερού από τους ανθρώπους όσο και από την υποβάθμιση που προκαλούν οι καλλιέργειες στο νερό. Η άρδευση αυξάνει την περιεκτικότητα σε αλάτι και θρεπτικά συστατικά σε περιοχές που κανονικά δε θα έπρεπε να επηρεάζονται και βλάπτει τα ρεύματα και τα ποτάμια από τα φράγματα και την απομάκρυνση του νερού. Τα λιπάσματα εισέρχονται στις ροές των ανθρώπινων και ζωικών αποβλήτων και ακολούθως στα υπόγεια ύδατα. Ταυτόχρονα το άζωτο, ο φώσφορος και άλλες χημικές ουσίες των λιπασμάτων μπορούν να προκαλέσουν οξίνιση τόσο του εδάφους όσο και του νερού.[22]

Ορισμένες γεωργικές απαιτήσεις μπορεί να αυξηθούν περισσότερο από κάποιες άλλες με έναν παγκόσμιο πληθυσμό υψηλότερου βιοτικού επιπέδου. Έτσι, η παγκόσμια ζήτηση για το κρέας αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2050, κάτι το οποίο θα επηρεάσει άμεσα την παγκόσμια προσφορά του γλυκού νερού.[22] Οι αγελάδες χρειάζονται νερό για να συντηρηθούν, ειδικά με υψηλότερες θερμοκρασίες και χαμηλότερη υγρασία. Επιπλέον, απαιτείται νερό για την επεξεργασία του κρέατος, καθώς και για την παραγωγή των ζωοτροφών για τα ζώα. Η κοπριά μπορεί να μολύνει τους υδροφόρους ορίζοντες και τα σφαγεία συμβάλλουν στη σπατάλη του γλυκού νερού για να αποβάλλουν τα απόβλητα, όπως αίμα, λιπος, τρίχωμα και άλλα σωματικά περιεχόμενα.

Η χρήση του νερού από τη γεωργική σε αστική και προαστιακή χρήση εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη γεωργική βιωσιμότητα, την επισιτιστική ασφάλεια, την αύξηση του αποτυπώματος άνθρακα από τα εισαγόμενα τρόφιμα και τη μείωση του ισοζυγίου εξωτερικού εμπορίου.[21] Η αυξημένη ζήτηση του γλυκού νερού οδηγεί σε έλλειψη του νερού μεταξύ του πληθυσμού και επίσης καθιστά τους πληθυσμούς ευάλωτους σε οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ωθεί σε μετανάστευση από παράκτιες περιοχές στην ενδοχώρα προκαλώντας προβλήματα σε άλλους πληθυσμούς.[20] Η κλιματική αλλαγή είναι μια σημαντική αιτία ακούσιας μετανάστευσης και αναγκαστικού εκτοπισμού. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τις ζωικές γεωργικές δραστηριότητες υπερβαίνουν εκείνες των μεταφορών.[24]

Διαχείριση των υδάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα ρεύμα στην πόλη Amlwch, Anglesey στην Ουαλία που μολύνεται από την εκροή όξινου νερού από το πρώην ορυχείο χαλκού στο κοντινό βουνό Parys.

Το ζήτημα της εξάντλησης του γλυκού νερού προκαλεί αυξημένες προσπάθειες διαχείρισης των υδάτων.[17] Ενώ τα συστήματα διαχείρισης του νερού είναι συχνά ευέλικτα, η προσαρμογή σε νέες υδρολογικές συνθήκες μπορεί να είναι πολύ δαπανηρή.[18] Οι προληπτικές προσεγγίσεις είναι απαραίτητες για την αποφυγή του υψηλού κόστους της αποκατάστασης της παροχής νερού. Οι καινοτομίες για τη μείωση της συνολικής ζήτησης μπορεί να είναι σημαντικές στον σχεδιασμό της βιωσιμότητας των υδάτων.[21]

Τα συστήματα ύδρευσης, όπως υπάρχουν τώρα, βασίζονται σε μοντέλα του τρέχοντος κλίματος. Κατασκευάστηκαν για να εξυπηρετούν τις υπάρχουσες ροές ποταμών και τις συχνότητες πλημμύρας. Οι δεξαμενές λειτουργούν βάσει προηγούμενων υδρολογικών αρχείων και συστημάτων άρδευσης, διαθεσιμότητας νερού και απαιτήσεων νερού στις καλλιέργειες. Αυτά όμως μπορεί να μην είναι ένας αξιόπιστος οδηγός για το μέλλον. Η επανεξέταση των σχεδιαστικών μηχανικών και των λειτουργιών, καθώς και η επανεκτίμηση των νομικών, τεχνικών και οικονομικών προσεγγίσεων για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων είναι πολύ σημαντικές για το μέλλον της διαχείρισης των υδάτων. Μια άλλη προσέγγιση είναι η ιδιωτικοποίηση των υδάτων. Σε αυτή την περίπτωση, η ποιότητα των υπηρεσιών και η συνολική ποιότητα του νερού μπορούν να ελεγχθούν και να διανεμηθούν πιο εύκολα. Θα περέπει να υπάρχουν όρια στην υπερεκμετάλλευση και στη ρύπανση.[17]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Johnson, D. L.; Ambrose, S. H.; Bassett, T. J.; Bowen, M. L.; Crummey, D. E.; Isaacson, J. S.; Johnson, D. N.; Lamb, P. και άλλοι. (1997). «Meanings of Environmental Terms» (στα αγγλικά). Journal of Environmental Quality 26 (3): 581–589. doi:10.2134/jeq1997.00472425002600030002x. ISSN 1537-2537. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-04-21. https://web.archive.org/web/20200421004828/https://acsess.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.2134/jeq1997.00472425002600030002x. Ανακτήθηκε στις 2021-06-10. 
  2. «Information Note: A short report of the UN/ISDR secretariat» (PDF). unisdr.org. 2007. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «The state of the world's biodiversity for food and agriculture» (PDF). fao.org. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  4. Ripple, William J.; Wolf, Christopher; Newsome, Thomas M.; Galetti, Mauro; Alamgir, Mohammed; Crist, Eileen; Mahmoud, Mahmoud I.; Laurance, William F. και άλλοι. (2017-12-01). «World Scientists’ Warning to Humanity: A Second Notice». BioScience 67 (12): 1026–1028. doi:10.1093/biosci/bix125. ISSN 0006-3568. https://doi.org/10.1093/biosci/bix125. 
  5. Pimm, S. L.; Jenkins, C. N.; Abell, R.; Brooks, T. M.; Gittleman, J. L.; Joppa, L. N.; Raven, P. H.; Roberts, C. M. και άλλοι. (2014-05-30). «The biodiversity of species and their rates of extinction, distribution, and protection» (στα αγγλικά). Science 344 (6187). doi:10.1126/science.1246752. ISSN 0036-8075. PMID 24876501. https://science.sciencemag.org/content/344/6187/1246752. 
  6. Ceballos, Gerardo; Ehrlich, Paul R.; Dirzo, Rodolfo (2017-07-25). «Biological annihilation via the ongoing sixth mass extinction signaled by vertebrate population losses and declines» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 114 (30): E6089–E6096. doi:10.1073/pnas.1704949114. ISSN 0027-8424. PMID 28696295. https://www.pnas.org/content/114/30/E6089. 
  7. «Humans exploiting and destroying nature on unprecedented scale – report». the Guardian (στα Αγγλικά). 9 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  8. Plumer, Brad (2019-05-06). «Humans Are Speeding Extinction and Altering the Natural World at an ‘Unprecedented’ Pace» (στα αγγλικά). The New York Times. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/2019/05/06/climate/biodiversity-extinction-united-nations.html. Ανακτήθηκε στις 2021-06-10. 
  9. Vidal, John (15 Μαρτίου 2019). «We Face A Crisis Bigger Than Climate Change, But We're Not Talking About It». HuffPost (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  10. «Human society under urgent threat from loss of Earth's natural life». the Guardian (στα Αγγλικά). 6 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  11. Bradshaw, Corey J. A.; Ehrlich, Paul R.; Beattie, Andrew; Ceballos, Gerardo; Crist, Eileen; Diamond, Joan; Dirzo, Rodolfo; Ehrlich, Anne H. και άλλοι. (2021). «Underestimating the Challenges of Avoiding a Ghastly Future» (στα English). Frontiers in Conservation Science 1. doi:10.3389/fcosc.2020.615419. ISSN 2673-611X. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fcosc.2020.615419/full. 
  12. «Just 3% of world's ecosystems remain intact, study suggests». the Guardian (στα Αγγλικά). 15 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  13. Plumptre, Andrew J.; Baisero, Daniele; Belote, R. Travis; Vázquez-Domínguez, Ella; Faurby, Soren; Jȩdrzejewski, Włodzimierz; Kiara, Henry; Kühl, Hjalmar και άλλοι. (2021). «Where Might We Find Ecologically Intact Communities?» (στα English). Frontiers in Forests and Global Change 4. doi:10.3389/ffgc.2021.626635. ISSN 2624-893X. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/ffgc.2021.626635/full. 
  14. «In Africa, War Over Water Looms As Ethiopia Nears Completion Of Nile River Dam». NPR.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. 
  15. Warner, K.; Hamza, M.; Oliver-Smith, A.; Renaud, F.; Julca, A. (2010-12-01). «Climate change, environmental degradation and migration» (στα αγγλικά). Natural Hazards 55 (3): 689–715. doi:10.1007/s11069-009-9419-7. ISSN 1573-0840. https://doi.org/10.1007/s11069-009-9419-7. 
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 «Water and Climate Change». web.archive.org. 6 Δεκεμβρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  17. 17,0 17,1 17,2 Young, Gordon J., James Dooge, and John C. Rodda. (2004). Global Water Resource Issues. Cambridge UP.
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Ragab, Ragab, and Christel Prudhomme. (2002). "Soil and Water: Climate Change and Water Resources Management in Arid and Semi-Arid Regions: Prospective Challenges for the 21st Century". Biosystems Engineering 81(1):3-34.
  19. 19,0 19,1 Frederick, Kenneth D., and David C. Major. (1997). “Climate Change and Water Resources.” Climatic Change 37(1):7-23.
  20. 20,0 20,1 «Climate change, environmental degradation and armed conflict» (στα αγγλικά). Political Geography 26 (6): 674–694. 2007-08-01. doi:10.1016/j.polgeo.2007.06.005. ISSN 0962-6298. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S096262980700087X. 
  21. 21,0 21,1 21,2 MacDonald, Glen M. (2010-12-14). «Water, climate change, and sustainability in the southwest» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 107 (50): 21256–21262. doi:10.1073/pnas.0909651107. ISSN 0027-8424. PMID 21149704. https://www.pnas.org/content/107/50/21256. 
  22. 22,0 22,1 22,2 Tilman, David; Fargione, Joseph; Wolff, Brian; D'Antonio, Carla; Dobson, Andrew; Howarth, Robert; Schindler, David; Schlesinger, William H. και άλλοι. (2001-04-13). «Forecasting Agriculturally Driven Global Environmental Change» (στα αγγλικά). Science 292 (5515): 281–284. doi:10.1126/science.1057544. ISSN 0036-8075. PMID 11303102. https://science.sciencemag.org/content/292/5515/281. 
  23. «Environmental Degradation». web.archive.org. 17 Δεκεμβρίου 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  24. Wang, George C. «Go vegan, save the planet». CNN. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.