Μπιβουάκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
σάκος μπιβουάκ.
Μπιβουάκ του Τσακ Πρατ στο Ελ Καπιτάν, 1961.

Ως μπιβουάκ εννοείται κάθε αυτοσχέδιο καταφύγιο στην ύπαιθρο και χρησιμοποιείται τόσο κατά τη διάρκεια εξερευνήσεων στη φύση όσο και στην ορειβασία. Συχνά με τη χρήση της λέξης εννοείται ο υπαίθριος ύπνος σε σάκο μπιβουάκ, όπως επίσης και κάποιο καταφύγιο κατασκευασμένο από φυσικά υλικά. Η λέξη είναι γαλλική και απαντάται στη χρήση του ελβετογερμανικού biwacht περιπολία, κατά τον 18ο αιώνα: 1700-10 < Γαλλία < Ελβετογερμανικό bīwacht βοηθητική περιπολία, ισοδύναμο του bī- by- + wacht περιπολία[1]. Το υψηλότερο εκτεθειμένο μπιβουάκ έγινε από τους ορειβάτες Τσεχοσλοβάκος Γιόζεφ Ρακονσάι και ο Ιταλός Αγκοστίνo ντα Πολέντζα, κατά τη διάρκεια της αναρρίχησής τους στο Κ2 το 1983, καθώς πέρασαν τη νύκτα σε υψόμετρο 8561 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας[2].

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. bivouac. The American Heritage Dictionary of the English Language, Fourth Edition. Houghton Mifflin Company, 2004. 10 Jan. 2008. <Dictionary.com http://dictionary.reference.com/browse/bivouac>.
  2. Peretti, Giorgio (1984). «Asia, China, K2 from the North». AAJ. σελ. 314. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2014. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]