Μπανταχσάν (περιοχή)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, δείτε Μπανταχσάν.

Συντεταγμένες: 38°0′N 71°0′E / 38.000°N 71.000°E / 38.000; 71.000

Μπανταχσάν
ΧώραΑφγανιστάν
Διοικητική υπαγωγήΑφγανιστάν
ΠρωτεύουσαΦεϋζαμπάντ
ΓλώσσεςΝτάρι, Ουζμπεκική γλώσσα, Παστού και Παμίρ
Διοίκηση
 • κυβερνήτηςΣαχ Βαλιουλάχ Αντεέμπ (2010–2015)
Έκταση44.059 km²
Υψόμετρο3.669 μέτρα
Πληθυσμός1.054.087 (2021)[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°0′0″N 71°0′0″E

Η Μπανταχσάν (νταρί και παστού: بدخشان, Badaxšān) είναι μία από τις 34 Περιφέρειες του Αφγανιστάν και βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας μεταξύ του Τατζικιστάν και του Πακιστάν. Επίσης μοιράζεται σύνορα 91 χιλιομέτρων με την Κίνα. Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση περιφέρεια του βόρειου Αφγανιστάν, αλλά και μία από τις πιο προβληματικές μεθοριακές περιοχές, καθώς αποτελεί χώρο δράσης εθνικών και πολιτικών ομάδων και ιδιαίτερα των Ταλιμπάν.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μπανταχσάν είναι μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή, η οποία συνορεύει στα βόρεια με την Αυτόνομη επαρχία Γκόρνο-Μπανταχσάν της Περιφέρειας Χατλόν του Τατζικιστάν. Στα ανατολικό τμήμα της Περιφέρειας, βρίσκεται ο περίφημος Διάδρομος Βαχάν, ο οποίος εκτείνεται μέχρι το Γκιλγκίτ-Μπαλτιστάν του βόρειου Πακιστάν και τα σύνορα με την Κίνα. Η περιφέρεια έχει συνολική έκταση 44.059 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων καταλαμβάνεται από τις οροσειρές Χίντου Κους και Παμίρ και εκτιμάται ότι κατά το 2021 ο συνολικός πληθυσμός της έχει υπερβεί τους 1.072.785 κατοίκους.

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κυρίαρχη εθνοτική ομάδα αποτελούν οι Τατζίκοι, ενώ στην περιοχή κατοικούν Ουζμπέκοι, Κιργίζιοι νομάδες, Παστούν και Χαζάροι. Επικρατούσες γλώσσες στη περιοχή, ανάλογα βέβαια και με τις αντίστοιχες φυλές της κάθε περιοχής, είναι τα Νταρί, τα Ουζμπεκικά, τα Παστού, τα Κιργιζικά καθώς και διάφορες γλώσσων των Παμίρ, όπως τα «Σουγνί» και τα «Ισκασιμί». Πρωτεύουσα της περιφέρειας είναι η Φεϋζαμπάντ. Το σύνολο του πληθυσμού ακολουθεί το Σουνιτικό δόγμα του Ισλάμ, αν και υπάρχουν και ορισμένοι « Ισμαηλίτες Σιίτες».

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα Μπανταχσάν προέρχεται από την περσική λέξη "badaxš" που είναι επίσημος τιμητικός τίτλος κάποιου ατόμου. Η λέξη ""ν" είναι μια κατάληξη που δείχνει το όνομα ενός τόπου. Ως εκ τούτου, η λέξη "badaxšān" σημαίνει ένα μέρος που ανήκει σε ένα άτομο που φέρει τον τίτλο του "μπαντάχς".

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Σασσανιδών ονομάστηκε "μπιντίξ" και στους Παρθικούς χρόνους ως "bthšy". Στα χειρόγραφα των Σασσανιδών που βρέθηκαν στο Κα'μπά-ε Ζαρτόστ ονομάστηκε "Bałasakan". Στις κινεζικές πηγές από τον 7ο αιώνα και μετά ονομάστηκε "Πο-το-τσανγκ-να".

Διοικητικές Υποδιαιρέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι 16 διοικητικές υποδιαιρέσεις που υπάγονται στο νομό Μπανταχσάν, κατ΄ αλφαβητική σειρά, είναι: η Αργάντζ Χουά, η Άργο, η Βάρντουτζ, η Βαχάν που εκτείνεται ανατολικά ως εδαφική γλώσσα, η Ζιμπάκ, η Ισκασίμ, η Κουράν-Βα-Μουντζάν, η Κισίμ, η Χουαχάν, η Μπαχαράκ, η Νταρβάζ, η Ραγ, η Σαχρί Μπουζούργ, η Σιγνάν, η Τζουρμ, και η Φεϋζαμπάντ όπου και η πρωτεύουσα του νομού.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τα τεράστια αποθέματα ορυκτών, το Μπανταχσάν είναι μία από τις πιο άπορες περιοχές στον κόσμο. Η καλλιέργεια παπαρούνας/οπίου είναι η μόνη πραγματική πηγή εισοδήματος των κατοίκων. Επίσης το Μπανταχσάν έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μητρικής θνησιμότητας στον κόσμο, λόγω της παντελούς έλλειψης υποδομών υγείας, δυσπρόσιτων τοποθεσιών και των σκληρών χειμώνων της περιοχής.

Το Μπανταχσάν υπήρξε διαχρονικά μια ενδιάμεση στάση στον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού και η Κίνα επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την περιοχή, ιδιαίτερα από την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν το 2001, βοηθώντας στην ανακατασκευή δρόμων και υποδομών.

Το Γαλάζιο (Lapis lazuli) εξορύσσεται στα ορυχεία Σαρ-ε-Σανγκ, που βρίσκονται στην περιοχή Κουράν ουα Μουνζάν του Μπανταχσάν, για πάνω από 6.000 χρόνια. Τα ορυχεία ήταν η μεγαλύτερη και πιο γνωστή πηγή εσόδων της περιοχής κατά την αρχαιότητα . Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των Ταλιμπάν, η δραστηριότητα εξόρυξης επικεντρώθηκε στο lapis lazuli, με τα έσοδα από τα ορυχεία να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των στρατευμάτων της Βόρειας Συμμαχίας, και πριν από αυτό, των αντισοβιετικών μαχητών Μουτζαχεντίν.

Πρόσφατες γεωλογικές έρευνες έχουν καταδείξει τη θέση κι άλλων κοιτασμάτων πολύτιμων λίθων, ιδίως ρουμπίνια και σμαράγδια. Εκτιμάται ότι τα ορυχεία στην περιοχή Κουράν ουα Μουνζάν διαθέτουν έως και 1.290 τόνους Γαλάζιου (lapis lazuli). Η εκμετάλλευση αυτού του ορυκτού πλούτου θα μπορούσε να είναι το κλειδί για την ευημερία της περιοχής.

Στις 5 Οκτωβρίου 2018 στην Ουάσινγκτον, οι Αφγανοί αξιωματούχοι υπέγραψαν συμβόλαιο διάρκειας 30 ετών, το οποίο περιελάμβανε επένδυση 22 εκατομμυρίων δολαρίων από τον επενδυτικό όμιλο Centar και την εταιρεία Afghan Gold and Minerals Co., για να εξερευνήσουν και να αναπτύξουν την εξόρυξη χρυσού στην ευρύτερη περιοχή του Μπανταχσάν.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» τ.12ος, σ.377

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]