Μικροοργανισμοί ούρων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι μικροοργανισμοί ούρων, δηλαδή τα μικρόβια που ανιχνεύονται κατά την γενική εξέταση ούρων και κατά την καλλιέργεια των ούρων είναι υπεύθυνα για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος που αποτελούν τις συχνότερες λοιμώξεις του ανθρώπου.
Οι ουρολοιμώξεις θεωρούνται υπεύθυνες για το 40% των νοσοκομειακών λοιμώξεων και για το 30% των νοσοκομειακών βακτηριαιμιών. Το 10-40% των ενήλικων γυναικών αναφέρουν στο ιστορικό τους ένα τουλάχιστον επεισόδιο ουρολοίμωξης. Για προγνωστικούς και θεραπευτικούς λόγους διακρίνονται σε λοιμώξεις ανώτερου και κατώτερου ουροποιητικού συστήματος.
Στις λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού περιλαμβάνονται η πυελονεφρίτιδα, η νεκρωτική θηλίτιδα και το ενδονεφρικό απόστημα.
Στις λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού περιλαμβάνονται η κυστίτιδα, το ουρηθρικό σύνδρομο στις γυναίκες, η ουρηθρίτιδα και η προστατίτιδα στους άνδρες.
Η παρουσία των μικροοργανισμών ανιχνεύεται επιπλέον και από την θόλωση των ούρων, από την παρουσία πυοσφαιρίων στο ίζημα ούρων και από τα θετικά αποτελέσματα της λευκοκυτταρικής εστεράσης και των νιτρικών στη ταινία των ούρων.

Φυσιολογική χλωρίδα του ουροποιητικού συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ούρα μέσα στην ουροδόχο κύστη είναι φυσιολογικά στείρα, δηλαδή δεν έχουν μικρόβια, αφού η παραγωγή και η συλλογή τους γίνεται μέσα σε ένα κλειστό σύστημα οργάνων. Μικρόβια υπάρχουν μόνο στο στόμιο της ουρήθρας (μικρόκοκκοι, γαλακτοβάκιλλοι και άλλα σαπροφυτικά), από όπου κατά την ούρηση παρασύρονται και μολύνουν τα ούρα. Στον κόλπο της γυναίκας από την αρχή της εμμήνου ρήσεως έως την εμμηνόπαυση φυσιολογικά επικρατούν οι γαλακτοβάκιλλοι, οι οποίοι διατηρούν όξινο το pH του κόλπου. Η πλειονότητα των ουροπαθογόνων μικροβίων είναι Gram αρνητικά τα οποία γενικά υπάρχουν στη χλωρίδα του εντέρου καθώς και Gram θετικά μικρόβια, όπως ο Staphylococcus saprophyticus και o Enterococcus faecalis. Τα αναερόβια μικρόβια Bacteroides fragilis, Fusobacterium spp, Clostridium perfingens αποτελούν πολύ πιο σπάνια αίτια. Επίσης μπορεί να ανιχνευτούν το Mycobacterium tuberculosis και άλλα άτυπα μυκοβακτήρια.

Συμπτώματα ουρολοιμώξεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ουρολοιμώξεις μπορεί να έχουν συμπτώματα ή όχι (ασυμπτωματικές ουρολοιμώξεις). Τα συμπτώματα είναι:

  • Τσούξιμο κατά την ούρηση
  • Συχνουρία
  • Πυρετός, δέκατα
  • Ναυτία
  • Κοιλιακός πόνος
  • Εμετός

Προδιαθεσικοί παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παράγοντες που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη ουρολοιμώξεων είναι η κατάχρηση αντιβιοτικών, η χρήση τοπικών αντισυλληπτικών όπως σπερματοκτόνων και διαφραγμάτων, οι κακές συνθήκες σεξουαλικής ή ατομικής υγιεινής που εκθέτουν τον κόλπο και την ουρήθρα άμεσα σε μικρόβια από τον πρωκτό, η κύηση, οι λίθοι, ουρολογικές παθήσεις όπως όγκοι, περιπτώσεις κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης, στένωση του ουροποιητικού, η υπερτροφία προστάτη, οι παθήσεις του νωτιαίου μυελού, η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο διαβήτης, γενετικές προδιαθέσεις, ιατρικοί χειρισμοί, η καταστολή του ανοσοποιητικού.

Εντοπισμός μικροοργανισμών στα ούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μικροοργανισμοί εντοπίζονται κατά την μικροσκόπηση στο ίζημα των ούρων. Εκτός από την άμεση παρατήρησή τους η παρουσία τους στα ούρα γίνεται αισθητή από την θολερότητα των ούρων, το αλκαλικό pH, τα θετικά νιτρικά και την θετική λευκοκυτταρική εστεράση στη ταινία των ούρων αλλά και την παρουσία πολύ αυξημένων πυοσφαιρίων καθώς και λίγων επιθηλιακών κυττάρων.

Συλλογή ούρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απαιτούνται πρώτα πρωινά ούρά μέσης ούρησης δηλαδή τα πρωινά ούρα που συλλέγονται στη μέση της ούρησης. Τα ούρα συλλέγονται σε αποστειρωμένο ουροδοχείο και οδηγούνται γρήγορα στο εργαστήριο.

Τιμές αναφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυσιολογικά δεν υπάρχουν μικροοργανισμοί των ούρων, εκτός από τους γαλακτοβάκιλλους του κόλπου λόγω επιμόλυνσης από κολπικά υγρά.

Τα συνηθέστερα βακτήρια των ούρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Escherichia coli[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κολοβακτηρίδιο είναι Gram αρνητικό βακτηρίδιο και αποτελεί το συχνότερο αίτιο ουρολοιμώξεων. Τα λοιμογόνα στελέχη προέρχονται από τον γαστρεντερολογικό σωλήνα. Τα ουροπαθογόνα στελέχη της Escherichia coli χαρακτηρίζονται από ινίδια με πρωτεΐνες προσκόλλησης, οι οποίες συνδέονται σε ειδικούς υποδοχείς του επιθήλιου του ουροποιητικού συστήματος. Οι θέσεις σύνδεσης στους υποδοχείς αυτούς αποτελούνται από διμερή γαλακτόζης. Η κινητικότητα της Escherichia coli την βοηθά να εισέλθει από την ουρήθρα στην ουροδόχο κύστη και να ανέλθει από τους ουρητήρες στους νεφρούς.

Αποικίες Escherichia coli σε σε καλλιεργητικό υλικό αιματούχο άγαρ

Klebsiella spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κλεμπσιέλλα είναι Gram αρνητικό, λακτόζη θετικό βακτηρίδιο το οποίο φέρει παχύ έλυτρο, στερείται βλεφαρίδων και είναι ακίνητο. Στο Mac Conkey agar αναπτύσσει μεγάλες χαρακτηριστικές βλεννώδεις ροζ αποικίες. Είναι ευκαιριακό παθογόνο, το οποίο ευθύνεται για ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, κυρίως ουρολοιμώξεις και πνευμονία. Η Klebsiella pneumoniae αποτελεί το δεύτερο κατά σειρά αίτιο ουρολοιμώξεων μετά την Escherichia coli.

Αποικίες Κλεμπσιέλλας σε καλλιεργητικό υλικό Mac Conkey

Citrobacter spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κιτροβακτηρίδιο είναι Gram αρνητικό βακτηρίδιο, λακτόζη βραδέως θετικό ή καθόλου. Ανήκει στα εντεροβακτηριακά και συγγενεύει με τις αριζόνες και τις σαλμονέλες. Το γνωστότερο κιτροβακτηρίδιo που προκαλεί ουρολοιμώξεις είναι το Citrobacter freundii.

Proteus spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρωτέας είναι Gram αρνητικό βακτηρίδιο, λακτόζη αρνητικό, παράγει υδρόθειο και ουρεάση (ένζυμο το οποίο προκαλεί ταχεία υδρόλυση της ουρίας απελευθερώνοντας αμμωνία). Η έντονη κινητικότητα των πρωτέων βοηθά στην είσοδο τους στο ουροποιητικό σύστημα με αποτέλεσμα την ουρολοίμωξη. Η παραγωγή του ενζύμου ουρεάση από τους πρωτείς έχει ως αποτέλεσμα να σχηματίζεται αμμωνία στα ούρα από την υδρόλυση της ουρίας. Η αμμωνία ανεβάζει το pH των ούρων με αποτέλεσμα τον σχηματισμό λίθων. Ο Proteus vulgaris προκαλεί κυρίως νοσοκομειακές λοιμώξεις ενώ ο Proteus mirabilis εξωνοσοκομειακές.

Αποικίες Πρωτέα σε καλλιεργητικό υλικό αιματούχο άγαρ

Providencia spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν πέντε είδη τα P. alcalifaciens, P. stuartii, P. rettgeri, P. rustigianii, P. heimbachae. Όλα τα είδη του γένους παράγουν φαινυλοπυροσταφυλικό οξυ και μόνο P. rettgeri προκαλεί υδρόλυση της ουρίας. Οι προβιντένσιες είναι κινητικά βακτηρίδια οπότε μπορεί και εισέλθουν στην ουρήθρα και να προκαλέσουν ουρολοιμώξεις.

Pseudomonas spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ψευδομονάδες είναι Gram αρνητικά βακτηρίδια, αυστηρώς αερόβια. Ο Pseudomonas aeruginosa βρίσκεται κυρίως στο έδαφος και στο νερό αν και το 10% των ανθρώπων την φέρει ως μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου. Συνήθως δεν προκαλεί νόσους σε υγιή άτομα αλλά μπορεί να προκαλέσει ευκαιριακές λοιμώξεις σε άτομα που νοσηλεύονται. Ευθύνεται για το 10-20% των νοσοκομειακών λοιμώξεων κυρίως σε άτομα που φέρουν καθετήρα ουροδόχου κύστης. Προκαλεί ουρολοιμώξεις κυρίως σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.

Serratia spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος σερράτια αποτελείται από μικρά κινητά μικρά βακτηρίδια που ζυμώνουν την λακτόζη βραδέως. Τα γνωστότερα είδη είναι Serratia marcescens, Serratia liquefaciens και Serratia dorifera. Ειδικά η Serratia marcescens οφείλεται για τις περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος σε ασθενείς του νοσοκομείου.

Mycoplasma spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μυκοπλάσματα είναι οι μικρότεροι προκαρυωτικοί οργανισμοί και το μέγεθός τους (0,2-0,8 μm) είναι σχεδόν ίδιο με αυτό των μεγάλων ιών. Το σχήμα τους ποικίλει αναλόγως του σταδίου της ανάπτυξής τους, του είδους, και των συνθηκών του περιβάλλοντος. Η οικογένεια των μυκοπλασμάτων διαιρείται σε δύο γένη, στα μυκοπλάσματα και στα ουρεοπλάσματα. Ειδικά το Mycoplasma hominis και το Ureoplasma urealyticum εποικίζουν το κατώτερο ουρογενετικό σύστημα ιδίως των σεξουαλικά δραστήριων ενηλίκων. Το Mycoplasma hominis προκαλεί πυελική φλεγμονώδη νόσο καθώς και μη ειδική κολπίτιδα. Το Ureoplasma urealyticum προκαλεί ουρηθρίτιδα. Στις γυναίκες το Ureoplasma urealyticum έχει απομονωθεί σε περιπτώσεις ενδομητρίτιδας και στις κολπικές εκκρίσεις γυναικών με πρόωρο τοκετό.

Staphylococcus spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνηθέστερος είναι ο σταφυλόκοκκος ο σαπροφυτικός ο οποίος παρουσιάζει μεγάλη προσκολλητικότητα στα επιθηλιακά κύτταρα του ουροποιητικού και είναι υπεύθυνος για ουρολοιμώξεις (κυστίτιδες) ιδίως σεξουαλικά δραστήριων γυναικών. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρουν σεξουαλική επαφή τις προηγούμενες 24 h. Κατέχει την δεύτερη θέση μετά την Escherichia coli ως αίτιο ουρολοιμώξεων στις νέες γυναίκες.

Streptococcus Β[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι στρεπτόκοκκοι της ομάδας αυτής ανιχνεύονται στον κόλπο φορέων γυναικών (25%) και στην ουρήθρα φορέων ανδρών, όπως και στον εντερικό σωλήνα, κυρίως στον ορθό. Τα νεογνά μολύνονται κατά τον τοκετό καθώς διέρχονται από τον γεννητικών σωλήνα μητέρων που είναι φορείς. Αντιπρόσωπος της ομάδας αυτής είναι ο Streptococcus agalactiae που καλλιεργείται σε αιματούχο άγαρ, οι αποικίες του είναι σχετικά μεγάλες, χρώματος μεταξύ άσπρου και γκρίζου.

Enterococcus spp[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τους εντερόκοκκους μεγαλύτερο κλινικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο Enterococcus faecalis και ο Enterococcus faecium. Αποτελούν μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του γαστρεντερολογικού σωλήνα και ευκαιριακά του κόλπου των γυναικών. Οι εντερόκοκκοι δεν είναι ιδιαίτερα λοιμογόνοι, ευθύνονται όμως για ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις λόγω των πολυανθεκτικών στελεχών που αναπτύσσουν. Είναι Gram (+) κόκκοι ωοειδείς, ακίνητοι, μη σπορογόνοι.

Αποικίες Εντερόκοκκου σε καλλιεργητικό υλικό αιματούχο άγαρ

Αναερόβια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι Gram αρνητικά βακτηρίδια, μη σπορογόνα. Αποτελούν φυσιολογικά τους πλέον κοινώς μικροοργανισμούς στο γενετικό σύστημα των γυναικών και στο κατώτερο γαστρεντερικό σωλήνα. Είναι υπεύθυνα για πιθανές ουρολοιμώξεις και κολπίτιδες.

Οι συνηθέστεροι μύκητες στα ούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Candida albicans[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανευρίσκεται στις ουροκαλλιέργειες ανοσοκατασταλμένων ασθενών, μεταμοσχευμένων και υποβαλλόμενων σε βαριά χημειοθεραπεία και ως επιμόλυνση στα ούρα γυναικών με κολπίτιδα. Η παρουσία της «αξιολογείται» όταν εμφανίζει αποκλειστική ανάπτυξη ή μικτή αλλά με μεγάλο αριθμό αποικιών.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιωαννίδης Ι. Κλινική Χημεία Ι: Ανάλυση Ούρων: Θεωρία. Εκδόσεις Γιαχούδη. Θεσσαλονίκη, 2004.
  • Ιωαννίδης Ι. Κλινική Χημεία Ι: Ανάλυση Ούρων: Εργαστήριο. Εκδόσεις Γιαχούδη. Θεσσαλονίκη, 2002.
  • Τράπαλη Μ, Καρβούνης Ι. Σημειώσεις εργαστηρίου Ανάλυση Βιολογικών Υγρών και Εκκριμάτων. Έκδοση ΤΕΙ Αθήνας 2009.
  • Καρκαλούσος Π. Η μικροσκόπηση των ούρων. Έκδοση ΤΕΙ Αθήνας 2011.
  • Πόγγας Ν. Ιατρική Μικροβιολογια Ι - Βακτηριολογία. Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2009

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]