Λιγούστρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λιγούστρο
Κοινό λιγούστρο (Ligustrum vulgare)
Κοινό λιγούστρο (Ligustrum vulgare)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Χοιραδιώδη (Scrophulariales)
Οικογένεια: Ελαιοειδή (Oleaceae)
Γένος: Λιγούστρο (Ligustrum)
L.
Είδη

Δείτε κείμενο

Το λιγούστρο ή λιγκούστρο (Ligustrum) είναι γένος αειθαλών ή φυλλοβόλων θάμνων, οι οποίοι μπορεί να γίνουν δέντρα μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Ανήκει στα ελαιοειδή. Το γένος απαρτίζεται από σαράντα περίπου είδη. Τα λιγούστρα χρησιμοποιούνται κυρίως για την δημιουργία φυτοφρακτών και πράσινων πλαισίων, ενώ μπορούν να φυτευτούν και σε γλάστρες. Είναι ημισκιόφυτα και φωτόφυτα και αναπτύσσονται σε καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Πολλαπλασιάζονται με σπόρους και με μοσχεύματα. Οι δενδρώδεις ποικιλίες πολλαπλασιάζονται με εμβόλια πάνω στο L. japonicum.[1]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μικρά άνθη του λιγούστρου σχηματίζουν κωνικές ταξιανθίες

Τα λιγούστρα είναι θάμνοι ή μικρά δέντρα, τα οποία μπορούν να φτάσουν σε ύψος έξι μέτρων ή και μεγαλύτερο, ανάλογα με το είδος. Τα φύλλα τους είναι απλά, επιμήκη ή οβάλ και έχουν αντίθετη φυλλοταξία. Ανθίζουν την άνοιξη και το καλοκαίρι και τα μικρά λευκά άνθη τους σχηματίζουν κωνικές ταξιανθίες. Τα άνθη αποτελούνται από τέσσερα πέταλα ενωμένα στο βασικό τους μισό[2]. Οι καρποί είναι μικρά κηρώδη μπλε και μαύρα μούρα που παραμένουν πάνω στο φυτό το χειμώνα.[3]

Τα φυτά είναι ολόκληρα τοξικά, συμπεριλαμβανομένων των καρπών. Η τοξική ουσία που παράγουν τα λιγούστρα είναι ένα γλυκοσίδιο, η συριγκίνη ή λιγουστρίνη, η οποία είναι ερεθιστική για τον άνθρωπο και μπορεί να προκαλέσει ναυτία, εμετό, διάρροια και κοιλιακές κράμπες, αλλά δεν υπάρχει καταγεγραμμένη περίπτωση δηλητηρίασης στον άνθρωπο από λιγούστρο. Αντίθετα, το φυτό είναι δηλητηριώδες για τα μηρυκαστικά.[3]

Εκχυλίσματα των διαφόρων ειδών λιγούστρου φαίνεται ότι έχουν αντιοξειδωτική (προστατεύουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια από την αιμόλυση), αντιφλεγμονώδη και ηπατοπροστατευτική δράση. Θεωρείται επίσης ότι ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και βοηθάει στην πρόληψη του καρκίνου, αν και τα στοιχεία δεν είναι αρκετά.[4] Εκχύλισμα από τα φύλλα του είδους L. robustum χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική.[5]

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος περιλαμβάνει περίπου 40 είδη. Από αυτά έντεκα είναι δεκτά από το ITIS (Integrated Taxonomic Information System)[6]:

  • Ligustrum amurense - Λιγούστρο του Αμούρ
  • Ligustrum ibota - Λιγούστρο το ιμπότα
  • Ligustrum japonicum - Λιγούστρο το ιαπωνικό
  • Ligustrum lucidum
  • Ligustrum obtusifolium - Λιγούστρο το αµβλύφυλλον
  • Ligustrum ovalifolium - Λιγούστρο το ωοειδόφυλλον
  • Ligustrum quihoui
  • Ligustrum robustum - Λιγούστρο το εύρωστο
  • Ligustrum sempervirens - Λιγούστρο το αειθαλές
  • Ligustrum sinense - Λιγούστρο το σινικό
  • Ligustrum tschonoskii
  • Ligustrum vulgare - Λιγούστρο το κοινό

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ligustrum lucidum "Excelsum superbum"». artemisaris.gr. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2012. 
  2. T. C. Brayshaw (1996). Trees and Shrubs of British Columbia. UBC Press. σελ. 304. ISBN 0774805641. 
  3. 3,0 3,1 Lewis S. Nelson· Richard D. Shih· Michael Balick (2006). Handbook of Poisonous and Injurious Plants. Springer. σελίδες 201 – 203. ISBN 0387312684. 
  4. Ligustrum NYU Langone Medical Center. Ανακτήθηκε την 27 Οκτωβρίου 2012
  5. Lau KM, He ZD, Dong H, Fung KP, But PP. (Νοέμβριος 2002). «Anti-oxidative, anti-inflammatory and hepato-protective effects of Ligustrum robustum». Journal of Ethnopharmacology (pubmed) 83 (1-2): 63-71. PMID 12413708. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/12413708. 
  6. «ITIS Standard Report Page - Ligustrum». Integrated Taxonomic Information System. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2011. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]