Λας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Συντεταγμένες: 36°43′39″N 22°30′16″E / 36.72750°N 22.50444°E / 36.72750; 22.50444

Για το μυθολογικό πρόσωπο, δείτε: Λας (μυθολογία).
Η τοποθεσία της Λα στην Πελοπόννησο, στον Λακωνικό κόλπο, κοντά στο σημερινό Άνω Βαθύ Λακωνίας

H Λας ήταν διάσημη αρχαία πόλη της Λακεδαιμονίας στην μεσαία χερσόνησο της Πελοποννήσου που ονομάζουμε σήμερα Μάνη, στις δυτικές ακτές του Λακωνικού κόλπου.[1][2] Ήταν η μοναδική πόλη η οποία όπως γράφει ο Περίπλους του Ψευδοσκύλακα βρισκόταν ανάμεσα στο Ταίναρο και το Γύθειο κοντά στο σημερινό Άνω Βαθύ Λακωνίας, όπου το σημερινό Χοσιάρι αποτελούσε το λιμάνι της πόλης.
(*) Ο Όμηρος την αποκαλεί "Λάαν", στους Θουκυδίδη, Παυσανία αναφέρεται ως "ο Λας" και στους Στράβωνα και Στέφανο τον Βυζάντιο ως "η Λα".[3] Ο Περίπλους αναφέρει ότι η Λας είχε λιμάνι αλλά ο Παυσανίας την καταγράφει σε απόσταση 10 Στάδια από την θάλασσα και 40 Στάδια νότια από το Γύθειο.[4] Στην κορυφή του όρους Ασία ή Ασέα, απόληξη παραφυάδας του Ταϋγέτου που σήμερα ονομάζεται λόφος του Πασσαβά βρισκόταν η αρχαία πόλη Λας. Την εποχή του Παυσανία ενώ εκεί παρέμεινε η ακρόπολη της πόλης, η νέα πόλη επανιδρύθηκε ανάμεσα σε τρεις μικρούς λόφους της ίδιας περιοχής. Ο Όμηρος την περιλαμβάνει στον Κατάλογο των πόλεων των πλοίων της Ιλιάδας, σύμφωνα με την παράδοση την κατέστρεψαν οι Διόσκουροι.[5][6]


Η Λάας στον Όμηρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λάας ήταν η αξιολογότερη από όλες τις προϊστορικές πόλεις της Λακωνίας. Η σημασία και η αίγλη της πόλης ήταν ισότιμες με όλες τις υπόλοιπες της Λακεδαίμονος που αναφέρονται στην Ιλιάδα από τον Όμηρο. Στην συγκεκριμένη δε περιοχή είναι η κυρίαρχη πόλη μαζί με το Οίτυλο.

Οἳ δ᾽ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,
Φᾶρίν τε Σπάρτην τε πολυτρήρωνά τε Μέσσην,
Βρυσειάς τ᾽ ἐνέμοντο καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινάς,
οἵ τ᾽ ἄρ᾽ Ἀμύκλας εἶχον Ἕλος τ᾽ ἔφαλον πτολίεθρον,
οἵ τε 'Λάαν' εἶχον ἠδ᾽ Οἴτυλον ἀμφενέμοντο,


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Β΄(στίχοι  : 581-585)

Ο Λας στον Παυσανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από το Γύθειο, ο περιηγητής Παυσανίας (Λακωνικά ΧΙV.6-11, & XXV.1-10), φτάνει στον Λάα, τον οποίο ορίζει σαφώς «Τά δε εν δεξιά Γυθείου Λας εστί», παρατηρώντας από ξηρά. Η απόσταση της από το Γύθειο που αναφέρει, 40 στάδια (1 στάδιο=185 μέτρα), ταυτίζεται σε ευθεία με τη σημερινή θέση που έχει αποδοθεί για την ακρόπολη. Την εποχή εκείνη φαίνεται πως ο Λας κάλυπτε την ευρύτερη περιοχή, όπου σήμερα υπάρχουν τα χωριά Καρβελάς, Σκαμνάκι, Χωσιάριον και Αγερανός, με κέντρο την ακρόπολη όπου το Κάστρο του Πασσαβά. (που κτίσθηκε αργότερα), ενώ από την πλευρά της θάλασσας έφτανε μέχρι τους όρμους Βαθύ (παραλία Μαυροβουνίου) και Κάτω Βαθύ.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην κορυφή του όρους Ασία ή Ασέα, απόληξη παραφυάδας του Ταϋγέτου που σήμερα ονομάζεται λόφος του Πασσαβά βρισκόταν η αρχαία πόλη Λας. Αργότερα ενώ εκεί παρέμεινε η ακρόπολη της πόλης, αυτή επανιδρύθηκε ανάμεσα σε τρεις μικρούς λόφους της ίδιας περιοχής. Κατά την φραγκοκρατία το 1254 στο σημείο της ακρόπολης κτίσθηκε το κάστρο του Πασσαβά γύρω από το οποίο ιδρύθηκε η ομώνυμη Βαρωνία που αποτελούσε και τη μοναδική από ξηράς είσοδο στην Μάνη, ενώ το όνομα Πασσαβά δόθηκε και στη μία εκ των τεσσάρων επαρχιών που χωρίσθηκε τότε η Μάνη. Ο Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ που επισκέφτηκε την περιοχή τον 19ο αιώνα παρατήρησε στο νοτιότερο τμήμα του ανατολικού τείχους ένα κομμάτι Ελληνιστικού τείχους με μήκος 38 μέτρα, το ύψος του ήταν στα 2/3 του σύγχρονου κάστρου. Δημιουργήθηκε από μεγάλους πολυγωνικούς πέτρινους λίθος που έφταναν ακόμα και τα 1.2 μέτρα. Η πηγή "Γαλακώ" τροφοδοτείται από το ρεύμα "Τουρκόβρυσα" που βρίσκεται ανάμεσα στον λόφο του Πασσαβά και στο σημερινό χωριό Καρβελάς 2.5 χιλιόμετρα δυτικά του Πασσαβά.[7]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δωρική γλώσσα "λάας" σημαίνει λίθος. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, την πόλη ίδρυσαν άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τους λίθους που έριχναν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον ομώνυμο κατακλυσμό. Πλησίον της πόλης, στο Αεράεινον (σημερινό χωριό Αγερανός), αναφέρεται από τον Παυσανία ότι υπήρχε ο τάφος του ιδρυτή της πόλης. Σύμφωνα με τον μύθο, ο ήρωας Λας δολοφονήθηκε από τον Αχιλλέα όταν είχε κατέβει στη Λακωνία ως μνηστήρας της Ωραίας Ελένης. Στην ανάμειξη αυτή ηρώων και μύθων σαφώς καταδεικνύεται η κάθοδος των Δωριέων στη περιοχή όπου ο Αχιλλέας ως μυθικός βασιλεύς της Φθιώτιδας φθάνει στη Λακωνία στην οποία και απαντώνται πολλά ιερά προς τιμή του καθώς και της Θέτιδας και του Νηρέα, ιδιαίτερα δε στους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Παυσανίας αφιερώνει αρκετά στην περιγραφή τής πόλης (ναούς, ιερά) και της περιοχής (ποτάμια, πηγές). Κατά τη γεωμετρική εποχή η αρχική πόλη Λας φαίνεται να εγκαταλείφθηκε και να επανιδρύθηκε σε τοποθεσία μεταξύ των βουνών Ασία (Πασσαβάς), Ίλιον (Μαστρολέου) και Κνακάδιον (Ταρμπολιάς). Δεν μπορούμε παρά να συνδέσουμε και την επίσης αρχαία και γειτονική με τον Λας πόλη Ασίνη. Η σημερινή περιοχή Καμμάρες αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της πόλης Λας, που έφτανε μέχρι το ιερό του Διός στις εκβολές του ποταμού Σκύρα. Κεντρικό σημείο αποτελούσε το Αεράινον (Αγερανός), επειδή σε αυτό υπήρχε ο τάφος του οικιστή της πόλης, με το ομώνυμο όνομα Λας. Στην ευρύτερη γεωγραφική επικράτεια του Λα ανήκε όλη η παραθαλάσσια περιοχή από το χωριό Μαυροβούνιο μέχρι και το Σκουτάρι]]. Σε κάποια κείμενα την βρίσκουμε να ονομάζεται Αμάθεια.

Στην ακρόπολη του Λα υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην Αθηνά Σώτηρα. Κατά τον Παυσανία, το ιερό της Αθηνάς Ασίας ίδρυσαν οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, όταν επέστρεψαν από την Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ ονομάζονται και "Λαπέρσες" σύμφωνα με αναφορά τού Στράβωνα (Η΄ V3), επειδή κατέλαβαν την πόλη. Εκ της περίεργης αυτής πληροφορίας του Στράβωνα καθίσταται φανερό ότι οι Διόσκουροι υπήρξαν κατ΄ αρχήν θεοί και ήρωες προελληνικοί που μεταδόθηκε αργότερα η λατρεία τους στους Έλληνες και ιδιαίτερα από τους Δωριείς. Είναι δε γνωστό ότι οι Δωριείς της Σπάρτης είχαν επιδοθεί σε σκληρούς αγώνες για την υποταγή των Μυκηναϊκών θέσεων. Ομοίως καθίσταται φανερό ότι η Λας άκμαζε ήδη πριν την κατάληψή της από τους Διόσκουρους, λαμβάνοντας την προσαγόρευση "Λαπέρσαι" και συνεπώς πριν την Αργοναυτική εκστρατεία. Επίσης και ο Ποσειδώνας ετιμάτο σε ναό που ίδρυσε ο Οδυσσέας επιστρέφοντας από την Τροία.
Από τα χρόνια του βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), ο Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Σπάρτης, και οι κάτοικοί της ανήκαν στους Περίοικους. Με αφορμή τα σκληρά μέτρα τού Νάβη στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών, οι τελευταίοι κατέφυγαν στον Λα για να σωθούν. Αργότερα 24 λακωνικές - επί το πλείστον παραθαλάσσιες - πόλεις που ήθελαν να απαλλαγούν από τον Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη, το 198 π.Χ., και αποτέλεσαν μία ομοσπονδία που ονομάστηκε Κοινό των Λακεδαιμονίων. Το κοινό αυτό αργότερα, το 22 π.Χ. αναδιοργανώθηκε από τον Αύγουστο υπό το όνομα Κοινόν των Ελευθερολακώνων στο οποίο περιλαμβάνονταν 18 πόλεις. Στην ομοσπονδία αυτή ανήκε ο Λας καθώς και οι γειτονικές πόλεις Γύθειο, Οίτυλο και η/ο Πύρριχος, μιά εξίσου αρχαία πόλη, ίσως και προγενέστερη από τον Λα.

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαία πόλη ήταν Σπαρτιάτικη τοποθεσία, οι κάτοικοι της πολέμησαν και λεηλάτησαν τον στρατό του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας την εποχή της εισβολής του στην Λακωνία. Αργότερα (195 π.Χ.) ανεξαρτητοποιήθηκε από την Αρχαία Σπάρτη και έγινε κύρια πόλη στο Κοινό των Ελευθερολακώνων. Οι Σπαρτιάτες την ανακατέλαβαν (189 π.Χ.) αλλά όταν η Αχαϊκή Συμπολιτεία κατέλαβε την Ακρόπολη της Σπάρτης κέρδισε ξανά την ανεξαρτησία της. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέκτησε την Λακωνία (146 π.Χ.) αλλά οι πόλεις των Ελευθερολακώνων απέκτησαν προνόμια και ανεξαρτησία, στην Λας οικοδομήθηκε λουτρό και Γυμνάσιο. Την μετέπειτα περίοδο η πόλη έπεσε σε παρακμή, ο Τίτος Λίβιος και ο Παυσανίας αναγνωρίζουν τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης στους πρόποδες του Όρους Άσια.[8] Μπροστά στα τείχη υπήρχε άγαλμα του Ηρακλή και ένα τρόπαιο που ανηγέρθη την εποχή που οι Μακεδόνες του Φιλίππου Ε΄ επιτέθηκαν στην Λακωνία, ανάμεσα στα ερείπια βρέθηκε επίσης ανδριάντας της Αθηνάς Άσιας. Η νεότερη πόλη βρισκόταν κοντά σε μια πηγή με το όνομα Γαλακώ λόγω του γαλακτώδους χρώματος των νερών της, πολύ κοντά βρισκόταν ένα Γυμνάσιο και ένα άγαλμα του Ερμή. Πίσω από τα ερείπια της παλιάς πόλης του Όρους Άσια, στα άλλα δυο βουνά βρέθηκαν τα ερείπια πολλών θεών, στο Όρος Ίλιο βρέθηκαν ναοί του Διονύσου και του Ασκληπιού στην κορυφή, στο Όρος Κνακάδιο βρέθηκε ναός του Κάρνιου Απόλλωνα. Ο Πολύβιος και ο Στράβων την καταγράφουν πολλές φορές σαν "Ασίνη", πιθανότατα πήρε το όνομα από νέους εποίκους που ήρθαν στην περιοχή από την Ασίνη Αργολίδας.[9][10] Από τα νομίσματα της πόλης επιβεβαιώνεται η ύπαρξη και η ακμή της μέχρι στον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η επιδρομή των Βανδάλων με τον Γιζέριχο πιθανόν να είναι η κύρια αιτία καταστροφής της πόλης, που συμπληρώθηκε από άλλες επιδρομές εναντίον των περιοχών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επίσης ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο πρέπει να καταβύθισε μέρος του λιμανιού του Λα, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα. Η ντόπια παράδοση λέει πως ο σεισμός εκείνος καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζί 20.000 ανθρώπους.

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη δεν αναφέρεται στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, όταν οι Φράγκοι κατέκτησαν την Πελοπόννησο την Μάνη πήρε φέουδο ο Ιωάννης Α΄ ντε Νεϊγύ που έκτισε λίγο μετά το 1218 ένα κάστρο. Το κάστρο αυτό έμεινε γνωστό ως Πασσαβάς ή Κάστρο του Πασσαβά, μια ονομασία που έχει Γαλλική προέλευση, την συναντάμε σε πολλά χωριά της νότιας Γαλλίας και μεταφράζεται ως "περνάω εμπρός".[11] Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με την ηγεμονία του Νεϊγύ στην Μάνη.[12] Πρέπει να έζησε πολύ λίγο και το κάστρο το ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί μετά την νίκη τους στην Μάχη της Πελαγονίας (1263).[13] Το κάστρο χρησιμοποιήθηκε κατόπιν από τους Βυζαντινούς, η Οθωμανική αυτοκρατορία στην συνέχεια τοποθέτησε φρουρά στις προσπάθειες της να υποτάξει τους Μανιάτες. Ο Ισπανός ναύαρχος Αλόνσο ντι Κοντρέρας λεηλάτησε την ακτή και εξόντωσε την Οθωμανική φρουρά (1601) αλλά ο Οθωμανός στρατηγός Κουασί Αλί Πασά το ανακατέλαβε (1661). Το κάστρο κατέλαβαν οριστικά οι Μανιάτες με την βοήθεια των Βενετών (1684), οι Βενετοί κατέστρεψαν την πόλη και τον οπλισμό του κάστρου ώστε να μην το χρησιμοποιήσουν ξανά οι Οθωμανοί. Την εποχή που ο αρχηγός των Μανιατών σκοτώθηκε από τους Οθωμανούς η μητέρα του οδήγησε άντρες από το Σκουτάρι Λακωνίας μέσα στο κάστρο την Κυριακή του Πάσχα ντυμένους ιερείς. Οι άντρες πήραν όλα τα όπλα και οι 700 οικογένειες που ζούσαν αποχώρησαν, από τότε είναι ακατοίκητο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Όμηρος. Ιλιάδα. Τόμ. 2.585
  2. Στέφανος ο Βυζάντιος, Εθνικά. Τόμ. s.v
  3. Περίπλους του Ψευδοσκύλακα, σ. 17
  4. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=paus.+3.24.6&redirect=true
  5. Στράβων, Γεωγραφικά, Τόμ. 8. σ. 364
  6. Στέφανος ο Βυζάντιος, Εθνικά, Τόμ. sub voce Λα
  7. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=paus.+3.24.6&redirect=true
  8. Livy. Ab Urbe Condita Libri (History of Rome). Τόμ. 38.30
  9. Πολύβιος, Ιστορίαι, Τόμ. 5.19
  10. Στράβων, Γεωγραφικά, Τόμ. 8, σ.363
  11. Bon 1969, σσ. 508–509
  12. Bon 1969, σ. 509
  13. Bon 1969, σσ. 135, 508

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Στράβωνος Πελοποννησιακά», εκδόσεις Κάκτος
  • «Ιστορία Μάνης», του Ανάργυρου Κουτσιλιέρη, εκδόσεις Παπαδήμα
  • «Παυσανίου Λακωνικά», του Ιωάννη Β.Βίγλα, εκδόσεις Μοριάς

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]