Κλόουν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Κλόουν είναι ο Περικλής Πανάρας(aka χοντρούλης)

Κλόουν τσίρκου.

Οι κλόουν είναι κωμικοί διασκεδαστές, με χαρακτηριστική εμφάνιση που οφείλεται στο μέικ-απ, τις πολύχρωμες περούκες και τα περίεργα ρούχα τα οποία φορούν, ενώ μπορεί να φορούν και αστεία καπέλα. Κινούνται και μιλάνε κωμικά προκαλώντας το γέλιο στους παρευρισκομένους.[1][2][3][4]

Ασκεί το επάγγελμά του σε οποιοδήποτε χώρο κληθεί να παρουσιάσει τις ικανότητές του, κυρίως σε παιδικές εκδηλώσεις. Αμείβεται κατά περίπτωση.Ο κλόουν είναι μια εκμοντέρνιση του γελωτοποιού που γνωρίζουμε από τα πιο παλιά χρόνια. Απευθύνεται και σε άντρες και σε γυναίκες και κυρίως απαιτεί χαμόγελο και μόνιμα καλή διάθεση. Στα Αγγλικά προφέρεται κλάουν και η ρίζα της λέξεως είναι Αγγλική

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχαιότεροι κλόουν αναφέρονται στην Πέμπτη δυναστεία Φαραώ, περί το 2400 ΠΚΕ.[5] Αντίθετα από τους γελωτοποιούς της αυλής, οι κλόουν φαίνεται πως παραδοσιακά υπηρέτησαν κοινωνικοθρησκευτικούς και ψυχολογικούς ρόλους[5].

Στην ανθρωπολογία, ο όρος κλόουν έχει επεκταθεί σε συγκρίσιμους χαρακτήρες γελωτοποιού ή τρελού-ανόητου σε μη δυτικούς πολιτισμούς. Η κοινωνίες στις οποίες τέτοιοι κλόουν κατέχουν σημαντική θέση, ονομάζονται κοινωνίες κλόουν και ο χαρακτήρας κλόουν που εμπλέκεται σε θρησκευτική ή τελετουργική ιδιότητα είναι γνωστός ως τελετουργικός κλόουν[6][7][8].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Rogers, Phyllis (1980). «My Favorite Foods are Dr Pepper, Collard Greens, and Pizza. I'm sure I'll Be a Good Clown». Studies in Visual Communication (University of Pennsylvania) 6 (1): 44–45. doi:10.1111/j.2326-8492.1980.tb00116.x. https://repository.upenn.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1090&context=svc. Ανακτήθηκε στις 1 January 2021. 
  2. Butler, Laurel (March 2012). «'Everything seemed new': Clown as Embodied Critical Pedagogy». Theatre Topics (Johns Hopkins University Press) 22 (1): 63–72. doi:10.1353/tt.2012.0014. https://repository.upenn.edu/svc/vol6/iss1/7/. Ανακτήθηκε στις 1 January 2021. 
  3. Keisalo, Marianna (24 March 2017). «'Picking People to Hate': Reversible reversals in stand-up comedy». Suomen Antropologi 41 (4): 62. https://journal.fi/suomenantropologi/article/view/63057. Ανακτήθηκε στις 22 March 2021. 
  4. Double, Oliver (2014). «Licence». Getting the Joke: the inner workings of stand-up comedy. Quote by Stewart Lee (2nd έκδοση). New York: Bloomsbury Methuen Drama. σελ. 264. ISBN 978-1-4081-7460-9.  Unknown parameter |orig-date= ignored (βοήθεια)
  5. 5,0 5,1 Bala, Michael (Winter 2010). «The Clown: An Archetypal Self-Journey». Jung Journal: Culture & Psyche 4 (1): 50–71. doi:10.1525/jung.2010.4.1.50. 
  6. Pollio, Howard (1978-09-14). «What's so funny?». New Scientist (United Kingdom: Reed Business Information) 79 (1120): 774. ISSN 0262-4079. https://books.google.com/books?id=HE3kv720yyEC&pg=PA774. Ανακτήθηκε στις 2020-05-16. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Charles, Lucile Hoerr (Jan–Mar 1945). «The Clown's Function». The Journal of American Folklore 58 (227): 25–34. doi:10.2307/535333. 
  8. Edward P. Dozier (1970). The Pueblo Indians of North America. New York: Holt, Rinehart and Winston. σελ. 202. ISBN 0030787459. LCCN 75114696. OL 5218719M. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2020.