Κατσούρμπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο Κατσούρμπος, ή Κατζούρμπος, ή Κατσάροπος, είναι κωμωδία του Γεωργίου Χορτάτση, γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Είναι η πρώτη χρονολογικά κωμωδία της Κρητικής λογοτεχνίας. Ο ακριβής χρόνος γραφής της είναι άγνωστος αλλά από αναφορές σε γεγονότα της επικαιρότητας συμπεραίνεται πως γράφτηκε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1580, πάντως πριν το 1600. Η ονομασία Κατσούρμπος προήλθε από έναν ήρωα της κωμωδίας, τον δούλο Κατσούρμπο. Παλιότερα όμως φαίνεται πως ήταν γνωστή ως Κατσάραπος, από το όνομα ενός άλλου ήρωα, αφού ο ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής στο ποίημά του Ο Κρητικός Πόλεμος (1681) αναφέρει για τον Χορτάτση «καί καμε την πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη/ μαζί με τον Κατζάροπον την άξιαν Ερωφίλη».

Δομή και υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

ΝΙΚΟΛΟΣ
Ποῦ ’σαι, Κασσάντρα μου ἀκριβή, ποῦ ‘σαι καὶ δὲν προβαίνεις
νὰ σβήσεις τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τσῆ πληγωμένης
τὴ λαύρα κι ὅλους τσὶ καημούς, μόνο μὲ τὴ θωριά σου,
κι ὁ νοῦς μου ὁ φοβιζάμενος, γροικώντας τ’ ὄνομά σου,
νὰ διώξει τὴν τρομάρα μου κι ἀπὸ ‘δεπὰ μὲ πλῆσο
δρόσος καὶ περιδιάβαση σπίτι μας νὰ γυρίσω;
πρόβαλε κορασίδα μου, πρόβαλε νὰ σὲ δοῦσι
τ’ ἀμμάτια μου τοῦ ταπεινοῦ, να παρηγορηθοῦσι˙
πρόβαλε, δῶσ’ τονε τὸ φῶς, σὰν ἤσου μαθημένη.
μὲ τὴ γλυκιά σου τὴ θωριά, ψυχή μου ἀγαπημένη.
ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ
πρόβαλε, ναῖσκε, πρόβαλε, μηδὲν ἀργεῖς, κερά μου,
τοῦτα τὰ λόγια τ’ ἄνοστα πῶς τὰ μισᾶ ἡ κοιλιά μου!
Κοιμᾶσται θέλει ἀληθινά, για κεῖνο δὲν προβαίνει˙
δὲν ἐκαλοξημέρωσε καὶ θές τη σηκωμένη
νὰ στέκει νὰ σὲ καρτερεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό σου,
σὰ νὰ μὴν εἶχε λογισμό παρά τὸν ἐδικό σου;
τούτη τὴν ὥρα κάθε εἷς γλυκότατα κοιμᾶται
κι ἀναπαημένος μηδεμιὰ δουλειὰ του σκιὰς θυμᾶται
κ’ ἐμεῖς ἐσηκωθήκαμε σύναυγα σὰ χαλκιάδες
κ’ ἐπὰ στὴ ρούγαν ἤρθαμε νὰ λέμε πελελάδες.
Σκιὰς κολατσιό ἄς εἴχαμε κάμει, μὰ τ’ ἄντερά μου
βουρβουρακιάζου καὶ πονοῦ, καὶ μάχεται ἡ κοιλιά μου.

Το έργο έχει την κλασική δομή της λόγιας ιταλικής κωμωδίας (commedia erudita), δηλαδή πρόλογο και πέντε πράξεις. Τηρείται η απαραίτητη για το νεοκλασικό δράμα ενότητα χώρου, τόπου και χρόνου. Το έργο διαδραματίζεται στο Κάστρο (Ηράκλειο) στη διάρκεια μιας ημέρας, από νωρίς το πρωί έως το βράδυ. Μέχρι την αρχή της πρώτης πράξης έχουν παρουσιαστεί τα βασικά πρόσωπα και έχει εκτεθεί η κατάσταση. Στις επόμενες πράξεις η υπόθεση περιπλέκεται και στο τέλος της τέταρτης πράξης εμφανίζονται σταδιακά τα μέσα για την επίλυση της υπόθεσης. Κεντρικά πρόσωπα είναι δύο νέοι, ο Νικολός και η Κασσάντρα, η θετή μητέρα της Κασσάντρας, η «πολιτική» (εταίρα) Πουλισένα, ο γερο-Αρμένης και ο πατέρας του Νικολού Γιάκουμος. Επίσης εμφανίζονται και τα τυπικά πρόσωπα της λόγιας ιταλικής κωμωδίας˙ ο «μπράβος» Κουστουλιέρης είναι ο τύπος του καυχησιάρη αλλά δειλού στρατιωτικού. Συχνά καμαρώνει για τις πολεμικές του ικανότητες και τα κατορθώματά του, αλλά στην πράξη γελοιοποιείται και από τον δούλο του και από τον Δάσκαλο, ενώ είναι άτυχος και στην ερωτική του ζωή, αφού η Πουλισένα τον διώχνει χωρίς να φοβηθεί τις απειλές του. Ο Δάσκαλος φοράει μπαλωμένα ρούχα, με αποτέλεσμα να τον περάσουν για ζητιάνο. Του αρέσει να δίνει συμβουλές και να χρησιμοποιεί στην ομιλία του ιταλικά και λατινικά με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητός και να δημιουργούνται συχνά παρεξηγήσεις. Οι «ρουφιάνες» γειτόνισσες Αννέζα και Αρκολιά είναι τυποποιημένες μορφές της ιταλικές κωμωδίας, όπως και οι υπηρέτριες («φαμέγιες») Αννούσα και Αννίτσα. Οι υπηρέτες παρουσιάζονται τέλος με τυποποιημένες μορφές: ο Κατσάραπος είναι ο «φαγάς», εμφανίζεται στη σκηνή πεινασμένος ή μεθυσμένος, με το μυαλό του στο φαγητό και συχνά ξεχνάει τις εντολές του αφεντικού του. Ο Μούστρουχος είναι ο πονηρός και κλέφτης, που με διάφορες μικροαπατεωνιές κερδίζει χρήματα. Ο Κατσούρμπος χαρακτηρίζεται ως «ριδικολόζος» (κωμικός). Οι εμφανίσεις του και τα λόγια του συχνά προκαλούν γέλιο. Το σκηνικό απεικονίζει «χώρα με πόρτες και στενά» και το παράθυρο της Πουλισένας.[1]

Υπόθεση είναι ο έρωτας του Νικολού και της Κασσάντρας. Εμπόδιο στο γάμο είναι η θετή μητέρα της κοπέλας, που προσπαθεί να την κάνει ερωμένη του γέρο-Αρμένη. Ο Νικολός προσπαθεί να παρεμποδίσει τη σχέση, με τη βοήθεια της Αρκολιάς. Εξαιτίας όμως της άλλης ρουφιάνας, της Αννέζας, φανερώνονται τα σχέδια στη γυναίκα του Αρμένη και στον πατέρα του Νικολού. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι η Κασσάνδρα είναι κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι, και έτσι οι δύο νέοι είναι ελεύθεροι να πραγματοποιήσουν το γάμο τους.[2]

Γύρω από την κύρια υπόθεση εμπλέκονται τα διάφορα κωμικά επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστούν ο μπράβος, ο Δάσκαλος και οι δούλοι. Αυτές οι κωμικές σκηνές είναι χαλαρά δεμένες με την εξέλιξη της υπόθεσης και αποτελούν τυπικό στοιχείο της ιταλικής αλλά και της κρητικής κωμωδίας.

Χαρακτήρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοτίβο της εύρεσης του χαμένου παιδιού είναι χαρακτηριστικό μοτίβο του ιταλικού θεάτρου και εμφανίζεται και στις άλλες δύο σωζόμενες κωμωδίες. Δεν έχει βρεθεί όμως συγκεκριμένο ιταλικό πρότυπο του Κατσούρμπου και εξαιτίας της απλούστερης πλοκής του έργου σε σχέση με τα αντίστοιχα ιταλικά, δεν είναι πιθανό να έχει ακολουθήσει πιστά κάποιο συγκεκριμένο έργο. Υπάρχουν βέβαια αναλογίες σε αρκετές σκηνές με διάφορες ιταλικές κωμωδίες.

Κεντρικό θέμα της κωμωδίας είναι ο έρωτας, που εμφανίζεται με διάφορες μορφές, από τον νεανικό έρωτα του Νικολού και της Κασσάντρας έως της κωμικές περιπέτειες του γερο-Αρμένη και την γελοιοποίηση του μπράβου και του δασκάλου. Στις σκηνές των διαλόγων μεταξύ των δύο νέων ο έρωτας εκφράζεται με λυρικό τρόπο, αλλά αυτού του είδους οι λυρικές ερωτικές εξομολογήσεις γίνονται συχνά και αντικείμενο ειρωνίας: ο δούλος του Νικολού σχολιάζει τη συμπεριφορά του ερωτευμένου αφέντη του και παρωδεί την ερωτική εξομολόγησή του.[3]

Η ειρωνεία ως χιούμορ χρησιμοποιείται συχνά και σε άλλες σκηνές, όπως αυτή στην οποία οι «ρουφιάνες» επαινούν την Πουλισένα για τον «σωστό» τρόπο ανατροφής της Κασσάντρας και της δίνουν συμβουλές για το πώς να έχει πολλούς «αγαπητικούς» για να κερδίζει πολλά χρήματα. Το κωμικό στοιχείο δεν επιτυγχάνεται μόνο χάρη στο λεκτικό χιούμορ, αλλά και μέσω κωμικών σκηνών, όπως αυτές στις οποίες δημιουργούνται παρεξηγήσεις και προβλήματα επικοινωνίας εξαιτίας των ιταλικών και των λατινικών που χρησιμοποιεί ο Δάσκαλος και γίνονται αφορμή για έξυπνα λογοπαίγνια, και αυτές στις οποίες ο μπράβος γελοιοποιείται και ταπεινώνεται σε μονομαχίες. Από το χιούμορ της κωμωδίας απουσιάζουν οι βωμολοχίες.

Ο Κατσούρμπος χαρακτηρίζεται ως η καλύτερη από τις κωμωδίες του κρητικού θεάτρου[4] χάρη σε δραματουργικά πλεονεκτήματα (γρήγορη δράση, επιτυχημένα κωμικά στοιχεία, διαγραφή των χαρακτήρων). Αδυναμία μπορεί να θεωρηθεί η έλλειψη αληθοφάνειας στην αιτιολόγηση του πώς η ταυτότητα της Κασσάντρας δεν είχε γίνει προηγουμένως αντιληπτή από τους γονείς της, αφού είχε διατηρήσει το όνομά της και γνώριζε τα ονόματα των γονέων της.

Η γλώσσα του Κατσούρμπου, όπως και τα άλλα έργα του Χορτάτση, έχει ως βάση το δυτικό κρητικό ιδίωμα αλλά με παράλληλη χρήση στοιχείων του ανατολικού. Είναι όμως απλούστερη από τα άλλα θεατρικά του, γεγονός που εξηγείται από το είδος του έργου. Ο λόγος είναι πιο απλός, με συντομότερες προτάσεις, και η γλώσσα προσεγγίζει περισσότερο την ομιλουμένη, με συχνή χρήση λέξεων που προέρχονται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από την βενετσιάνικη διάλεκτο.

Ο Κατσούρμπος παραδόθηκε σε ένα χειρόγραφο μόνο, μαζί με το άλλο έργο του Χορτάτση, την Πανώρια. Στο χειρόγραφο η κωμωδία έχει τον τίτλο «κομεδία ριδικολόζα του Κατζούρμπου», χωρίς να αναφέρει όνομα συγγραφέα. Η πατρότητά της αποδεικνύεται από το ποίημα του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή που την αναφέρει μαζί με τα άλλα έργα του Χορτάτση. Αποτέλεσε το πρότυπο για τις άλλες δύο κρητικές κωμωδίες (Στάθης και Φορτουνάτος), Τρεις κωμικές σκηνές της κωμωδίας έχουν παρεμβληθεί ως ιντερμέδια στο κείμενο της Πανώριας και άλλη μία σκηνή χρησιμοποιήθηκε ως ιντερμέδιο για το θρησκευτικού περιεχομένου θεατρικό έργο Τραγέδια του Αγίου Δημητρίου, που παραστάθηκε στη Νάξο το 1723.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Κρητική Αναγέννηση: Γ. ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ». Κρητική Αναγέννηση. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2020. 
  2. «Κατζούρμπος». georgakas.lit.auth.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2020. 
  3. Vincent, Alfred (1997). Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 125-156. ISBN 978-960-524-031-8. 
  4. Λ. Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σελ. 70
  5. Εφημερίδα Καθημερινή, Αφιέρωμα του ένθετου "Επτά Ημέρες" (2000). Γεώργιος Χορτάτσης. Ο Πατέρας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Καθημερινές Εκδόσεις Μονοπρόσωπη Α.Ε,. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γεώργιος Χορτάτσης. Ο Πατέρας του Νεοελληνικού Θεάτρου, αφιέρωμα του ενθέτου «Επτά Ημέρες» της εφ. Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 2000
  • A. Vincent, «Κωμωδία», στο: Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. D. Holton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996, σελ. 125-156.