Καθήκον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
"Το καθήκον" πίνακας του E. Leighton

Η λέξη καθήκον, με τη γενικότερη έννοια κατά τη χρήση της, συνώνυμο της υποχρέωσης, υποδηλώνει την οποιαδήποτε πράξη που επιτάσσουν αποδεκτοί ρυθμιστικοί κανόνες κοινωνικής

συμπεριφοράς και συνεργατικής δράσης. Ειδικότερα χρησιμοποιείται (επί το πλείστον) με την έννοια πράξης που υποδηλώνει "ρόλο" ή "λειτούργημα" με κάποια σχετική διάρκεια, (π.χ. συζυγικό, αστυνομικό, στρατιωτικό, καθήκον του πολίτη κ.ά.).

Πολλές φορές το καθήκον περιλαμβάνει και κάποια έννοια θυσίας, τούτο παρατηρείται περισσότερο στην εθιμοτυπία στους λεγόμενους "κανόνες εθιμοτυπίας" (rules of etiquette), αλλά και στον ορθό λόγο (ορθή ομιλία), όπου στις περιπτώσεις αυτές το επιβαλλόμενο δεν αποτελεί καθήκον. Κάτω από αυτό το πρίσμα κινούνται και οι ηθικολόγοι που προτάσσουν σε αντιδιαστολή τη σύγκρουση μεταξύ καθήκοντος και συμφέροντος.

Διάκριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α. Από "νομικής άποψης", ανάλογα των νομικών κανόνων που επιτάσσουν σε πρόσωπα να πράξουν κάτι ή να απόσχουν πράξης, το καθήκον διακρίνεται σε:

  1. Σχετικό καθήκον, που πηγάζει από το Αστικό (Ιδιωτικό) Δίκαιο, (κυρίως σε αδικοπραξίες) και
  2. Απόλυτο καθήκον, που αφορά υποχρέωση που ορίζει η ποινική νομοθεσία και το οποίο δεν αντιστοιχεί σε δικαίωμα ατόμου.

B. Από "κοινωνικής άποψης" το καθήκον διακρίνεται σε:

  1. Νόμιμο καθήκον, που περιλαμβάνει την παραπάνω νομική διάκριση.
  2. Ηθικό καθήκον, που κατά ορισμένους διακρίνεται επιπρόσθετα σε "ελάχιστο" και "μέγιστο" ή "υπερβατικό" (π.χ. ηρωισμός), και σε
  3. Πολιτικό καθήκον, που ορίζεται ανάλογα, είτε ώς "υποχρέωση εκτέλεσης" αξιωματούχων, είτε ως "υποχρέωση υπακοής" ή αφοσίωσης πολιτών προς την Αρχή.

Σημείωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο όρος καθηκοντολογία έχει πλαστεί κατά μετάφραση ξενικών όρων, ειδικότερα στη σφαίρα της έννοιας του ηθικού καθήκοντος.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]