Καγκελάριος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος καγκελάριος στην Ελλάδα και στα περισσότερα κράτη σήμερα πλέον σημαίνει κυρίως το αξίωμα του πρωθυπουργού των γερμανόφωνων χωρών και χρησιμοποιείται ως αμετάφραστος πολιτικός τίτλος ειδικά για τους πρωθυπουργούς της Γερμανίας και της Αυστρίας. Πρόκειται, όμως, για λέξη λατινικής ρίζας που πήρε με το πέρασμα των αιώνων εξαιρετικά ποικίλες έννοιες στις διάφορες χώρες του κόσμου όπου εξαπλώθηκαν είτε τα λατινικά είτε οι λατινογενείς γλώσσες και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Με εξαίρεση τους προαναφερόμενους πρωθυπουργούς, τις περισσότερες φορές ο τίτλος του καγκελαρίου μεταφράζεται στο αντίστοιχο νόημα και όρο που είναι οικείος σε κάθε χώρα, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες -π.χ. αλλού ο Καγκελάριος είναι ο υπουργός Εξωτερικών, αλλού είναι τίτλος αντίστοιχος του επίτιμου πρυτάνεως ή του Συνηγόρου του Πολίτη κ.λπ.

Ετυμολογία και ιστορική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη προήλθε από τον λατινικό όρο cancellarius, για τον κλητήρα αλλά και γραμματέα των ρωμαϊκών δικαστηρίων. Αυτός ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας δικαστικός υπάλληλος της εποχής. Έπρεπε να έχει επαφή με το κοινό, αλλά στεκόταν πίσω από τα «cancelli»[1], δηλαδή τα κάγκελα, ένα φράχτη ύψους συχνά μόλις ενός μέτρου, που διαχώριζε τα μέλη του δικαστηρίου από το ακροατήριο και άλλοτε όμως υψώνονταν πολύ περισσότερο, ώστε να προφυλάσσει δικαστές και δικαζόμενους από το πλήθος.

Κανσελιέρι ή καγκελάριους οι Ρωμαίοι ονόμαζαν και τους γραμματείς που δέχονταν διάφορα αιτήματα προς τις αρχές και που ήταν υπεύθυνοι για τήρηση εγγράφων και δημοσίων αρχείων, όπως και εκείνους που αναλάμβαναν σύνταξη συμβολαίων. Το γραφείο αυτών των υπαλλήλων τοποθετείτο συχνά πίσω από ένα καγκελόφραχτο παράθυρο. Συνάδελφοι των καγκελαρίων ήταν οι νοτάριοι. Από τον κλητήρα, γραμματέα, αρχειοθέτη και συμβολαιογράφο, η λέξη καγκελάριος έφτασε στη σημερινή της έννοια μετά από πολλές αλλαγές, οι οποίες οφείλονταν κυρίως στην διαφορετική χρήση του όρου από την καθολική Εκκλησία, τη βυζαντινή πολιτεία, τους Γότθους, τους Φράγκους, και μετέπειτα πλέον τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Σκανδιναβούς και άλλους. Μόνον οι Ιταλοί διατηρούν την αρχική έννοια της λέξης κανσελιέρι και ονομάζουν μέχρι σήμερα καγκελάριους τους δικαστικούς υπαλλήλους που απασχολούνται ως γραμματείς της έδρας.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καγκελάριοι ονομάστηκαν σταδιακά και άλλοι υπάλληλοι των Ρωμαίων, όπως οι θυρωροί που έλεγχαν ποιος ζητούσε ακρόαση από έναν σημαντικό αξιωματούχο και οι οποίοι επίσης στέκονταν πίσω από συχνά καγκελόφραχτες πύλες επαύλεων ή δημοσίων κτιρίων. Δουλειά τους ήταν επίσης να μεταφέρουν και μηνύματα από τους άρχοντες που υπηρετούσαν προς άλλους άρχοντες της περιοχής. Βαθμιαία, οι καγκελάριοι του Μεσαίωνα άρχισαν να αποκτούν το κύρος του «μπιστικού» ή έμπιστου προς τον άρχοντα ατόμου, του προσκειμένου στην εξουσία, του εκπροσώπου της αλλά και του μεσολαβητή. Καγκελάριους σύντομα απέκτησε και η καθολική Εκκλησία –ήταν συνήθως οι γραμματείς και σφραγιδοφύλακες των αρχιεπισκόπων. Κάγκελα ως χαμηλοί φράκτες, εξάλλου, τοποθετούνταν και στις εκκλησίες, στο χώρισμα του ιερού από τους πιστούς. Οι εκκλησιαστικοί καγκελάριοι είχαν αρκετές αρμοδιότητες και το 1200 επικύρωναν ακόμα και πτυχία πανεπιστημίων, γεγονός που συνέδεσε τον όρο «καγκελάριος» με τις πανεπιστημιακές και μετέπειτα πρυτανικές αρχές. Επίσης στη Μεσαιωνική Ευρώπη οι διάφοροι άρχοντες (δούκες, κόμητες αλλά και βασιλιάδες) επέλεγαν τους καγκελάριούς τους πάντα από τον κλήρο, επειδή τότε οι ιερείς ήταν οι μόνοι μορφωμένοι Ευρωπαίοι και έλεγχαν την παιδεία.

Στις πρώτες μοναρχίες που διαμορφώθηκαν, όπως στην αυλή του Καρλομάγνου, ο καγκελάριος ήταν το άτομο που φύλαγε τη βασιλική σφραγίδα, είχε συχνά πρόσβαση στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά και ήταν υπεύθυνο για τη βασιλική αλληλογραφία. Σταδιακά, οι μονάρχες της κεντρικής Ευρώπης άρχισαν να εμπιστεύονται περισσότερες και πιο ουσιαστικές αρμοδιότητες στον καγκελάριό τους, και οι καγκελάριοι διευθετούσαν πολλά ζητήματα με δική τους πρωτοβουλία. Αυτά σε άλλες χώρες ήταν ζητήματα οικονομικά, σε άλλες δικαστικά και σε άλλες καθαρά πολιτικά, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου ο καγκελάριος ήταν ο ανθρώπινος κρίκος μεταξύ μονάρχη και εκλεκτόρων ή γενικά μεταξύ αυτού και των ευγενών. Από αυτή την πληθώρα ρόλων και από αυτή τη μεγάλη γκάμα στη διανομή εξουσίας, προέκυψε σταδιακά στις διάφορες χώρες και η μεγάλη ποικιλία στη χρήση του όρου.

Βυζάντιο και Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Βυζάντιο αντίστοιχοι τίτλοι του δυτικοευρωπαϊκού μεσαιωνικού «καγκελάριου» ήταν του Πρωτονοτάριου και του Μεγάλου Λογοθέτη. Στην κυρίως Ελλάδα, ο όρος μεταφέρθηκε από τη δυτική Ευρώπη με τη Φραγκοκρατία, όταν πολλά νησιά ονομάστηκαν «καγκελαρίες» και ο γραμματέας των κοινοτήτων τους «καγκελάριος». Στα περισσότερα νησιά, ο καγκελάριος ήταν Έλληνας και εκλεγόταν –δεν διοριζόταν- πλην όμως δεν είχε σπουδαίες αρμοδιότητες πέρα από κυρίως εμπορικές πράξεις και την υποχρέωση να καταγράφει στα πρακτικά διάφορες αποφάσεις.[2] Ο όρος καγκελερία και καντζιλερία χρησιμοποιήθηκε και για την έδρα των Φράγκων αρχόντων στο δουκάτο των Αθηνών.[3] Επί τουρκοκρατίας ο όρος καγκελαρία διατηρήθηκε σε μερικά νησιά, και πάλι με γραφειοκρατική έννοια και περιορισμένες εξουσίες. Στην Ύδρα και στις Σπέτσες, για παράδειγμα, έλεγαν καγκελαρία τα δημόσια κτίρια στα οποία συγκεντρώνονταν οι φόροι, στρατολογούνταν πληρώματα για τον τουρκικό πολεμικό στόλο, υπογράφονταν συμβάσεις μεταξύ προξένων και πλοιοκτητών κ.λπ. Κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, σχηματίσθηκαν κατά τόπους «καγκελαρίες» από διάφορες οικογένειες που είχαν επιρροή στην πόλη τους και στα τριγύρω χωριά (π.χ. καγκελαρία του Άργους και της Λειβαδιάς), αλλά πολύ γρήγορα απορροφήθηκαν από την Πελοποννησιακή Γερουσία και γενικά από την κεντρική εξουσία.

Σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως πολιτικό αξίωμα αντίστοιχο του πρωθυπουργού στην κυβέρνηση χρησιμοποιείται στη Γερμανία και στην Αυστρία, όπου καγκελάριοι (Bundeskanzler) είναι στην μεν Γερμανία o Όλαφ Σολτς, στη δε Αυστρία ο Καρλ Νεχάμερ.

Ο όρος επιβιώνει και στην Ελβετία, αλλά εκεί ο καγκελάριος έχει κυρίως τεχνικές, οργανωτικές και γραφειοκρατικές αρμοδιότητες για την εύρυθμη συνεργασία και συντονισμό των άλλων πολιτικών σωμάτων της ελβετικής ομοσπονδίας.

Στην Βρετανία ο όρος επιβιώνει στον τίτλο Chancellor of the Exchequer, που είναι αντίστοιχος του υπουργού Οικονομίας ή Θησαυροφυλακίου, στον τίτλο Lord High Chancellor που αντιστοιχεί στου υπουργού Δικαιοσύνης ή γενικά σε αρχή προστασίας δικαστικών ζητημάτων κ.α. Στη Γαλλία επιβιώνει κυρίως στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτελεί τιμητικό πανεπιστημιακό τίτλο αντίστοιχο του ελληνικού επιτίμου πρυτάνεως. Στις σκανδιναβικές χώρες επίσης αντιστοιχεί τις περισσότερες φορές στον τίτλο του επιτίμου πρυτάνεως, αλλά πολλές χώρες διατηρούν και τον τίτλο του δικαστικού καγκελαρίου, που είναι αντίστοιχος με του ελληνικού τίτλου «Συνήγορος του Πολίτη» ή με την «Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων».

Στην Ιταλία καγκελάριους ονομάζουν τους γραμματείς έδρας των δικαστηρίων, δηλαδή τα άτομα που κυρίως κρατούν τα πρακτικά της δίκης ή φροντίζουν για τα έγγραφα, τις τυπικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες της δίκης. Επίσης, ορισμένους υπαλλήλους των πρεσβειών τους στο εξωτερικό, οι οποίοι όμως δεν ανήκουν στο διπλωματικό σώμα.

Οι Ισπανοί επίσης ονομάζουν καγκελάριους (ισπ. Canciller) κάποιους διπλωμάτες τους με ειδικές αποστολές.

Στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στη Χιλή και στην Κολομβία, ο όρος καγκελάριος αντιστοιχεί στον υπουργό Εξωτερικών.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 11η έκδοση Britannica
  2. Κοινοτικοί Θεσμοί στις Κυκλάδες κατά την τουρκοκρατία, 1984, της Ελένης Ε. Κούκκου
  3. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη