Κ.Κ. Ντάουνινγκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κ.Κ. Ντάουνινγκ
Ο Κ.Κ.Ντάουνινγκ το 1980
Πληροφορίες
Όνομα γέννησηςΚένεθ Ντάουνινγκ Τζούνιορ (Kenneth Downing, Jr.)
Γέννηση27  Οκτωβρίου 1951[1]
Γουέστ Μπρόμιτς
ΚαταγωγήΔυτικό Μπρόμγουιτς, Αγγλία
EίδοςHeavy Metal, Speed Metal, Hard Rock
ΙδιότητεςΜουσικός, Συνθέτης
Μουσικά όργαναΚιθάρα
Παρουσία1968 - 2012
Δισκογραφική εταιρείαColumbia
ΣυμμετοχέςJudas Priest
Ιστότοπος
http://www.kkdowning.net/

Ο Κ.Κ. Ντάουνινγκ (αγγλ. Kenneth "K. K." Downing, Jr.) είναι Άγγλος κιθαρίστας, γνωστός ως πρώην μέλος του χέβι μέταλ συγκροτήματος Judas Priest.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντάουνινγκ γεννήθηκε στο δυτικό Μπρόμουγουιτς της Αγγλίας στις 27 Οκτωβρίου 1951. Στα δεκαέξι του χρόνια σταμάτησε το σχολείο και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα. Μεγάλες του επιρροές αποτέλεσαν οι Τζίμι Χέντριξ, Έρικ Κλάπτον και Τζον Μάγιαλ.

Το 1969, σχημάτισε τους Judas Priest με τον μπασίστα Ίαν Χιλ, τον τραγουδιστή Αλ Άτκινς και το ντράμερ Τζον Έλις. Η πρώτη τους συναυλία πραγματοποιήθηκε στο St.John’s Hall του Έσσινγκτον, στις 16 Μαρτίου 1971. Το συγκρότημα συνέχισε να περιοδεύει και το 1973 ο Άτκινς αποχώρησε, μαζί με το δεύτερο ντράμερ τους, Κρις Κάμπελ. Στο συγκρότημα εντάχθηκαν ο Ρομπ Χάλφορντ και ο Τζον Χιντς από τους Hiroshima και υπέγραψαν συμβόλαιο με την δισκογραφική εταιρεία "Gull Records". Σε αυτό το διάστημα, ο Ντάουνινγκ ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το συντομευμένο όνομα Κ.Κ., έχοντας κάνει φανερή την επιρροή των μπλουζ στον ήχο του, κάτι που φαινόταν και στα πρώτα άλμπουμ των Judas Priest.

Ο Κ.Κ.Ντάουνινγκ το 2005

Πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις, η εταιρεία επέμενε να προστεθεί και δεύτερος κιθαρίστας στη σύνθεση για να υπάρχει μεγαλύτερη ένταση στον ήχο τους, με αποτέλεσμα να προσλάβουν τον Γκλεν Τίπτον. Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο "Rocka Rolla" φανέρωσε τις επιρροές τους από τη δεκαετία του '70 και δεν έδειξε το συγκρότημα στον χαρντ ροκ ήχο τον οποίο θα υιοθετούσε μελλοντικά.

Ακολούθησε το "Sad Wings of Destiny" το 1976, ένα από τα πρώτα χέβι μέταλ άλμπουμ με το σόλο του "Victim of Changes" να είναι ένα από τα καλύτερα που θα έπαιζε το συγκρότημα. Παρά την ποιότητα του δίσκου, η "Gull" δεν μπόρεσε να προωθήσει επαρκώς τους Judas Priest και η εμπορική επιτυχία ήταν πολύ μικρή. Το συγκρότημα υπέγραψε στην "CBS", έχοντας πλέον εντάξει στην σύνθεση του τον πρώην ντράμερ των Trapeze, Ντέιβ Χόλαντ. Η τρίτη τους κυκλοφορία ήταν το "Sin After Sin", ένα από τα πιο βαριά άλμπουμ που είχαν ηχογραφηθεί μέχρι τότε και έπαιξαν για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγοντας δύο εμφανίσεις των Led Zeppelin.

Τα "Stained Class" και "Killing Machine" του 1978 οδήγησαν τους Judas Priest για πρώτη φορά στην Ιαπωνία, όπου ηχογραφήθηκε το άλμπουμ "Unleashed in the East", το οποίο θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα, ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ του χέβι μέταλ.

Με την αλλαγή της δεκαετίας, το συγκρότημα πραγματοποίησε το μεγάλο του εμπορικό άλμα μαζί με την έκρηξη του New Wave of British Heavy Metal. To "British Steel" ανέβηκε στο βρετανικό Top-5, περιέχοντας τις μεγάλες επιτυχίες "Breaking the Law" και "Living After Midnight". Στην περιοδεία για την προώθηση του δίσκου εμφανίστηκαν στο πρώτο φεστιβάλ "Monsters of Rock", μαζί με τους Rainbow.

Τα άλμπουμ "Point of Entry" (1981), "Screaming for Vengeance" (1982) και "Defenders of the Faith" (1984) καθιέρωσαν τους Judas Priest ως ένα από τα σπουδαιότερα ονόματα του είδους, με το δίδυμο Τίπτον-Ντάουνινγκ να αποτελεί τη δύναμη πυρός πίσω από κάθε τραγούδι τους. Το 1986, κυκλοφόρησαν το "Turbo" προσθέτοντας synth κιθάρες και ψηφιακή παραγωγή, προς απογοήτευση των φανατικών τους οπαδών. Μετά το "Ram it Down" του 1988, ο Ντέιβ Χόλαντ αποχώρησε για οικογενειακούς λόγους και αντικαταστάθηκε από τον Σκοτ Τράβις.

Η νέα σύνθεση κυκλοφόρησε το "Painkiller" το 1990, το πιο δυνατό και γρήγορο άλμπουμ τους μέχρι τότε, με το δίδυμο κιθάρας να παίζει μερικά από τα καλύτερα σόλο και ριφ του. Μετά την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, ο Χάλφορντ αποχώρησε και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ένα διάλειμμα. Την επόμενη τριετία, οι Judas Priest έγραφαν νέο υλικό και έψαχναν τον αντικαταστάτη του τραγουδιστή τους, ο οποίος τελικά ήταν ο αμερικανός Τιμ Όουενς.

Μαζί, κυκλοφόρησαν τα "Jugulator" και "Demolition", πειραματιζόμενοι με νεότερους ήχους του χέβι μέταλ. Το 2003, αποφασίστηκε η επιστροφή του Χάλφορντ και μετά από μία πολύ επιτυχημένη περιοδεία, κυκλοφόρησαν το "Angel of Retribution" το 2005, ακολουθούμενο από το "Nostradamus", τρία χρόνια αργότερα.

Μετά την περιοδεία για την τριακοστή επέτειο από την κυκλοφορία του "British Steel" το 2011, ο Ντάουνινγκ ανακοίνωσε την αποχώρηση του από το συγκρότημα δίνοντας τη θέση του στον Ρίτσι Φόλκνερ.

Ο Ντάουνινγκ αφιερώνει πλέον τον χρόνο του στο γκολφ, όπως και το τένις, το σνούκερ και το ψάρεμα.

Δισκογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

με τους Judas Priest[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλες συμμετοχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


  1. (Αγγλικά) Internet Movie Database. nm0236112. Ανακτήθηκε στις 14  Αυγούστου 2015.