Ιωάννης Κοκκίνης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Κοκκίνης
Θάνατος1925
Ιδιότητατραγουδιστής
Όργαναφωνή
Είδος τέχνηςόπερα

Ο Ιωάννης Κοκκίνης (Σμύρνη, 25 Δεκεμβρίου 1866 ή 1870 - Θεσσαλονίκη, 1925) υπήρξε διεθνούς φήμης πρωταγωνιστής του ελληνικού μελοδράματος. Διέθετε εξαιρετική φωνή τενόρου με υψηλές νότες.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεωρείται Σμυρναίος αλλά είχε οικογενειακές ρίζες από την Κρήτη και τα Επτάνησα και η οικογένειά του αναγράφεται στο libro d’ oro της Ζακύνθου.

Ήταν απόγονος του μηχανικού Μιχαήλ Πέτρου Κοκκίνη, ο οποίος κατασκεύασε τους προμαχώνες του Μεσολογγίου, και το 13ο παιδί του Στυλιανού και της Αγγελικής Κοκκίνη.

Γεννήθηκε στον Μπουρνόβα, εξοχικό προάστειο της Σμύρνης. Νέος έψαλλε στη Σμύρνη και στον Άγιο Σάββα στην Αλεξάνδρεια. Εργάσθηκε ως ψάλτης και υπάλληλος εμπορικών καταστημάτων στην Αλεξάνδρεια, ώσπου με βοήθεια φιλοπρόοδων συμπολιτών του σπούδασε μουσική. Το 1888 προσλήφθηκε στη χορωδία του θιάσου Ιωάννη Καραγιάννη και ακολούθησε τον θίασο σε Σμύρνη και Κων/πολη. Εκεί διδάχθηκε μουσική με την Νταλέσιο.

Προσλήφθηκε στον θίασο του Καραγιάννη-Λάνδη το 1889 στην Αλεξάνδρεια και τους ακολούθησε σε Κάιρο, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη. Το 1889 ερμήνευσε τον ρόλο του Εδουάρδου στη Λουτσία ντι Λάμερμουρ στο Θέατρο Φαλήρου υπό τη διεύθυνση του Ναπολέοντος Λαμπελέτ. Κατά την περιοδεία του θιάσου υπό τον μαέστρο Σ. Μπεκατώρο στην Οδησσό πρωτογνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Στέλλα Κωνσταντίνου, σε νεαρώτατη ηλικία. Μετά τη διάλυση του θιάσου, τον Μάϊο του 1890 ο Κοκκίνης μαζί με τους Μιχαήλ Μαντζάρα, Σπύρο Δημητρακόπουλο και αδελφές Μολινάρι έδωσαν παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη υπό τη διεύθυνση του Λουδοβίκου Σπινέλι. Στη Σμύρνη συνέπραξε με τον θίασο Λαμπρούνα.

Μετά το 1890 αντικατέστησε στο ελληνικό μελόδραμα τον Ιωάννη Αποστόλου, ο οποίος αναχώρησε για σπουδές στην Ιταλία. Κάλεσε τη σύζυγό του στην Αθήνα, όπου εμφανίζονταν έως το 1891 σε θερινά θέατρα με προτίμηση σε ρεπερτόριο επτανησιακών έργων. Υπήρξε ο διασημότερος Έλληνας στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μάρκου Μπότσαρη του Καρρέρ.

Το 1892 αναχώρησε για την Ιταλία. Με τη χρηματική υποστήριξη της ελληνικής κοινότητας και δικές του οικονομίες σπούδασε τραγούδι στο Μιλάνο με τον διάσημο Πότζι. Από το 1893 πρωταγωνίστησε σε θέατρα της Ιταλίας, της Αιγύπτου. Από το 1895 σχημάτισε ντουέτο με τη σύζυγό του. Τα επόμενα έτη εμφανίσθηκαν στα μεγαλύτερα θέατρα της Ιταλίας (Μιλάνο, Βενετία, Νάπολη, Πιατσέντσα, Μπρέσια, Γένοβα, Μπέργκαμο κ.α.). Στην Αλεξάνδρεια ξαναβρέθηκε το καλοκαίρι του 1895, όπου παραστάθηκε και ο Μάρκος Μπότσαρης. Το 1895 συνέπραξαν με τον θίασο Λαμπρούνα σε θέατρα της Σμύρνης. Εκτός των ιταλικών έργων τραγούδησε ξανά τον Μάρκο Μπότσαρη του Παύλου Καρρέρ. Κατόπιν εμφανίσθηκε σε Κων/πολη, Οδησσό, Μόσχα, Ελσίνκι, Στοκχόλμη, Αυστρία. Την εποχή αυτή τιμήθηκε από τον βασιλιά Όσκαρ Β' της Σουηδίας, τον Κάιζερ Γουλιέλμο και πολλούς δημάρχους πόλεων στις οποίες είχε εμφανιστεί. Το 1900 βρισκόταν για παραστάσεις στην Πολωνία και αργότερα εμφανίσθηκε σε Τιφλίδα, Γερμανία, Φινλανδία, Μόναχο, Σουηδία, Βραΐλα, Βουκουρέστι, Κων/πολη, Λονδίνο, Ιρλανδία, Παρίσι.

Συνέπραξε με το τρίτο ελληνικό μελόδραμα το 1901, ερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Έλαβε μέρος σε παραστάσεις των έργων Λουτσία ντι Λάμερμουρ, Ριγκολέττο, Τραβιάτα και Σονάμπουλα, το καλοκαίρι του 1901, στο υπαίθριο Θέατρο Βαριετέ, εξασφαλίζοντας «τη θερινή περίοδο» του θιάσου. Ο Κουσουρής αναφέρει τη συμμετοχή τους σε παραστάσεις των έργων Οι Παλιάτσοι, Λα Μποέμ, Ο Κουρέας της Σεβίλλης για το ίδιο έτος. Μαζί με τη σύζυγό του και τη μεσόφωνο Οζυγόν πρωταγωνίστησαν στην πρεμιέρα της όπερας Μάγισσα του Διονυσίου Λαυράγκα, τον Οκτώβριο του 1901.

Το φθινόπωρο του 1901 ήταν επικεφαλής της προσπάθειας για την εμφάνιση του ελληνικού μελοδράματος (με επικεφαλής τον Λουδοβίκο Σπινέλλη και χωρίς τον Διονύσιο Λαυράγκα) στο Θέατρο Γυμναστικού Συλλόγου στη Σμύρνη. Συμμετείχε στην περιοδεία του Ελληνικού Μελοδράματος το 1901 σε Βραΐλα, Βουκουρέστι, Κων/πολη, Θεσσαλονίκη και Βόλο. Το 1902 ή 1904 αναχώρησε για την Αγγλία με τη σύζυγό του. Το 1904 επήγε στη Βουλγαρία (Στενήμαχος, Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη) και το 1906 στο Λονδίνο. Στην Αγγλία έμεινε έως το 1907, οπότε τον κάλεσε ο Λεωνίδας Αρνιώτης στην Αθήνα. Εμφανίσθηκε ακόμα στην Πάτρα, την Κρήτη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, το Κάϊρο, το Πορτ-Σάιντ. Το 1908 συμμετείχε σε παράσταση της Κυρα-Φροσύνης του Παύλου Καρρέρ στην Αίγυπτο υπό τον Δ. Λαυράγκα.

Μετά την περιοδεία στην Αίγυπτο αναχώρησε, με τη σύζυγό του, για το εξωτερικό. Αργότερα στο ίδιο έτος τραγούδησε στη Μάγισσα του Δ. Λαυράγκα στο Λονδίνο. Το 1909 βρισκόταν στο Παρίσι και αργότερα στη Σμύρνη. Το 1911 έφερε στη Σμύρνη τον ιταλικό θίασο Παρίτζι για παραστάσεις ιταλικού μελοδράματος, παράλληλα με την εμφάνιση εκεί του θιάσου του Λαυράγκα. Το 1912 βρισκόταν στην Τεργέστη. Υπήρξε επικεφαλής των θιάσων του ελληνικού μελοδράματος κατά τις περιοδείες τους στη Ρουμανία το 1912 και 1913. Το 1914 ήταν ιμπρεσσάριος του Ελληνικού Μελοδράματος σε περιοδεία του σε Βουκουρέστι, Βραΐλα, Οδησσό. Αποσπάσθηκε από τον θίασο, μαζί με τον Ι. Αγγελόπουλο, χάριν προσωπικών εμφανίσεων σε πόλεις του εξωτερικού. Μετά την κατάληψη της πόλης από τους μπολσεβίκους, η οικογένεια πιθανώς πήγε στη Σμύρνη.

Το 1919 συνέπραξε με την Ελβίρα ντε Ιδάλγο στο Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας σε θριαμβευτικές παραστάσεις που τίμησαν με την παρουσία τους ο βασιλιάς Αλέξανδρος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατόπιν συνέχισε σε Πάτρα και Ζάκυνθο.

Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 1925 στη Θεσσαλονίκη.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γεώργιος Κουσουρής, Έλληνες αρχιτραγουδιστές του μελοδράματος, Πειραιάς 1978
  • Διονύσιος Λαυράγκας, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1939