Ηχοληψία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ηχοληψία (sound engineering) είναι η εφαρμοσμένη επιστήμη και η τέχνη που ασχολείται με την καταγραφή, τη μίξη/επεξεργασία και την αναπαραγωγή των ήχων (φωνή, μουσική, κτλ). Ο τομέας επισύρει την προσοχή σε πολλές καλλιτεχνικές και επαγγελματικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, της ακουστικής, της ηλεκτροακουστικής, της ψυχοακουστικής και της μουσικής.

Ένας ηχολήπτηςμηχανικός/τεχνικός ήχου) έχει την ικανότητα χρήσης των διαφορετικών τύπων τεχνικού εξοπλισμού και μέσων καταγραφής, όπως η αναλογική ταινία (μπομπίνες), τα ψηφιακά πολυκάναλα (multitrack, DAT και SSD Recorders), καθώς επίσης και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με την εισαγωγή στην ψηφιακή εποχή, έχει γίνει ιδιαίτερα σημαντικό για τον ηχολήπτη να κατανοεί και να χρησιμοποιεί το διατιθέμενο λογισμικό και το υλικό στις ψηφιακές μεταφορές.

Η ηχοληψία αφορά τις δημιουργικές και πρακτικές πτυχές των ήχων και της μουσικής, σε αντίθεση με το επίσης εφαρμοσμένο αντικείμενο της ειδικότητας του ακουστικού μηχανικού (acoustical engineer).

Η ηχοληψία (sound engineering) χρησιμοποιείται σχεδόν ταυτόσημα με τον όρο ηχογράφηση (sound recording), αν και το δεύτερο αφορά κυρίως στην απλή καταγραφή οποιουδήποτε ήχου και με κάθε μέσο. Η ηχοληψία περιλαμβάνει την αποτύπωση των ήχων με βάση συγκεκριμένες ποιοτικές προδιαγραφές προκειμένου να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας και αξιοποίησης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αποστολής (π.χ. τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μαγνητοσκόπηση, δισκογραφία κτλ), κατά την οποία ο ηχολήπτης δεν αρκείται απλώς στην παθητική καταγραφή των ήχων, αλλά ενδιαφέρεται και συμμετέχει ενεργά στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου (ποιοτικά, ακουστικά και αισθητικά) αποτελέσματος.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες διατάξεις εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου ήταν μηχανικές και δεν μπορούσαν να καταγράψουν την ανθρώπινη φωνή. Η αυτόματη αναπαραγωγή μουσικής συναντάται από τον 9ο αιώνα, όταν οι αδερφοί Banū Mūsā κατασκεύασαν το πρώτο "μουσικό κουτί" , ένα υδροκινούμενο Όργανο, το οποίο έπαιζε κυλίνδρους που άλλαζαν αυτόματα. Σύμφωνα με τον Charles B. Fowler, η αρχή λειτουργίας του κυλίνδρου με τις ακίδες παρέμεινε η βασική διάταξη μηχανικής αναπαραγωγής μουσικής μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.[1] Οι αδερφοί Banu Musa εφηύραν επίσης ένα αυτόματο μηχανικό φλάουτο, που απετέλεσε την πρώτη προγραμματιζόμενη μηχανή μουσικής.[2] Σύμφωνα με τον Charles B. Fowler, οι αυτόματοι μηχανισμοί ήταν ρομποτικές μπάντες που εκτελούσαν περισσότερες από 50 κινήσεις προσώπου και σώματος κατά τη διάρκεια κάθε μουσικού παιξίματος.[1]

Το 14ο αιώνα, ο Flanders εισήγαγε ένα μηχανικό κουδούνι ελεγχόμενο από περιστρεφόμενο κύλινδρο. Παρόμοιες σχεδιάσεις εμφανίστηκαν σε barrel organs (15ος αιώνας), μουσικά ρολόγια (1598), λατέρνες - barrel pianos (1805) και μουσικά κουτιά (1815).

Όλες αυτές οι μηχανές έπαιζαν αποθηκευμένη μουσική, αλλά όχι οποιουσδήποτε ήχους, ούτε μπορούσαν να γράψουν ζωντανές εκτελέσεις, ενώ είχαν και περιορισμούς φυσικού μεγέθους. Το 1796, ο Ελβετός ωρολογοποιός Antoine Favre-Salomon περιέγραψε την ιδέα ενός μουσικού κυλίνδρου για την εγγραφή και αναπαραγωγή μίας μελωδίας. Το fairground organ, που αναπτύχθηκε το 1892, χρησιμοποιούσε παρόμοιο σύστημα αναδιπλωμένων χαρτονιών.

Η πιανόλα (αυτόματο πιάνο) εμφανίστηκε το 1876, και χρησιμοποιούσε διάτρητο ρολό χαρτί με αποθηκευμένη μουσική, ενώ η μαζική της παραγωγή άρχισε το 1898. Η τεχνολογία καταγραφής ζωντανής εκτέλεσης σε piano roll αναπτύχθηκε το 1904. Σύμφωνα με μία υπόθεση το 1908 του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, μόνο το 1902 είχαν κατασκευαστεί 70,000 έως 75,000 πιανόλες, καθώς επίσης 1,000,000 έως 1,500,000 piano rolls.[3] Η χρήση τους άρχισε να φθίνει στη δεκαετία του 1920, ενώ κάποιος κατασκευαστής υπάρχει μέχρι σήμερα.

Η πρώτη συσκευή μηχανικής εγγραφής ήχου (και ανθρώπινης φωνής), χωρίς όμως δυνατότητα αναπαραγωγής ήταν ο φωναυτογράφος, που αναπτύχθηκε το 1857 στο Παρίσι, από τον εφευρέτη Édouard-Léon Scott de Martinville, με σκοπό την οπτική μελέτη του ήχου. Οι παλαιότερες από τις εγγραφές αυτές (φωναυτογραφήματα) περιλαμβάνουν τη δραματική ανάγνωση του έργου Οθέλλος του Σαίξσπηρ, με μουσική κιθάρας και τρομπέτας. Τα φωναυτογραφήματα αποτελούν ομάδες κυματιστών γραμμών που έχουν χαραχθεί από ακίδα σε ευαίσθητο ρολό χαρτί που έχει μαυρίσει από αιθάλη λάμπας λαδιού.[4] Μία από τις εγγραφές αυτές, το γαλλικό τραγούδι Au Clair de la Lune, μετετράπη σε ψηφιακό ήχο το 2008.[5]

Το 1877, ο Charles Cros πρότεινε την αντιστροφή της διαδικασίας με φωτοεγχάραξη για τη μετατροπή της εγγγραφής σε αυλάκι που θα μπορούσε να οδηγήσει μία ακίδα, που θα αναδημιουργούσε τις ταλαντώσεις της αρχικής ακίδας, οι οποίες μέσω ενός συνδεδεμένου διαφράγματος θα μπορούσαν να αναπαραχθούν στον αέρα. Το 1887, ο Emile Berliner φωτοεγχάραξε εγγραφές φωνοαυτογράφου σε μέταλλο, με δυνατότητα αναπαραγωγής.

Η πρώτη πρακτική εφαρμογή εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου ήταν η μηχανική συσκευή του φωνογράφου κυλίνδρων, που εφευρέθηκε από τον Τόμας Έντισον το 1877 και κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1878. [6] Η εφεύρεση σύντομα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και τις επόμενες δύο δεκαετίες, η εμπορική καταγραφή, η διανομή και η πώληση των ηχογραφήσεων έγινε μια αναπτυσσόμενη διεθνώς νέα βιομηχανία, με τους πιο δημοφιλείς τίτλους να πωλούν εκατομμύρια μονάδες από τις αρχές του 1900. Η ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής επέτρεψε στις τεχνικές ηχογραφήσης σε κύλινδρο να αποτελέσουν ένα σημαντικό νέο καταναλωτικό είδος στις βιομηχανικές χώρες και ο κύλινδρος ήταν το κύριο καταναλωτικό φορμά από τα τέλη του 1880 μέχρι περίπου το 1910.

Η επόμενη σημαντική τεχνική εξέλιξη ήταν η εφεύρεση του δίσκου γραμμοφώνου του Emile Berliner, που εισάγεται στο εμπόριο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1889. Οι δίσκοι ήταν πιο εύκολοι στην κατασκευή, μεταφορά και αποθήκευση, και είχαν το πρόσθετο πλεονέκτημα να παίζουν πιο δυνατά (οριακά) από τους κυλίνδρους, οι οποίοι κατ' ανάγκη ήταν και μονής όψης. Οι πωλήσεις των δίσκων γραμμοφώνου ξεπέρασαν των κυλίνδρων περίπου το 1910, και μέχρι το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου ο δίσκος είχε γίνει το κυρίαρχο εμπορικό φορμά εγγραφής. Ο Edison, ο οποίος ήταν ο κύριος παραγωγός των κυλίνδρων, δημιούργησε την Edison Disc Record, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την αγορά. Σε διάφορες παραλλαγές, το ηχητικό φορμά δίσκου έγινε το κύριο μέσο για ηχογραφήσεις των καταναλωτών μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, και η διπλής όψης 78 στροφών δίσκοι shellac ήταν η τυποποιημένη μορφή μουσικής των καταναλωτών από τις αρχές του 1910 έως τα τέλη του 1950.

Αν και δεν υπήρξε κοινώς αποδεκτή ταχύτητα, και οι διάφορες εταιρείες που προσέφεραν δίσκους παίζονταν σε διαφορετικές ταχύτητες, οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες κατέληξαν τελικά σε ένα ντε φάκτο βιομηχανικό πρότυπο ονομαστικής ταχύτητας 78 στροφές ανά λεπτό, αν και η πραγματική ταχύτητα διέφερε ανάμεσα στην Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο. Η προδιαγεγραμμένη ταχύτητα ήταν 78,26 σ.α.λ. στην Αμερική και 77,92 σ.α.λ. σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Η διαφορά στην ταχύτητα ήταν αποτέλεσμα της διαφοράς στις συχνότητες του εναλλασσόμενου ρεύματος πόλης για την οδήγηση των σύγχρονων κινητήρων και στη διατιθέμενη αναλογία γραναζιών. [7] Οι δίσκοι κατασκευαζόντουσαν από shellac ή παρόμοια εύθραυστα υλικά, και παίζονταν με βελόνες από μια ποικιλία υλικών, συμπεριλαμβανομένων μαλακό χάλυβα, αγκάθια, ακόμη και ζαφείρια. Οι δίσκοι είχαν εξαιρετικά περιορισμένη διάρκεια ζωής, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο αναπαραγωγής.

Οι προηγούμενες, καθαρά ακουστικές μέθοδοι καταγραφής είχαν περιορισμένη ευαισθησία και εύρος συχνοτήτων. Οι νότες στο μεσαίο φάσμα συχνοτήτων μπορούσαν να καταγραφούν, αλλά όχι όμως οι πολύ χαμηλές και οι πολύ υψηλές συχνότητες . Όργανα όπως το βιολί δεν μπορούσαν να μεταφερθούν επαρκώς σε δίσκο. Όμως αυτό εν μέρει λύθηκε με την προσθήκη μίας κωνικής κόρνας στο sound box του βιολιού. Η κόρνα αυτή δεν χρειαζόταν πλέον όταν αναπτύχθηκε η ηλεκτρική εγγραφή.

Οι φωνογραφικοί δίσκοι βινυλίου microgroove εφευρέθηκαν από τον Γερμανο-Ούγγρο μηχανικό Peter Carl Goldmark της Columbia Records. Εισήχθησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940, σε δύο κύριες μορφές, το 7-ιντσών με 45 στροφές ανά λεπτό και το 12-ιντσών LP (μακράς διάρκειας παίξιμο) με 33 στροφές ανά λεπτό και αντικατέστησαν εντελώς τους δίσκους 78 στροφών σέλακ (μερικές φορές βινυλίου) μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Το βινύλιο προσέφερε βελτιωμένες επιδόσεις, τόσο στην εκτύπωση όσο και στην αναπαραγωγή, και παίζεται γενικά από ακίδα γυαλισμένο διαμάντι. Όταν παίζεται σωστά (ακριβές βάρος παρακολούθησης, κτλ) επιτυγχάνεται μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Οι δίσκοι βινυλίου είναι πολύ λιγότερο εύθραυστοι από το σέλακ (shellac). Οι περισσότεροι είναι μαύροι, αλλά υπάρχουν και μερικοί χρωματιστοί, διαφανείς, κλπ.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Fowler, Charles B. (October 1967), «The Museum of Music: A History of Mechanical Instruments», Music Educators Journal (MENC_ The National Association for Music Education) 54 (2): 45–49, doi:10.2307/3391092, http://jstor.org/stable/3391092 
  2. Koetsier, Teun (2001). «On the prehistory of programmable machines: musical automata, looms, calculators». Mechanism and Machine Theory (Elsevier) 36 (5): 589–603. https://archive.org/details/sim_mechanism-and-machine-theory_2001-05_36_5/page/589. .
  3. White-Smith Music Pub. Co. v. Apollo Co.Πρότυπο:Ussc
  4. Ron Cohen (May 29, 2009). «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Science News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-07-20. https://web.archive.org/web/20120720151736/http://www.sciencenews.org/view/generic/id/44267/title/Earliest_known_sound_recordings_revealed. Ανακτήθηκε στις 2012-04-20. 
  5. Jody Rosen (March 27, 2008). «Researchers Play Tune Recorded Before Edison». New York Times. http://www.nytimes.com/2008/03/27/arts/27soun.html. 
  6. «Publication Images». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2012. 
  7. Isom, Warren Rex (October/November 1977). «Before the Fine Groove and Stereo Record and Other Innovations .....». Journal of the Audio Engineering Society 25 (10/11). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-05-09. https://web.archive.org/web/20080509150624/http://history.sandiego.edu/gen/recording/speeds.html. Ανακτήθηκε στις December 14, 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]