Εισαγγελέας (Ελλάδα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Εισαγγελέας)

Ο εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (ήτοι υπάγεται στην δικαστική ή δικαιοδοτική λειτουργία, όντας κατ' αυτόν τον τρόπο λειτουργός της Δικαιοσύνης στο ελληνικό κράτος), ισότιμος με τους τακτικούς δικαστές, που ασκεί εν ονόματι του Κράτους την κατηγορία κι εκπροσωπεί την πολιτεία ως η (μόνη πλέον κατά τον ισχύοντα Νέο Ποινικό Κώδικα - βλέπετε σχετικά τον Νόμο 4619/2019 με βάση τον οποίο καταργήθηκαν τα πταίσματα και ως αναπόφευκτο επακόλουθο καταργήθηκε ο ιστορικός πλέον θεσμός του δημοσίου κατηγόρου, ο οποίος ήταν αστυνομικός) κατηγορούσα αρχή. Στα ελληνικά ποινικά δικαστήρια ο εισαγγελέας κάθεται δεξιά από τους δικαστές στην έδρα (αριστερά για τους από κάτω) και όταν αγορεύει σηκώνεται, γι' αυτό και οι εισαγγελείς αποκαλούνται ισταμένη δικαιοσύνη σε αντίθεση με τους δικαστές, που αποκαλούνται καθήμενη δικαιοσύνη.

Τρόπος πρόσληψης και σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, για να γίνει κανείς εισαγγελέας οφείλει αρχικά να είναι πτυχιούχος Νομικής Σχολής, είτε μίας από τις τρεις της Ελλάδος (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Κομοτηνής) είτε αντίστοιχης του εξωτερικού που αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος. Εν συνεχεία , πρέπει να εισαχθεί με εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔΙ, αναφέρεται και ως Εθνική Σχολή Δικαστών), και να αποφοιτήσει από την Γ΄ Κατεύθυνση Εισαγγελέων. Σύμφωνα με το αρ. 10 παρ. 1 εδ. α του ν. 3689/2008, δικαίωμα να δώσουν εξετάσεις στην ΕΣΔι έχουν: α) όσοι έχουν την ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή β) όσοι έχουν ή είχαν διετή άσκηση δικηγορίας ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος, με μονοετή άσκηση δικηγορίας, ή γ) είναι δικαστικοί υπάλληλοι με πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής και πενταετή υπηρεσία στη θέση αυτή. Μετά την αποφοίτηση από την ΕΣΔι, διορίζεται εισαγγελικός πάρεδρος.

Οι βαθμοί της ιεραρχίας είναι, από τον κατώτατο στον ανώτατο:

  • εισαγγελικός πάρεδρος (σύμφωνα με το αρ. 88 του Συντάγματος, είναι η μόνη βαθμίδα μαζί με εκείνη του δικαστικού παρέδρου, στην οποία επιτρέπεται μετάταξη)
  • αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών
  • εισαγγελεύς Πρωτοδικών
  • αντεισαγγελεύς Εφετών
  • εισαγγελεύς Εφετών
  • αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
  • εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου

Στο βαθμό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου μπορεί να προαχθεί και Αρεοπαγίτης (αρ. 90 παρ. 5 του Συντάγματος)

Ρόλος και αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εισαγγελέας μετέχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, αγορεύει κατά τη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να δικαιούται να συμμετέχει στη σύσκεψη για την έκδοση της απόφασης, αν και μεριμνά για την εκτέλεσή της. Ο εισαγγελέας απολαύει, κατά το Σύνταγμα, λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Όμως σε αντίθεση με τους δικαστές, οι εισαγγελείς υποχρεούνται να υπακούν στις εντολές των ιεραρχικά ανωτέρων τους εισαγγελέων. Έτσι μπορεί π.χ. ο εισαγγελέας Εφετών να παραγγείλει στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη, όχι όμως και το αντίθετο, αλλά δεν επιτρέπεται να επηρεάσει την κρίση του κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου. Τυχόν απόπειρα επηρεασμού αποτελεί βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. Κανένας ανώτερος στην βαθμίδα εισαγγελέας δε νομιμοποιείται να δώσει παραγγελία στον υφιστάμενό του να παραλείψει νόμιμες υπηρεσιακές ενέργειες, σύμφωνες με τις δικονομικές διατάξεις και το Σύνταγμα, συμπεριλαμβανομένου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Ο εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών (Αστυνομίας, Λιμενικού, Τελωνείου κλπ.) στα πλαίσια της δίωξης αδικημάτων. Εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους και βεβαιώνει τυχόν πειθαρχικά τους παραπτώματα. Ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ' έγκληση (κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως). Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να προβούν οι διωκτικές αρχές σε κάποια πράξη, μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα (συνήθως τον εισαγγελέα υπηρεσίας), να εκδώσει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη.

Ο εισαγγελέας διευθύνει την προανάκριση για κάθε αξιόποινη πράξη και έχει την εποπτεία της. Όταν διενεργείται αστυνομική προανάκριση, δηλαδή έχουν προστρέξει οι διωκτικές αρχές, ο παριστάμενος προανακριτικός υπάλληλος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει ευθύς αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα, που έχει το δικαίωμα να επιληφθεί προσωπικά της διεξαγωγής. Επίσης, έχει το δικαίωμα να διενεργεί ο ίδιος κάθε προανακριτική πράξη, όπως π.χ. τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, τη διενέργεια αυτοψίας, τη σύνταξη εγγράφων (έκθεση βεβαίωσης πλημμελήματος, έκθεση κατάσχεσης κλπ.). Σύμφωνα με τη νομολογία ο εισαγγελέας, κατά τη δίωξη του εγκλήματος (να μην συγχέεται με την άσκηση ποινικής δίωξης ) έχει το προβάδισμα έναντι κάθε άλλης αρχής. Στην περίπτωση κακουργήματος, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης επακολουθεί η κύρια ή τακτική ανάκριση εκ μέρους του ανακριτή (δικαστής πρωτοδίκης).

Καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο δεν μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο εισαγγελέας. Ο εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων. Είναι ο μόνος που μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα κατά αθωωτικών αποφάσεων (εκτός των βουλευμάτων, όπου μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα και ο πολιτικώς ενάγων). Τον εισαγγελέα αντικαθιστά (αναπληρώνει) ο αντεισαγγελέας χωρίς να είναι αναγκαία η μνημόνευση του κωλύματος υφισταμένου του αδιαίρετου της Εισαγγελικής Αρχής.

Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, ο εισαγγελέας πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου (De jure), ενώ ισχύει το αντίθετο (De facto). Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, στην Ελλάδα δεν μπορεί να την ανακαλέσει, αν στην πορεία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Απαλλαγή του κατηγορουμένου θα γίνει τότε είτε από Δικαστικό Συμβούλιο κατά την ποινική προδικασία, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση του εισαγγελέα, είτε στο ακροατήριο. Γι' αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το δικαστήριο την αθώωσή του.

Ο εισαγγελέας έχει ορισμένες αρμοδιότητες και στα πολιτικά δικαστήρια, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αναγνώριση σωματείου, δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγράψει συμβόλαιο κλπ.). Σε αυτές τις υποθέσεις εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πολιτείας και μπορεί να ασκεί έφεση κατά δικαστικών αποφάσεων, αν θεωρεί ότι δεν εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος. Στα μεγάλα πρωτοδικεία (Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης) ορίζονται εισαγγελείς που τελούν αποκλειστικά μέρος των καθηκόντων του εισαγγελέα. Έτσι υπάρχει ο εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, ο εισαγγελέας Εκτέλεσης Ποινών, ο εισαγγελέας Ανηλίκων κλπ. Στον Άρειο Πάγο, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει ευρείες αρμοδιότητες στις αστικές υποθέσεις, καθώς έχει δικαίωμα ο ίδιος ή διά των αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου να εισηγείται την άποψή του σε κάθε υπόθεση, αστική ή ποινική.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]