Γκιούλα Αντράσι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Γκιούλα Αντράσυ)


Γκιούλα Αντράσσυ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Andrássy Gyula (Ουγγρικά)
Γέννηση3 Μαρτίου 1823
Ολάπατακ, Βασίλειο της Ουγγαρίας, Αυστριακή Αυτοκρατορία (σήμερα Βλάχοβο, Σλοβακία)
Θάνατος18 Φεβρουαρίου 1890
Βολόσκα, Αυστροουγγαρία
Τόπος ταφήςΤρεμπίσοφ
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΟυγγρικά[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός[2]
διπλωμάτης
οικονομολόγος
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαDeák Party
Οικογένεια
ΣύζυγοςΚατίνκα Κεντέφφυ
ΤέκναΤιβάνταρ

Ιλόνα

Μανό

Γκιούλα
ΓονείςΚάρολυ Αντράσσυ


Ετέλκα Σαπάρυ
ΑδέλφιαManó Andrássy[3]
Aladár Andrássy[3]
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Εθνοσυνέλευσης της Ουγγαρίας (Απριλίου 1861 – Αύγουστος 1861)
Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας (1867–1871)
lord-lieutenant of Zemplén County (1848–1849)
Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστροουγγαρίας (1871–1879)
ΒραβεύσειςΒασιλικό Τάγμα των Σεραφείμ
τάγμα του Αγίου Ανδρέα
Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας
Τάγμα του Ευαγγελισμού
Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
Μεγαλόσταυρους ιππότης του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
Τάγμα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι
Τάγμα του Χρυσόμαλλου Δέρατος
Τάγμα του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας
Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι
Ιππότης Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Λέοντος της Ολλανδίας (3  Αυγούστου 1874)[4]
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γκιούλα Αντράσσυ, ή Ιούλιος Αντράσσυ (ουγγρ. Gyula Andrássy, 8 Μαρτίου 1823 - 18 Φεβρουαρίου 1890) ήταν Ούγγρος πολιτικός, που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ουγγαρίας (1867-1871) και υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας (1867-1879). Το πλήρες όνομά του ήταν Γκιούλα, Κόμης του Αντράσσυ Τσικσεντκιράλυ και Κρασναχόρκα (Gyula Graf Andrássy von Csíkszentkirály und Krasznahorka).

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δευτερότοκος γιος του κόμη Κάρολυ Αντράσσυ και της Ετέλκα Σαπάρυ, γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1823 στο Ζεμλίνο στην Ουγγαρία. Μετά την αποπεράτωση των πανεπιστημιακών σπουδών του, από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τα κοινά και αναδείχθηκε στην πολιτική ως μέλος του ουγγρικού μεταρρυθμιστικού κόμματος του Λάιος Κόσουτ. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1847 εκπροσωπώντας την Σέιμα Πρεσβούργου. Κατά τη επανάσταση που σημειώθηκε το 1848 κατά της Αυστρίας ήταν διοικητής τάγματος της ουγγρικής εφεδρείας. Με τη συνθηκολόγηση που ακολούθησε διέφυγε στο εξωτερικό (Παρίσι) όταν και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο όπου και εκτελέστηκε εικονικά με απαγχονισμό ενός ομοιώματός του. Το 1857 μετά από αμνηστία που του δόθηκε από τον Αυτοκράτορα επέστρεψε στην πατρίδα του. Ακολούθως υπήρξε βασικός υποστηρικτής του Φέρεντς Ντέακ στις διαπραγματεύσεις του λεγόμενου "συμβιβασμού" στη δημιουργία του διττού Βασιλείου το 1867. Στις 17 Φεβρουαρίου του 1867 διορίστηκε πρωθυπουργός και υπουργός Άμυνας της Ουγγαρίας, όπου και συνέβαλε στη σύσταση της Δυαδικής μοναρχίας του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, κατόπιν της παραχώρησης συντάγματος.

Στη διορατικότητα αυτού οφείλεται η ουδετερότητα της Αυστροουγγαρίας σε πολλά ευρωπαϊκά ζητήματα της εποχής του. Τον Οκτώβριο του 1864 συνόδευσε τον Φραγκίσκο Ιωσήφ στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων και το 1869 τον συνόδευσε στην Αίγυπτο στα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ. Όταν ο Φραγκίσκος Ιωσήφ εγκατέλειψε την ιδέα του ρεβανσισμού με την Πρωσία, μετά την παραίτηση του κόμη Μπόιστ, στις 14 Νοεμβρίου του 1871 διόρισε υπουργό των εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας και υπουργό της Βασιλικής Αυλής τον Αντράσσυ. Από τη θέση αυτή που διατήρησε μέχρι τις 8 Οκτωβρίου του 1879, η διεθνής θέση της Αυστροουγγαρίας ενισχύθηκε ιδιαίτερα ως μίας των Μεγάλων Δυνάμεων.

Υπήρξε ιδιαίτερα ενάντιος των Σλάβων, θεωρώντας τους επικίνδυνους για τη χώρα του και υπήρξε πολέμιος του Καρλ Ζίγκμουντ φον Χόενβαρτ, που ενίσχυε τα βοημικά εδάφη με συνέπεια να στραφεί περισσότερο προς τη Γερμανική Αυτοκρατορία. Εξ αρχής είχε αντιταχθεί στην κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπήρξε φίλος του Γερμανού καγκελάριου Όττο φον Μπίσμαρκ και αποδέχθηκε το σχέδιο της λεγόμενης συμμαχίας των τριών Αυτοκρατόρων που απέβλεπε σε μια στενότερη σύνδεση Γερμανίας, Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας.

Από της αρχής του Γαλλοπρωσικού πολέμου η Αυστροουγγαρία παρέμεινε ουδέτερη. Τον Σεπτέμβριο του 1872 παρευρέθη μαζί με τον Μπίσμαρκ και τον Γκορτσάκοφ στο Βερολίνο στη συνάντηση των τριών Αυτοκρατόρων. Το 1874 συνόδευσε τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ στην Αγία Πετρούπολη και το επόμενο έτος στη Βενετία στη συνάντηση που είχε ο Αυτοκράτορας με τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄ της Ιταλίας.

Στο Συνέδριο του Βερολίνου που παρέστη, έχοντας προηγουμένως μυστικές διαβουλεύσεις με τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Μπέντζαμιν Ντισραέλι, τελικά συγκατατέθηκε στην κατοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία προ του κινδύνου εξάπλωσης του πανσλαβισμού εκ μέρους της Ρωσίας και στη βαλκανική κρίση που είχε ξεσπάσει από το 1875, παρότι η απόφαση αυτή είχε προκαλέσει δυσμενείς αντιδράσεις, συνέπεια των οποίων ήταν τελικά να παραιτηθεί. Μία ημέρα όμως πριν στις 7 Οκτωβρίου του 1879 υπέγραψε τη "μοιραία" Γερμανο-Αυστριακή συμμαχία που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της Αυστροουγγρικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι και το 1918 με τις συνέπειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από της παραίτησής του συνέχισε να μετέχει ως μέλος της Βουλής στον δημόσιο βίο μέχρι τον θάνατό του.

Ο Κόμης Γκιούλα Αντράσσυ είχε νυμφευθεί την μαρκησία Κατίνκα Κεντέφφυ στο Παρίσι το 1856, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Τιβάνταρ, την Ιλόνα και τον Γκιούλα τον Νεότερο, όπου και οι δύο του γιοι αναδείχθηκαν στην πολιτική.

Σύμφωνα με μια αρκετά διαδεδομένη φήμη, είχε πολυετή ερωτικό δεσμό με την Αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας και ήταν ο βιολογικός πατέρας του τέταρτου παιδιού της, Αρχιδούκισσας Μαρίας Βαλερίας. Δεν υπάρχουν στοιχεία που καθιστούν την φήμη αυτή ευσταθή και πιθανότατα βασίζονται στην κοινή αγάπη των δύο για την Ουγγαρία, τον πολιτισμό και τα έθιμά της, αλλά και τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της θέσης της Ουγγαρίας στην Αυστριακή Αυτοκρατορία. Άλλωστε, η ομοιότητα της Μαρίας Βαλερίας με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ ήταν εμφανής με το πέρασμα του χρόνου.

Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών της Ουγγαρίας και είχε τιμηθεί ιππότης του Τάγματος της Υπεραγίας Θεοτόκου και με τον μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας. Ο Γκιούλα Αντράσσυ πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1890 στο Βόλοσκο της Ιστρίας (τότε στην Αυστροουγγαρία) σε ηλικία 66 ετών. Η Ουγγρική Βουλή ανήγειρε προς τιμή του με δημόσια δαπάνη μεγαλοπρεπή ανδριάντα. Το όνομά του "τιμής ένεκεν" φέρουν σήμερα μεγάλη λεωφόρος στη Βουδαπέστη καθώς και διάφορα σχολεία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.47ος, σελ.56.
  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τόμ. Ε΄, σελ.2.
  • Κ. Παπαρρηγόπουλος "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" τόμ. 7ος, σελ. 406

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Gyula Andrássy στο Wikimedia Commons