Βελισάριος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βελισσάριος)
Βελισάριος
Γέννηση505
Ορμένιο (Γερμέν)[1] (κατ' άλλους σημερινή Σαπάρεβα Μπάνια, Βουλγαρία)
ΘάνατοςΜάρτιος 565
Κωνσταντινούπολη
ΕνταφιασμόςΚωνσταντινούπολη
ΧώραΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΚλάδοςΒυζαντινός στρατός
ΒαθμόςΣτρατηγός
ΔιοικήσειςΡωμαϊκός στρατός στην ανατολή
Χερσαία και θαλάσσια εκστρατεία εναντίου του Βασιλείου των Βανδάλων
Ρωμαϊκός στρατός
Μάχες/πόλεμοιΙβηρικός πόλεμος (526-532)
Μάχη του Δάρας (530)
Μάχη του Καλλίνικου (531)
Στάση του Νίκα (532)
Μάχη του Δέκιμον (533)
Πόλεμος κατά των Βανδάλων (533-534)
Πόλεμος κατά των Γότθων (535-540 και 544-548)
Πρώτη πολιορκία της Ρώμης (537-538)
Εκστρατεία κατά των Περσών (541-542)
Δεύτερη πολιορκία της Ρώμης (546)
Εκστρατεία κατά των Κουτριγούρων (559)Μάχη των Βουσταγαλλώρων
Τιμέςκορυφαίος στρατηγός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού
ΣύζυγοςΑντωνίνα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φλάβιος Βελισάριος (505 - Μάρτιος 565) ήταν στρατηγός της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών. Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια) με την εξαίρεση της Ισπανίας. Επίσης εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού της εποχής καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού Α´, στην προσπάθεια του τελευταίου να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν εντονότατες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως. Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι τη νεότερη εποχή καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα.

Καταγωγή και ανέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υλικό και στοιχεία για το βίο και τη δράση του Βελισαρίου διασώζουν αρκετοί βυζαντινοί ιστορικοί και χρονικογράφοι. Δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει ο ιστορικός της βασιλείας του Ιουστινιανού Προκόπιος. Ο τελευταίος διετέλεσε γραμματέας και σύμβουλος του στρατηγού κατά την περίοδο 527 έως 539 και συνόδευσε τον κύριό του σε πολλές εκστρατείες. Ως αυτόπτης μάρτυρας εξιστόρησε εγκωμιαστικά τα κατορθώματα και τον βίο του Βελισαρίου στο έργο Υπέρ των πολέμων λόγοι. Αργότερα, ο ιστορικός καταφέρεται εναντίον τόσο του Βελισαρίου όσο και του Ιουστινιανού στην Απόκρυφη ιστορία του, έργο που περιέχει πλήθος υπερβολών και ανακριβειών. Αυτό δεν μειώνει την αξία των πρώτων έργων του, τα οποία αποτελούν και την κύρια πηγή για τη ζωή του Βελισαρίου. Ακολουθούν οι Ιωάννης Μαλάλας και Αγαθίας ο Σχολαστικός (6ος αι.), Θεοφάνης Ομολογητής (9ος αι.), Μιχαήλ Γλυκάς (11ος αι.), Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.), Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι.) κ.ά.[2]

Ο Βελισάριος γεννήθηκε περίπου το 505 μ.Χ. στη μικρή πόλη Γερμέν της Θράκης, το σημερινό Ορμένιο Έβρου[3] (κατ' άλλους στη Γερμανίκεια ή Γερμανία της βορειοδυτικής Θράκης κοντά στα σύνορα με την επαρχία του Ιλλυρικού, στη σημερινή Βουλγαρία). Ανήκε σε εκρωμαϊσμένη οικογένεια γαιοκτημόνων, πιθανώς θρακικής καταγωγής,[4] και η μητρική του γλώσσα ήταν η λατινική. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ενώ από τις διάφορες θεωρίες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για την καταγωγή του ονόματός του (κελτικό, γοτθικό, θρακικό, σλαβικό) καμία δεν έχει τύχει ευρείας αποδοχής.[5] Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του Ιουστίνου Α΄. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Ιουστινιανό, ο οποίος τον διόρισε στην προσωπική του φρουρά, όπου υπηρέτησε ως δορυφόρος (βουκελάριος). Το γεγονός αυτό υπήρξε το έναυσμα για την ανέλιξή του στα στρατιωτικά αξιώματα, που υπήρξε ραγδαία, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Ως βουκελάριος ανέλαβε μαζί με τον επίσης νεαρό στρατηγό Σίττα την ηγεσία μιας σειράς τολμηρών έφιππων καταδρομών στην περσική Αρμενία (Περσαρμενία) αποκομίζοντας πλούσια λεία και πολλούς αιχμαλώτους. Το 526 διορίστηκε από τον Ιουστίνο δούκας της Μεσοποταμίας και επανέλαβε τις επιδρομές. Αυτή τη φορά όμως συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Αρμένιο ευγενή Ναρσή. Τρία χρόνια αργότερα ο τελευταίος δέχτηκε να περάσει στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας.[6]

Εναντίον των Περσών – Μάχη του Δάρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη του Δάρας

Στη Μέση Ανατολή, καθ’ όλη την ύστερη αρχαιότητα, η υστερορωμαϊκή-βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν αντιμέτωπη με το ισχυρό και καλά οργανωμένο νεοπερσικό κράτος των Σασσανιδών. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ήταν σχεδόν συνεχείς. Ακόμη και σε περιόδους ειρήνης ή ανακωχής δεν έλειπαν τα μεθοριακά επεισόδια, άλλοτε απλώς οι επιχειρήσεις μεταφέρονταν σε εδάφη γειτονικών κρατών, τα οποία θέλοντας και μη συμπαρασύρονταν στη δίνη του αέναου καταστροφικού σπαραγμού των ισχυρών γειτόνων τους.

Το 528 ο Πέρσης βασιλιάς Καβάδης Α΄ κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία του και έστρεψε την προσοχή του προς δυσμάς. Με αφορμή την επιρροή των δύο αντιπάλων επί των μικρών περιφερειακών κρατών, Λαζική και Ιβηρία στην περιοχή του Καυκάσου, ξέσπασε το ίδιο έτος ο ιβηρικός πόλεμος. Το 529 ο Βελισάριος αναδείχθηκε σε στρατηλάτη της Ανατολής (magister militum per Orientem), βαθμός που του έδιδε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Διατήρησε τον τίτλο αυτό μέχρι το 542, αν και κατά την περίοδο αυτή απασχολήθηκε και σε άλλα μέτωπα.[7]

Ο Βελισάριος πιθανόν να είναι αυτός ο γενειοφόρος άνδρας στα δεξιά του Ιουστινιανού Α', όπως απεικονίζεται στο ψηφιδωτό του Ναού του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα, το οποίο εορτάζει την ανακατάληψη της Ιταλίας από τον βυζαντινό στρατό.

Στην πρώτη μεγάλη μάχη με τους Πέρσες ο Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο οχυρό του Δάρας (529). Οι αντίπαλοί του όμως δεν κατάφεραν να κατακτήσουν το ισχυρό οχυρό, που ήταν ο κύριος στόχος τους, αλλά ούτε και την Αντιόχεια, όπου είχαν επιδράμει οι σύμμαχοι των Περσών Λαχμίδες Άραβες. Το επόμενο έτος μια περσική στρατιά 40.000 ανδρών υπό τον φημισμένο στρατηγό Φιρούζ (Περόζης στα βυζαντινά κείμενα) βάδισε ξανά κατά του ισχυρού οχυρού του Δάρας. Ο Βελισάριος παρά το ότι διέθετε 25.000 άνδρες, περίμενε τους εχθρούς του έξω από την πόλη έχοντας ετοιμάσει το έδαφος με τρόπο ώστε να εξουδετερώνεται η αριθμητική υπεροχή των Περσών. Λίγο πριν τη μάχη ο Περόζης έλαβε ενισχύσεις 10.000 στρατιωτών, ενώ απέρριψε τις ειρηνευτικές προτάσεις του Βελισαρίου. Εξέλαβε ως ηττοπαθείς τόσο την πρωτοβουλία του αντιπάλου του να έρθει σε διαπραγματεύσεις όσο και την αμυντική διάταξη των Βυζαντινών.[8] Η μάχη που ακολούθησε εξελίχθηκε όπως είχε υπολογίσει ο Βελισάριος και κατέληξε σε περιφανή νίκη του νεαρού στρατηγού με βαριές απώλειες για τους Πέρσες. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη που απέσπασε το Βυζάντιο από τους Σασσανίδες μετά από πολλά χρόνια.[9]

Ωστόσο ο Καβάδης δεν αποθαρρύνθηκε. Την επόμενη χρονιά (531) απέστειλε στη βυζαντινή Συρία μια δύναμη 15.000 ανδρών που ενώθηκε με πολυπληθείς Άραβες συμμάχους. Ο Βελισάριος έσπευσε στην περιοχή με 8.000 στρατιώτες λαμβάνοντας με τη σειρά του σημαντική ενίσχυση από φιλοβυζαντινούς Άραβες. Με επιδέξιους και περίπλοκους ελιγμούς ανάγκασε τους Πέρσες σε υποχώρηση με τους Βυζαντινούς να τους ακολουθούν κατά πόδας. Ο βυζαντινός στρατηγός είχε πρόθεση να αφήσει τους Πέρσες να φύγουν στη χώρα τους, αφού μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή την εκδίωξη των εχθρών από τη βυζαντινή επικράτεια, χωρίς ο ίδιος να υποστεί απώλειες. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι στρατιώτες του δεν συμμερίζονταν την άποψή του και επιθυμούσαν διακαώς μία μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Καλλίνικον επί του ποταμού Ευφράτη, όπου δόθηκε άγρια και πεισματώδης μάχη με αμφίβολο αποτέλεσμα.[10] Ο στρατός του Βελισαρίου βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί για να μη συντριβεί.[11] Αλλά και οι Πέρσες είχαν μεγάλες απώλειες, γι’ αυτό μετά την υποχώρηση των εχθρών τους, αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης αρκούμενοι στα πλούσια λάφυρά τους.

Μετά τη μάχη του Καλλίνικου ο Ιουστινιανός αφαίρεσε τη διοίκηση των ανατολικών στρατευμάτων από τον Βελισάριο και τον ανακάλεσε στην Κωνσταντινούπολη (φθινόπωρο του 531). Η συνέχιση των εχθροπραξιών ανατέθηκε στους πιο έμπειρους στρατηγούς Μούνδο και Σίττα.

Στάση του Νίκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Στάση του Νίκα

Η άφιξη του Βελισαρίου στην Κωνσταντινούπολη βρήκε την πρωτεύουσα σε αναβρασμό λόγω των ταραχών που επικρατούσαν μεταξύ των φατριών του ιπποδρόμου, κυρίως των Βένετων και των Πράσινων. Ο Ιουστινιανός προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τις διαφορές των ομάδων αυτών και να τις εντάξει στα πολιτικά του σχέδια, κατάφερε μόνον να εκτραχύνει την κατάσταση που κατάληξε στην περίφημη στάση του Νίκα (αρχές του 532). Σύσσωμοι οι οπαδοί και των δύο παρατάξεων παραμερίζοντας τις διαφορές τους, εξεγέρθηκαν κατά του αυτοκράτορα.

Ο Βελισάριος επέδειξε μεγάλο ζήλο για την καταστολή της εξέγερσης. Οι αρχικές προσπάθειές του όμως δεν τελεσφόρησαν λόγω της απόφασης πολλών στρατιωτών της ανακτορικής φρουράς να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτήν την εσωτερική σύγκρουση. Ο θρόνος του Ιουστινιανού σώθηκε την τελευταία στιγμή από την αγέρωχη παρότρυνση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Τελικά οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος (ο τελευταίος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν τυχαία στην Κωνσταντινούπολη επιστρέφοντας στη διοίκηση του Ιλλυρικού μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στην ανατολή) συντόνισαν τις ενέργειές τους και περικύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον ιππόδρομο, όπου ακολούθησε μεγάλη σφαγή. Η συμβολή του Βελισαρίου στην καταστολή της στάσης και η αμέριστη υποστήριξη που παρείχε στον κλονιζόμενο Ιουστινιανό, έκανε τον στρατηγό έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα ήταν η ανάθεση της εκστρατείας εναντίον των Βανδάλων, που ο Ιουστινιανός ήδη σχεδίαζε.[12]

Οι πόλεμοι στη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάλυση του βανδαλικού βασιλείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά τη λήξη της στάσης του Νίκα, ο Ιουστινιανός άρχισε τις προετοιμασίες για την εκστρατεία κατά του βανδαλικού βασιλείου της Αφρικής. Η αφορμή είχε ήδη δοθεί όταν το 530 ο φιλοβυζαντινός βασιλιάς Χιλδέριχος ανατράπηκε και φυλακίστηκε από τον Γελίμερο, ο οποίος αξίωνε από τον Ιουστινιανό να μην εμπλέκεται στα εσωτερικά του κράτους του. Επικεφαλής ορίστηκε ο Βελισάριος με τον τίτλο του στρατηγού-αυτοκράτορα, δηλαδή αρχιστρατήγου με αυξημένες εξουσίες.[13] Η δύναμη που συγκεντρώθηκε (10.000 πεζοί, 5.000 ιππείς και 3.000 μισθοφόροι) δεν ήταν επαρκής για ένα τέτοιο εγχείρημα. Αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η δυσπιστία με την οποία πολλοί αξιωματούχοι αντιμετώπιζαν την εκστρατεία, ιδίως υπό το βάρος της τελευταίας προσπάθειας επί Λέοντος Α΄ (457-474), που είχε καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία (468). Ωστόσο δόθηκε στον Βελισάριο ισχυρός στόλος 500 μεταγωγικών και 92 πολεμικών πλοίων και παρά τα αρχικά προβλήματα που ανέκυψαν (απειθαρχία στρατιωτών, χαλασμένες προμήθειες κτλ.), η εκστρατευτική δύναμη κινήθηκε με ταχύτητα και μυστικότητα.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία το 565, έτος θανάτου του Ιουστινιανού. Ο Βελισάριος ήταν από τους κυριότερους συντελεστές της "ανάκτησης" των δυτικών επαρχιών της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι ανακτηθείσες περιοχές εικονίζονται με το κίτρινο χρώμα.

Ο βυζαντινός στόλος απέπλευσε στις 21 Ιουνίου 533 κι έφθασε στη Σικελία στα μέσα του Αυγούστου, όπου ο Βελισάριος σταμάτησε για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.[14] Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Βάνδαλοι ήταν ανίδεοι και πλήρως απροετοίμαστοι για τη βυζαντινή εκστρατεία εναντίον τους, Επιπλέον ένα τμήμα της δύναμής τους έλειπε σε επιχειρήσεις εναντίον της επαναστατημένης Σαρδηνίας, πράγμα για το οποίο είχε φροντίσει ο Ιουστινιανός.[15]

Με τις πληροφορίες αυτές οι Βυζαντινοί αναθάρρησαν και έπλευσαν με ακόμη μεγαλύτερες προφυλάξεις για την Αφρική. Αποβιβάστηκαν σε μια απόμερη και υπήνεμη ακτή, περί τα 200 χλμ από την Καρχηδόνα, καθώς ο Βελισάριος έκρινε ότι μια απόβαση κοντά στη βανδαλική πρωτεύουσα ήταν πολύ επικίνδυνη. Πράγματι, η βυζαντινή δύναμη ανασυντάχθηκε, κατασκεύασε στρατόπεδο, ξεκουράστηκε λίγες μέρες και ξεκίνησε για την Καρχηδόνα ανενόχλητη βαδίζοντας κοντά στην ακτή, συνοδευόμενη από τον παραπλέοντα στόλο. Ο Βάνδαλος βασιλιάς Γελίμερος αιφνιδιάστηκε από την είδηση της εισβολής. Πρώτη ενέργειά του ήταν να εκτελέσει τον Χιλδέριχο και τους οπαδούς του, που κρατούνταν φυλακισμένοι. Έπειτα ανακάλεσε τον στόλο του από τη Σαρδηνία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον μικρό στρατό του Βελισαρίου με τις δυνάμεις που διέθετε εκείνη τη στιγμή (30.000-40.000 άνδρες). Το σχέδιό του ήταν να επιτεθεί στους Βυζαντινούς στην τοποθεσία Δέκιμον, μία στενή κοιλάδα περί τα 15 χλμ νοτίως της Καρχηδόνας. Τα πράγματα όμως δεν λειτούργησαν όπως σκόπευε ο Βάνδαλος ηγεμόνας. Παρόλο που έφερε σε δύσκολη θέση τους Βυζαντινούς, η έλλειψη συντονισμού των στρατιωτών του σε συνδυασμό με την ψυχραιμία και ετοιμότητα του Βυζαντινού στρατηγού χάρισε στον τελευταίο μια συντριπτική νίκη (μάχη στο Δέκιμον, 13 Σεπτεμβρίου 533).[16]

Ο Γελίμερος με τα υπολείμματα του στρατού του τράπηκε σε φυγή προς τα δυτικά (Νουμιδία), ενώ ο Βελισάριος εισήλθε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα δύο μέρες αργότερα. Αμέσως άρχισε να οργανώνει την άμυνα της πόλης και να ενισχύει τα παραμελημένα τείχη της. Επίσης, ήδη από τη στιγμή της απόβασης, είχε δώσει αυστηρές εντολές στους στρατιώτες του να σεβαστούν τις ζωές και τις περιουσίες των κατοίκων της περιοχής, ώστε να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους. Από την άλλη, ο Γελίμερος ενισχύθηκε με την άφιξη των δυνάμεων από τη Σαρδηνία και στρατολόγησε αρκετές εντόπιες φυλές. Όταν θεώρησε ότι ήταν αρκετά δυνατός, βάδισε κατά της Καρχηδόνας. Αλλά και ο Βελισάριος επεδίωξε μια ανοιχτή μάχη, καθώς μια μακρά πολιορκία θα κλόνιζε την πίστη πολλών μισθοφόρων του (κυρίως των Ούννων), οι οποίοι μάλιστα είχαν ήδη επαφές με πράκτορες του Γελίμερου. Έτσι βγήκε από την πόλη και περίμενε το στρατό των Βανδάλων στο Τρικάμαρον, 30 χλμ δυτικά της Καρχηδόνας. Η μάχη που δόθηκε στη θέση αυτή (15 Δεκ. 533), σφράγισε τη μοίρα της βανδαλικής Αφρικής. Οι συνασπισμένοι Βάνδαλοι και Βέρβεροι ηττήθηκαν ολοσχερώς. Πλήθος αιχμαλώτων και πλούσια λάφυρα περιήλθαν στην κατοχή των νικητών. Ο Γελίμερος διέφυγε κακήν κακώς προς στα βουνά της ενδοχώρας, αλλά παραδόθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού έλαβε εγγυήσεις από τον Βελισάριο για τη ζωή του.

Η κεραυνοβόλα και, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ολοκληρωτική επιτυχία του Βελισαρίου ξύπνησε τον φθόνο πολλών αυλικών και αξιωματούχων στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοί καταφέρθηκαν με συκοφαντίες κατά του στρατηγού στον Ιουστινιανό, υποστηρίζοντας ότι ο κατακτητής της Αφρικής σκόπευε να κρατήσει για τον εαυτό του τις μόλις καταληφθείσες περιοχές και να δημιουργήσει εκεί μια αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, για να εξακριβώσει τις προθέσεις του Βελισαρίου, τού πρότεινε να διαλέξει εάν ήθελε να μείνει στην Αφρική ως αρχιστράτηγος ή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.[17] Έχοντας πληροφορηθεί τις συκοφαντίες, ο Βελισάριος επέλεξε το δεύτερο κι έτσι το καλοκαίρι του 534 απέπλευσε για την πρωτεύουσα. Ο Ιουστινιανός του έδωσε την άδεια να τελέσει θρίαμβο, στον οποίο τον ένδοξο στρατηγό ακολουθούσαν ο Γελίμερος και πλήθος αιχμαλώτων και λαφύρων. Στα λάφυρα συμπεριλαμβάνονταν οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από τη Ρώμη το 455. Ο τελευταίος απλός πολίτης που είχε την τιμή να τελέσει θρίαμβο ήταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Βάλβος επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, 550 χρόνια παλαιότερα. Επίσης ο Βελισάριος τιμήθηκε με την υπατεία του έτους 535.[18]

Εναντίον των Οστρογότθων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 535 η φιλοβυζαντινή βασίλισσα των Οστρογότθων Αμαλασούνθα, συνελήφθη, φυλακίστηκε και τον Απρίλιο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε με την ανοχή του νέου συζύγου της, Θεοδάτου. Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία έδωσε στον Ιουστινιανό το πρόσχημα που ζητούσε για να κινηθεί εναντίον των Οστρογότθων. Η ταχεία και απροσδόκητα εύκολη κατάλυση του βανδαλικού βασιλείου συνέβαλε προς την απόφαση του Ιουστινιανού να επιδιώξει με στρατιωτικά μέσα την προσάρτηση της Ιταλίας.[19] Την υλοποίηση των σχεδίων του αυτοκράτορα ανέλαβαν οι στρατηγοί Βελισάριος, που κινήθηκε με στόλο εναντίον της Σικελίας με 12.000 άνδρες, και ο Μούνδος, που προέλασε προς τη γοτθική Δαλματία με 4.000 άνδρες. Η Σικελία ήταν σχεδόν αφύλαχτη από γοτθικές φρουρές, με συνέπεια μέσα σε επτά μήνες να αποτελεί τμήμα της ανατολικής αυτοκρατορίας. Μόνον η Πάνορμος (σημ. Παλέρμο) πρόβαλε αντίσταση, χωρίς αποτέλεσμα.

Η απώλεια ενός τόσο μεγάλου τμήματος της επικράτειάς του, πανικόβαλε τον Θεοδάτο. Ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Ιουστινιανό, αλλά πολύ σύντομα άλλαξε γνώμη. Αιτία ήταν η εσπευσμένη αναχώρηση του Βελισαρίου για την Αφρική, όπου είχε εκδηλωθεί μεγάλη στάση μεταξύ των απλήρωτων στρατιωτών, και ο θάνατος του στρατηγού Μούνδου στη Δαλματία.

Όμως ο Βελισάριος κατάφερε σε ελάχιστο χρόνο να επαναφέρει την πειθαρχεία στις ρωμαϊκές δυνάμεις της Αφρικής και να επιστρέψει στην Ιταλία. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της Καλαβρίας (αρχές καλοκαιριού του 536) και προέλασε ταχύτατα προς Βορρά. Οι ελληνόφωνοι κατά κύριο λόγο πληθυσμοί υποδέχονταν τους Βυζαντινούς σαν ελευθερωτές. Ακόμη και οι γοτθικές δυνάμεις της περιοχής, υπό την ηγεσία του γαμβρού τού Θεοδάτου, παραδόθηκαν στον Βελισάριο χωρίς καν να προβάλουν αντίσταση. Η προέλαση διακόπηκε κάτω από τα τείχη της Νάπολης. Η πόλη αυτή διέθετε ισχυρή γοτθική φρουρά, ίση με τη δύναμη του Βελισαρίου. Επίσης η οχυρή θέση της ενθάρρυνε τους κατοίκους της να αντισταθούν στον Βυζαντινούς. Πράγματι, η πόλη αντιστάθηκε επιτυχώς για έναν μήνα περίπου, σε σημείο που ο Βελισάριος ετοιμάστηκε να άρει την πολιορκία για να μην χρονοτριβήσει περαιτέρω. Τότε όμως, κάποιοι στρατιώτες του βρήκαν τυχαία μία δίοδο προς το εσωτερικό των τειχών μέσα από το υδραγωγείο της πόλης. Ένα απόσπασμα 400 επίλεκτων ανδρών εισήλθε στην πόλη και άνοιξε τις πύλες για τον υπόλοιπο στρατό.[20]

Η πτώση της Νεάπολης (536) συγκλόνισε τους Οστρογότθους. Υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Θεοδάτος που δεν είχε πράξει κάτι σημαντικό στον στρατιωτικό τομέα για την αναχαίτιση του Βελισαρίου. Ο ηγεμόνας των Γότθων εκθρονίστηκε και λίγο αργότερα εκτελέστηκε, ενώ τη θέση του κατέλαβε ένας γηραιός στρατηγός τού Θεοδώριχου, ο Ουίτιγις ή Βίτιγκις. Ο τελευταίος άφησε ισχυρή φρουρά στη Ρώμη και έφυγε για τη Ραβέννα, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των γοτθικών στρατευμάτων. Επιπλέον αντιμετώπιζε μια φραγκική εισβολή στη βόρειο Ιταλία, για την οποία, όπως και στην περίπτωση της επαναστατημένης εναντίον του Γελίμερου Σαρδηνίας, ευθυνόταν οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ιουστινιανού.[21]

Ο Ουίτιγις εξαγόρασε την αποχώρηση των Φράγκων από την Ιταλία με χρυσό και εδαφικές παραχωρήσεις και σύντομα ήταν έτοιμος να αντεπιτεθεί στους Βυζαντινούς. Ενόσω βρισκόταν στη Ραβέννα, παντρεύτηκε την κόρη της Αμαλασούνθας, Ματασούνθα για να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Εν τω μεταξύ ο Βελισάριος είχε γίνει κύριος της Αιώνιας Πόλης αναίμακτα. Η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις, την ίδια ώρα που η γοτθική φρουρά εγκατέλειπε την πόλη (9 Δεκεμβρίου 536). Για τον Ιουστινιανό η ανάκτηση της Ιταλίας είχε επιτευχθεί το ίδιο εύκολα και γρήγορα όπως η βανδαλική Αφρική. Όμως ο Βελισάριος άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς για μακρά πολιορκία, καθώς γνώριζε ότι οι Γότθοι θα έκαναν το παν για να ανακτήσουν τη Ρώμη όπως και όλες τις απολεσθείσες περιοχές. Για την υπεράσπιση της Ρώμης δεν διατίθεντο περισσότεροι από 5.000 άνδρες, αφού οι υπόλοιποι επάνδρωναν φρουρές στη Σικελία και τη νότια Ιταλία.[22]

Οι Γότθοι έφθασαν κάτω από τα τείχη της Ρώμης τον Μάρτιο του 537 με στρατό 150.000 θωρακισμένων ιππέων, κατά κύριο λόγο, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος.[23] Οι Ρωμαίοι είχαν προλάβει να προετοιμαστούν αρκετά καλά, αλλά ο Βελισάριος, όπως συνήθιζε, δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Κάθε τόσο καταπονούσε τους πολιορκητές του με γρήγορες και ξαφνικές εξόδους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν άφηνε ποτέ τους εχθρούς του να αναπαυτούν, καταφέρνοντας επιπλέον να διατηρήσει ανοικτές τις θαλάσσιες επικοινωνίες του για μεγάλο διάστημα. Από την άλλη πλευρά των τειχών, οι Γότθοι ταλαιπωρούνταν και από επιδημίες. Όσο και αν δυσκόλευαν τους Ρωμαίους, αυτοί βρίσκονταν πάντα σε χειρότερη θέση. Συνέχιζαν όμως να στενεύουν τον κλοιό, και όταν κατάφεραν να αποκλείσουν τη Ρώμη και από θαλάσσης, οι πολιορκημένοι βρέθηκαν σε απόγνωση. Η δυσφορία των κατοίκων εκφράστηκε κυρίως από τους συγκλητικούς και την αριστοκρατία, αρκετοί εκ των οποίων συνελήφθησαν από τον Βελισάριο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο πάπας Σιλβέριος. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Βελισαρίου λόγω του αξιώματος τού Σιλβέριου, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην Ανατολή, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος συνεργασίας με τους Γότθους.[24]

Οι πολυπόθητες ενισχύσεις, περί τις 5.000, έφτασαν τον Νοέμβριο του επόμενου έτους. Τώρα ο Βελισάριος είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει τολμηρότερες ενέργειες. Με όλο και αυξανόμενες επιδρομές στα μετόπισθεν των Γότθων, έπληττε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους, καταλαμβάνοντας μάλιστα κάποιες πόλεις και οχυρά σε καίρια σημεία. Έτσι οι Γότθοι μετατράπηκαν από πολιορκητές σε πολιορκημένους και τον Μάρτιο του 538, μετά από ένα χρόνο και εννέα ημέρες, έλυσαν την πολιορκία. Κατευθύνθηκαν βόρεια με τους Βυζαντινούς στο κατόπι τους. Οι τελευταίοι, με ευκίνητες δυνάμεις ιππικού, ενεργούσαν σε μεγάλη ακτίνα, τόσο απασχολώντας τους εχθρούς τους όσο και καταλαμβάνοντας διάφορες πόλεις. Τον Ιούνιο του 538 αφίχθησαν στην Ιταλία νέες ενισχύσεις (7.000) υπό τον Ναρσή, οι οποίες όμως δεν είχαν τα αποτελέσματα που ανέμενε ο Ιουστινιανός. Ο Ναρσής δεν έδειχνε διάθεση να αναγνωρίσει την αρχιστρατηγία του Βελισαρίου. Ο τελευταίος αξίωνε απ’ όλους απόλυτη υπακοή στις διαταγές του, αφού είχε διοριστεί από τον Ιουστινιανό αρχιστράτηγος του μετώπου στην Ιταλία. Από την άλλη ο Ναρσής, έχοντας την εύνοια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έβρισκε προσχήματα για να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Βελισαρίου.[25] Αποτέλεσμα των διαφωνιών των δύο στρατηγών ήταν η πτώση της μεγάλης και εύρωστης πόλης των Μεδιολάνων (σημ. Μιλάνο, αρχές του 539) στους συνασπισμένους Γότθους και Βουργουνδούς. Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια με αποτέλεσμα να καταστραφεί τελείως, ο ανδρικός πληθυσμός σφαγιάστηκε και τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν ως δούλοι στους Βουργουνδούς.

Η καταστροφή των Μεδιολάνων, που από τις σύγχρονες πηγές περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα, προκάλεσε βαθιά εντύπωση, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δεν επέρριψε ευθύνες σε κάποιον, ωστόσο ανακάλεσε τον Ναρσή, αφήνοντας τον Βελισάριο μοναδικό αρχηγό των δυνάμεων στην Ιταλία. Η κατάσταση στη χερσόνησο είχε γίνει ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη. Επιπλέον οι Φράγκοι εισέβαλαν ξανά στη βόρειο Ιταλία καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Μάλιστα λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, Γότθοι και Βυζαντινοί σκέπτονταν σοβαρά το ενδεχόμενο σύμπραξης εναντίον των Φράγκων.[26] Τελικά οι τελευταίοι, αφού ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις της βορειοϊταλικής υπαίθρου, υπέκυψαν στον λιμό που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει και αποσύρθηκαν πέρα από τις Άλπεις.[27]

Ως εκ τούτου, οι εχθροπραξίες μεταξύ Γότθων και Βυζαντινών ξανάρχισαν. Τώρα όμως οι Βυζαντινοί διέθεταν ενιαία ηγεσία και σύντομα περιόρισαν τον Ουίτιγι στη Ραβέννα. Αλλά και αυτός δεν έμεινε άπραγος. Ενώ είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα γινόταν για πολιορκία, απέστειλε πρέσβεις στην Περσία με την ελπίδα ότι μια αναζωπύρωση του ανατολικού μετώπου της αυτοκρατορίας, θα μείωνε την πίεση των Βυζαντινών εναντίον του. Όταν μαθεύτηκαν οι διπλωματικές κινήσεις των Γότθων, ο Ιουστινιανός ειδοποίησε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την Ιταλία και να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει ενός νέου πολέμου με τους Πέρσες. Αλλά ο Βελισάριος δεν ήθελε να αφήσει την πολύμηνη πολιορκία να πάει χαμένη. Αντ’ αυτού, επέσπευσε τις προσπάθειές του, με αποτέλεσμα η Ραβέννα να παραδοθεί κατόπιν τεχνάσματος (Μάιος του 540). Αρκετοί ευγενείς (Γότθοι και Ρωμαίοι) είχαν προτείνει στον Βελισάριο το στέμμα της Ιταλίας. Ακόμη και ο Ουίτιγις είχε έρθει σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Βυζαντινό στρατηγό με ανάλογες προτάσεις. Ο Βελισάριος συμφώνησε με όλες τις πλευρές και όταν εισήλθε στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του Ιουστινιανού. Ακολούθως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με αιχμαλώτους τον Ουίτιγις, τη Ματασούνθα και άλλους επιφανείς Γότθους, καθώς φυσικά και με πολλά λάφυρα, μεταξύ αυτών και τους βασιλικούς θησαυρούς.

Τελευταίοι πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο ανατολικό πέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστροφή του Βελισαρίου στην Κωνσταντινούπολη δεν είχε την υποδοχή που τού είχε επιφυλαχθεί μετά την κατάλυση του βανδαλικού κράτους. Βασικοί λόγοι για την ψυχρή αντιμετώπιση, ήταν η εισβολή των Περσών στη βυζαντινή Συρία, αλλά και η καχυποψία του Ιουστινιανού προς το πρόσωπο του Βελισαρίου.[28] Ο αυτοκράτορας είχε ανησυχήσει από τις προτάσεις των Γότθων προς τον αρχιστράτηγό του και παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες του τελευταίου είχαν αποδείξει το αντίθετο, διατηρούσε αμφιβολίες για τη νομιμοφροσύνη του.[29]

Ωστόσο οι ταχείες και οδυνηρές εξελίξεις στην Ανατολή απαιτούσαν άμεσες ενέργειες. Ο διάδοχος του Καβάδη Α΄, Χοσρόης Α΄ της Περσίας, προέλασε ανενόχλητος καταλαμβάνοντας πόλεις και φρούρια της μεθορίου. Όταν είδε ότι δεν υπήρχε ουσιαστικός αντίπαλος έγινε πιο τολμηρός και επιτέθηκε κατά της Αντιοχείας, που εκείνη την εποχή ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Η πλούσια συριακή μεγαλούπολη έπεσε ανέλπιστα εύκολα και ακολούθησε τη μοίρα των Μεδιολάνων. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της σφαγιάστηκε, ενώ οι επιζώντες μεταφέρθηκαν στη Περσία, όπου εγκαταστάθηκαν σε μια πόλη με το όνομα Αντιόχεια του Χοσρόη, πλησίον της Κτησιφώντος.[30] Το 541 ο Πέρσης μονάρχης προωθήθηκε στη Λαζική και κατέλαβε το ισχυρό βυζαντινό φρούριο της Πέτρας.

Εκείνη τη στιγμή έφτασε στο ανατολικό μέτωπο και ο Βελισάριος. Τόσο αυτός όμως, όσο και άλλοι ικανοί στρατηγοί του Ιουστινιανού δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους Πέρσες.[31] Πιο συγκεκριμένα, ο Βελισάριος ηγήθηκε μίας γενικά άτολμη επιχείρησης αντιπερισπασμού εισβάλλοντας στα περσικά εδάφη. Μπρος στον κίνδυνο που διέτρεχαν τα ίδια τα εδάφη του, ο Χοσρόης εγκατέλειψε τη Λαζική, αλλά και οι Ρωμαίοι αποτραβήχτηκαν στην επικράτειά τους. Ο Βελισάριος αντιμετώπιζε πάλι προβλήματα ανυπακοής των κατωτέρων του, που σε συνδυασμό με μια επιδημία στο στράτευμά του και την έκκληση κάποιων πόλεων της μεθορίου για προστασία εναντίον των Αράβων συμμάχων του Χοσρόη, ανάγκασε τους Βυζαντινούς να αναδιπλωθούν. Τότε ήρθε διαταγή ανάκλησης του Βελισαρίου στην Κωνσταντινούπολη (χειμώνας 541-542), πιθανώς λόγω μίας εισβολής των Βουλγάρων Ούννων (Κουτριγούρων) στα Βαλκάνια.[32]

Την άνοιξη του 542 ο Χοσρόης επέδραμε εναντίον της Ιερουσαλήμ, την πλουσιότερη πόλη της ρωμαϊκής ανατολής, μετά την καταστροφή της Αντιόχειας. Ο Ιουστινιανός έστειλε ξανά τον Βελισάριο εναντίον των Περσών. Ο Βυζαντινός στρατηγός συγκέντρωσε τις λίγες αλλά ευκίνητες διαθέσιμες δυνάμεις και μαντεύοντας την πορεία της τεράστιας περσικής στρατιάς, περίμενε τους πολεμίους του στο πιο ευαίσθητο γι’ αυτούς σημείο, στο Κάσερμιχ του Άνω Ευφράτη. Όταν έφτασαν εκεί οι Πέρσες, ο Χοσρόης κατάλαβε ότι βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Απέστειλε αντιπροσωπεία στον Βελισάριο, η οποία είχε ως πραγματικό σκοπό να εξακριβώσει το πραγματικό μέγεθος και τη σύνθεση του βυζαντινού στρατεύματος. Από τη μεριά του ο Βελισάριος αντελήφθη τις προθέσεις των Περσών. Για το λόγο αυτό έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να απλωθούν σε όση έκταση είχαν στη διάθεσή τους και να κινούνται αδιάκοπα, ώστε να δημιουργούν την εικόνα ότι είναι πολλοί περισσότεροι απ’ ότι στην πραγματικότητα. Επιπλέον, το άγημα που υποδέχτηκε την περσική αντιπροσωπεία, αποτελείτο από τους πλέον εύρωστους και μεγαλόσωμους στρατιώτες (κυρίως Γότθους, Βανδάλους και άλλους πρώην αιχμαλώτους από τη Δύση, που είχαν στρατολογηθεί από τους Βυζαντινούς), οι οποίοι όπως και ο στρατηγός τους έδειχναν ιδιαίτερα ευδιάθετοι και προσηνείς, αποπνέοντας μία σιγουριά και αισιοδοξία που προβλημάτισε ιδιαίτερα τους Πέρσες. Με την επιστροφή των απεσταλμένων του, ο Χοσρόης έλαβε τις πληροφορίες και αποφάσισε να μην διακινδυνεύσει μια εισβολή με μια τόσο «ισχυρή» δύναμη στα νώτα του. Μα και ο Βελισάριος δεν αρκέστηκε μόνον σ’ αυτό το τέχνασμα. Με μια σειρά περίπλοκων ελιγμών κατά μήκος του Ευφράτη, επέφερε μεγαλύτερη σύγχυση στους αντιπάλους του, οι οποίοι αποφάσισαν τελικά να αποσυρθούν στη χώρα τους.[33]

Αμέσως μετά από αυτήν την εντυπωσιακή και αναίμακτη νίκη, ο Βελισάριος ανακλήθηκε για πολλοστή φορά στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Την ίδια χρονιά ξέσπασε λοιμός, πιθανότατα βουβωνική πανώλη, που απλώθηκε ταχύτατα από την Αίγυπτο σε όλο τον μεσογειακό κόσμο και την Εγγύς Ανατολή. Ακόμη και οι ισχυρότεροι μονάρχες του τότε γνωστού κόσμου, Ιουστινιανός και Χοσρόης, προσβλήθηκαν από τη νόσο, χωρίς όμως να υποκύψουν. Ωστόσο για κάποιο διάστημα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας φάνηκε πως δεν θα ξεπερνούσε την ασθένεια, με συνέπεια να γίνεται λόγος περί διαδοχής στο στενό του περιβάλλον. Ανάμεσα στα ονόματα των πιθανών διαδόχων ακούστηκε και το όνομα του Βελισαρίου. Ο δαφνοστεφής στρατηγός είχε πράγματι την υποστήριξη των στρατιωτών του και μέρος της πολιτικής ηγεσίας, αλλά ουδέποτε εξέφρασε ο ίδιος κάποια τέτοια επιθυμία, ή έστω κάποια γνώμη επί του θέματος. Ακόμη κι έτσι, η θορυβημένη Θεοδώρα αντέδρασε ακαριαία, καθαιρώντας τον Βελισάριο από το αξίωμά του. Επίσης δήμευσε την τεράστια περιουσία του, την οποία απέδωσε σε οικονομικές ατασθαλίες και διέλυσε την προσωπική του φρουρά. Ο πρώην αρχιστράτηγος του Ιουστινιανού ζούσε πλέον φοβούμενος για τη ζωή του. Η φιλία της γυναίκας του με την αυτοκράτειρα τον έσωσε προς στιγμήν, και όταν λίγο αργότερα ο Ιουστινιανός ανάρρωσε, επέστρεψε την περιουσία και τα αξιώματα στον Βελισάριο, μη δίνοντας σημασία στις φήμες. Η κρίσιμη κατάσταση του ιταλικού μετώπου, έκανε τον Βελισάριο ακόμη μία φορά κάτι παραπάνω από απαραίτητο.[34]

Ιταλία και Βαλκάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ιταλία, σχεδόν αμέσως μετά την αποχώρηση του Βελισαρίου, η κατάσταση αναστράφηκε άρδην. Οι Γότθοι επέλεξαν ως βασιλιά τους τον ικανό φύλαρχο Τωτίλα, ο οποίος με εύστοχες στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες πέτυχε να περιορίσει τους Βυζαντινούς σε λίγες μεγάλες πόλεις.

Όταν ο Βελισάριος επέστρεψε στην Ιταλία (καλοκαίρι 544), οι Βυζαντινοί κατείχαν μόνον τις πόλεις Φλωρεντία, Ραβέννα και Ρώμη. Ακόμη μια φορά ο Βελισάριος διέθετε ελάχιστες δυνάμεις, μερικές χιλιάδες νεοσύλλεκτους άνδρες που ο ίδιος περιέγραφε ως ένα μικρό αξιοθρήνητο και ανεκπαίδευτο συνονθύλευμα (Υπέρ των πολέμων λόγοι 7.12.4), έτσι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να εισέλθει κρυφά στη Ρώμη, όπου άρχισε να προετοιμάζεται για την επερχόμενη πολιορκία. Οι Γότθοι είχαν βαριές απώλειες στις προσπάθειές τους να παραβιάσουν τα τείχη. Μια ξαφνική αντεπίθεση των Βυζαντινών, τους έτρεψε σε άτακτη φυγή και υποχώρησαν στο Τίβολι.

Με ανεπαρκείς δυνάμεις, ο Βελισάριος δεν μπορούσε να αναλάβει σοβαρές επιθετικές πρωτοβουλίες. Έτσι επί επτά χρόνια αναλώθηκε σε μικρές επιχειρήσεις από το ένα φρούριο στο άλλο και από τη μια πόλη στην άλλη, προσπαθώντας να ενισχύσει όποιο μέρος πιεζόταν περισσότερο. Η Ρώμη άλλαξε πολλές φορές χέρια και γενικότερα η Ιταλική χερσόνησος είχε περιέλθει σε διαρκή αστάθεια και αναταραχή. Απογοητευμένος από τη συνεχή άρνηση του αυτοκράτορα να στείλει σημαντικές ενισχύσεις στην Ιταλία, ο Βελισάριος ζήτησε την ανάκλησή του και επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 549.[35]

Στην πρωτεύουσα ο μεσόκοπος στρατηγός έτυχε τιμητικής υποδοχής, αλλά το άστρο του έδυσε προσωρινά. Κουρασμένος και πικραμένος από τις δολοπλοκίες και τις διαβολές των αντιπάλων του, αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο και για μερικά χρόνια ιδιώτευσε. Όμως σε ανύποπτο χρόνο ο Ιουστινιανός χρειάστηκε εκ νέου τις υπηρεσίες του έμπειρου στρατηλάτη και ο Βελισάριος ανταποκρίθηκε με το πλέον εντυπωσιακό και αποτελεσματικό τρόπο.

Το 559 η βαλκανική χερσόνησος συγκλονίστηκε από μία μαζική επιδρομή των Βουλγάρων Κουτριγούρων (ή Βουλγάρων Ούννων ή Κουτριγούρων Ούννων), ενός επιγονικού φύλου των Ούννων. Έχοντας επιδράμει κι άλλες φορές στη Βαλκανική είχαν μάθει τις αδυναμίες της αυτοκρατορίας. Παρά τα πολλά οχυρωματικά έργα που κτίστηκαν επί Ιουστινιανού κατά μήκος του Δούναβη,[36] η απασχόληση των ρωμαϊκών στρατευμάτων σε ανατολή και δύση, άφηνε τα βόρεια σύνορα εκτεθειμένα στις επιδρομές των νομάδων. Το έτος αυτό παρουσιάστηκε μια πολύ καλή ευκαιρία για τους Κουτριγούρους, οι οποίοι διάβηκαν τον παγωμένο Δούναβη μαζί με πλήθος Σλάβων υποτακτικών. Χωρίστηκαν σε τρία μέρη και μια από τις τρεις ομάδες κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη.

Έντρομος ο Ιουστινιανός ανακάλεσε τον Βελισάριο και του ανέθεσε την αναχαίτιση των επιδρομέων. Καθώς δεν υπήρχαν υπολογίσιμες δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, ο Βελισάριος στρατολόγησε ένα ετερόκλητο πλήθος από μέλη των δήμων της πρωτεύουσας και χωρικούς από τη Θράκη που είχαν καταφύγει στην Πόλη εν όψει του κουτριγουρικού κινδύνου. Τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν 300 παλαίμαχοι στρατιώτες του Βελισαρίου, σύμφωνα με τον Αγαθία τον Σχολαστικό που διηγείται την ιστορία. Ο έμπειρος στρατηγός κατατρόπωσε τους νομάδες με τέχνασμα. Αναμένοντας την επίθεση μιας δύναμης 2.000 ιππέων, έκρυψε 200 από τους παλαίμαχούς του και έδωσε εντολή στους πολυάριθμους απειροπόλεμους που είχε μαζί του να κραυγάζουν όσο το δυνατόν δυνατότερα κατά την επίθεση. Πράγματι, όταν εμφανίστηκαν οι εχθροί, ο Βελισάριος και ο στρατός του κάλπασαν με ιαχές εναντίον του, ενώ παράλληλα η ενεδρεύουσα δύναμη πλαγιοκόπησε τους εισβολείς. Εμβρόντητοι οι τελευταίοι, πίστευσαν ότι δέχονται επίθεση από κατά πολύ υπεράριθμους αντιπάλους και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Σύμφωνα με τον Αγαθία, οι Κουτρίγουροι έχασαν περί τους 400 άνδρες ενώ οι απώλειες των Βυζαντινών ανέρχονταν σε μερικούς τραυματίες.[37] Κατ’ αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο αποσοβήθηκε η άμεση απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης, ενώ την οριστική εξάλειψη του κινδύνου ανέλαβε η διπλωματία του Ιουστινιανού, στρέφοντας εναντίον των Κουτριγούρων τους συγγενείς τους, Ουτίγουρους.

Προσωπική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βελισάριος νυμφεύτηκε την Αντωνίνα, στενή φίλη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, με την οποία μοιράζονταν παρόμοιο παρελθόν. Ο ίδιος την υπεραγαπούσε, ωστόσο η σχέση τους φαίνεται ότι κάθε άλλο παρά ιδανική υπήρξε. Ο Προκόπιος της καταλογίζει συνεχείς απιστίες εις βάρος του Βελισαρίου, και πολλές φορές αναφέρεται στον αδίστακτο χαρακτήρα της. Τις απόψεις αυτές συμμερίζονται οι περισσότεροι μελετητές,[38] αν και χωρίς τις υπερβολές και τις ευφάνταστες περιγραφές του Προκοπίου.[39] Πάντως ο δυναμισμός της Αντωνίνας και η στενή σχέση της με τα ανάκτορα έδωσαν ώθηση στην καριέρα του συζύγου της, ενώ με τον άστατο βίο της δημιουργούσε πολλά προβλήματα στον Βελισάριο. Από την άλλη, τον ακολουθούσε στις περισσότερες εκστρατείες του και μετά το θάνατό του, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε σεμνή χηρεία.[40] Ο Βελισάριος και η Αντωνίνα απέκτησαν μία κόρη, την Ιωαννίνα, η οποία αρραβωνιάστηκε με τον εγγονό της Θεοδώρας, Αναστάσιο. Η Αντωνίνα ουδέποτε ήθελε αυτό το συνοικέσιο, έτσι μετά τον θάνατο της Θεοδώρας διέλυσε τον αρραβώνα.

Θάνατος και υστεροφημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βελισάριος ως τυφλός ζητιάνος σε πίνακα τού Ζακ-Λουί Νταβίντ (1781). Οι διηγήσεις που ήθελαν τον Βελισάριο να καταλήγει τυφλός επαίτης εμφανίστηκαν στο Βυζάντιο κυρίως από τον 12ο αι. και επηρέασαν τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη και γραμματεία μέχρι και τους νεότερους χρόνους, παραμερίζοντας την πραγματική ιστορία.

Η απόκρουση της εισβολής των Κουτριγούρων ήταν η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Βελισαρίου. Έπειτα αποσύρθηκε οριστικά από τον ενεργό δημόσιο βίο και πέθανε τον Μάρτιο του 565, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του Ιουστινιανού, όχι όμως χωρίς ενοχλήσεις από την Αυλή. Το 561 κατηγορήθηκε ακόμη μία φορά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα με συνέπεια τη δήμευση της περιουσίας του και τον κατ’ οίκον περιορισμό. Έξι μήνες αργότερα, ο Ιουστινιανός αποκατέστησε τον γηραιό πλέον στρατηγό.

Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες και τροφοδότησαν πολλούς θρύλους και διηγήσεις. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας και ανδρείας και αποδιδόταν σε δαφνοστεφείς στρατηγούς, όπως ο δημοφιλής Ιωάννης Κουρκούας (10ος αι.) που ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «άλλος Τραϊανός ή Βελισάριος».[41] Επίσης, ιδίως από τον 11ο αι., στην ιστορική παράδοση υπεισέρχονται στοιχεία και περιστατικά από βίους και κατορθώματα άλλων προσωπικοτήτων. Επιπλέον, οι διηγήσεις που αναφέρονται στον Βελισάριο, παίρνουν έναν έντονα δραματικό χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις έντονες μεταβολές της τύχης του ήρωά τους και τις τεταμένες σχέσεις του με τα ανάκτορα. Ο Μιχαήλ Γλυκάς (11ος αιώνας) δραματοποιεί τις τύχες του Βελισαρίου αναφέροντας ότι ο νικητής Περσών, Βανδάλων, Γότθων και Ούννων καθόταν αναμένοντας από τον δήμιο να τον αποκεφαλίσει. Τον επόμενο αιώνα ο Ιωάννης Ζωναράς προχωρεί ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι ο Βελισάριος έμεινε φυλακισμένος μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο Ιωάννης Τζέτζης περιγράφει πώς ο ήρωάς του τυφλώθηκε και αναγκάστηκε από τον μνησίκακο Ιουστινιανό να επαιτεί .[42]

Στα τέλη της βυζαντινής περιόδου εμφανίζεται η Διήγησις του θαυμαστού ανδρός του λεγομένου Βελισσαρίου ή απλούστερα Διήγησις ή Ριμάδα περί Βελισαρίου ή Βελισαρίου μυθιστόρημα. Πρόκειται περί ηθικοδιδακτικού ποιήματος, που αναφέρεται στη μεγάλη δόξα του ήρωα και την τραγική κατάληξή του, σύμφωνα με τις περί τύφλωσης και επαιτείας περιγραφές. Η Διήγησις τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1525 στη Βενετία και επηρέασε σημαντικά την εικόνα του Βελισαρίου στη Δύση. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα ότι για αιώνες στη Δύση, οι λαϊκές περιγραφές και διηγήσεις είχαν επικρατήσει των πραγματικών γεγονότων. Έτσι, κατά τους νεότερους χρόνους πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς και καλλιτέχνες επηρεαστήκαν και εμπνεύστηκαν από αυτές, συνθέτοντας δοκίμια (όπως το έργο πολιτική αγωγής Βελισάριος του Ζαν-Φρανσουά Μαρμοντέλ), μυθιστορήματα (Ρόμπερτ Γκρέιβς - Βελισάριος, το σπαθί του Ιουστινιανού), θεατρικά (Ε. Σενκ), ζωγραφικούς πίνακες (Ζακ-Λουί Νταβίντ, Φρανσουά Ζεράρ) αλλά και συγγράμματα ιστορικής ύλης (Λ. Μαόν).[43]

Ο Βελισάριος ως στρατηγός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπήρξε πρότυπο στρατηγού. Η πειθαρχία και η προσφορά του στο βυζαντινό κράτος ήταν οι πυλώνες της δραστηριότητάς του. Στην απόβαση στην Αφρική κατά των Βανδάλων εκτέλεσε Ούννους μισθοφόρους δημοσίως αφού φέρθηκαν απείθαρχα. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι έδειχνε στους στρατιώτες του τα σώμα του το οποίο δεν είχε καταφέρει κανείς να λαβώσει. Η ακατάπαυστη αλκή του, να εκστρατεύει και να αποκαθιστά τα σύνορα του βαθμηδόν εξελληνιζόμενου ρωμαϊκού κράτους σε μια έκταση από τη Δυτική Μεσόγειο μέχρι τα βάθη της Μέσης Ανατολής τον κατατάσσουν μεταξύ των σπουδαιότερων στρατιωτικών όλων των εποχών. Επίσης διακρίθηκε για την ευστροφία του κυρίως στην τρομερή πολιορκία της Ρώμης από τους Οστρογότθους όπου με ξαφνικές εξόδους από την Αιώνια Πόλη προκαλούσε καίρια πλήγματα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Σημειώσεις-Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Robert Graves, Count Belisarius and Procopius’s Wars, 1938
  2. Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 11, σελ.263
  3. Ρόμπερτ Γκρέιβς, Count Belisarius and Procopius’s Wars, 1938 (ελληνική μετάφραση: Βελισάριος, Αθηνά Κακούρη, Αθήνα: Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 1996)
  4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ΄, σελ. 155
  5. Martindale, J. R. (15 Οκτωβρίου 1992). The Prosopography of the Later Roman Empire 2 Part Set: Volume 3, AD 527-641. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-20160-5. 
  6. Υπέρ των πολέμων λόγοι 1.11-1.12, J. Evans (1999), σελ. 211
  7. Δημήτρης Σ. Μπελέζος (2006), σελ. 49
  8. σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι μεγάλοι πόλεμοι της ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 74
  9. Υπέρ των πολέμων λόγοι 1.13, J. Evans (1999), σελ. 214
  10. Στρατιωτική Ιστορία, τχ 126, σελ. 64
  11. Ο Προκόπιος θεωρεί ότι ο Βελισάριος δεν νίκησε λόγω της απόφασης των Αράβων συμμάχων του να εγκαταλείψουν την παράταξη στη μέση της μάχης και ότι χάρη στην προνοητικότητα του κυρίου του αποφεύχθηκε η καταστροφή (Υπέρ των πολέμων λόγοι 1.18). Ο χρονικογράφος Ιωάννης Μαλάλας ωστόσο περιγράφει διαφορετικά το γεγονός. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός διέταξε έρευνα για την εξακρίβωση της αλήθειας, τα πορίσματα της οποίας ήταν ότι στη μάχη διακρίθηκαν δύο δούκες, ονόματι Σουνίκας και Σίμμας, οι οποίοι με τις ενέργειές τους αποσόβησαν την καταστροφή της βυζαντινής παράταξης (J. Evans (1999), σελ. 215).
  12. "Βελισάριος" στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
  13. Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ. 71
  14. Την περίοδο εκείνη το οστρογοτθικό βασίλειο της Ιταλίας κυβερνιόταν από την αντιβασίλισσα, μητέρα του εφήβου βασιλιά Αταλάριχου, Αμαλασούνθα, η οποία διατηρούσε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την ανατολική αυτοκρατορία.
  15. Χ. Παπασωτηρίου (2004), σελ. 108
  16. Υπέρ των πολέμων λόγοι 3.19
  17. Στρατιωτική Ιστορία, τχ 34, σελ. 53
  18. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ΄, σελ. 172. Επίσης J. Evans (1999), σελ. 239
  19. σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 77
  20. Γίββων, Εδουάρδος. «The Decline And Fall Of The Roman Empire chapter 41». www.ccel.org. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2023. 
  21. Χ. Παπασωτηρίου (2004), σελ.109
  22. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, σελ. 176, J. Evans (1999), σελ. 252
  23. Πιθανώς ο Προκόπιος υπερβάλλει, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στους αρχαίους ιστορικούς. Πάντως, οι Γότθοι ήταν κατά πολύ υπεράριθμοι των Βυζαντινών.
  24. Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ.83
  25. J. Evans (1999) σελ.262
  26. Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ.85
  27. σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 80
  28. «Heritage History: Flavius Belisarius». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2009. 
  29. «Belisarius | Biography, Military Campaigns, & Facts». www.britannica.com (στα Αγγλικά). 12 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2023. 
  30. Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ. 66
  31. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 2, σελ.226
  32. Στρατιωτική Ιστορία, τχ 129, σελ. 68
  33. σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 81-82 και Στρατιωτική Ιστορία, τχ 129, σελ. 68-69
  34. J. Evans (1999), σελ.290. Επίσης Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ. 25
  35. J. Evans (1999) σελ. 305
  36. Βλ. Κυριάκου Γρηγορόπουλου, Το αμυντικό σύστημα του Ιουστινιανού στα Βαλκάνια, περιοδικό PANZER (εκδόσεων Περισκόπιο), τχ34 σελ. 42-53
  37. "Βελισσάριος" στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
  38. Evans, Mahon, Gibbon, Robert Browing κ.ά. Επίσης βλ. λήμμα "Αντωνίνα" σε διάφορες εγκυκλοπαίδειες
  39. Ο πρώην γραμματέας τού ένδοξου στρατηλάτη αφιέρωσε στον παλαιό του κύριο όλο το πρώτο κεφάλαιο της Απόκρυφης ιστορίας όπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η Αντωνίνα ασκούσε ισχυρή επιρροή επί του συζύγου της με τη βοήθεια μαγικών φίλτρων. Βλ. και Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ. 25
  40. Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ. 26
  41. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Η΄ (Μεσοβυζαντινοί χρόνοι), Εκδοτική Αθηνών, σελ. 63
  42. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1969), βιβλίον θ΄, σελ. 175-176
  43. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 2, σελ.226. Επίσης "Βελισάριος" στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια

Βασικές πηγές και βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]