Αχονδρίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αχονδρίτες)
Αχονδρίτης μετεωρίτης που έπεσε το 1919.

Οι αχονδρίτες (achondrites) είναι η μία από τις δύο υποκατηγορίες των λιθωδών (μη μεταλλικών) μετεωριτών ή λιθομετεωριτών. Οι αχονδρίτες είναι διαφοροποιημένοι μετεωρίτες, δηλαδή έχουν αλλοιωθεί από τήξη και επανακρυστάλλωση, ή άλλες γεωλογικές-χημικές διεργασίες, κατά την παραμονή τους σε ένα ουράνιο σώμα.[1][2] Για τον λόγο αυτόν θεωρείται ότι προέρχονται από κάποιον πλανήτη, πλανήτη νάνο ή πολύ μεγάλο αστεροειδή. Πήραν την ονομασία τους εξ αντιδιαστολής με την άλλη υποκατηγορία των λιθομετεωριτών, που είναι οι χονδρίτες και προέρχονται συνήθως από μικρούς αστεροειδείς. Χαρακτηριστικό δηλαδή ενός αχονδρίτη είναι η απουσία μικρών σφαιροειδών κόκκων, που ονομάζονται χόνδροι, στο υλικό του.[3][4] Το πέτρωμά του είναι παρόμοιο με εκείνο του γήινου βασάλτη ή άλλου μαγματογενούς πετρώματος. Περί το 8% του συνόλου των μετεωριτών που έχουν καταγραφεί είναι αχονδρίτες.

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αχονδρίτης της υποομάδας των ευκριτών από μετέωρο που έπεσε το 1960.

Η τάξη των αχονδριτών με το πλησιέστερο προς τους χονδρίτες υλικό κατά χημική σύσταση είναι οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι αχονδρίτες» (PAC), που απλώς έχουν υφή που υποδεικνύει κάποια τήξη (εκτός βεβαίως αυτής που προκάλεσε η τριβή τους με τη γήινη ατμόσφαιρα και είναι επιφανειακή). Υποδιαιρούνται και αυτοί σε 5 ομάδες, που φέρουν τα ονόματα μεμονωμένων πτώσεων μετεώρων:

Αλλά η πλειονότητα (περίπου τα δύο τρίτα) των αχονδριτών είναι οι λεγόμενοι HED, ονομασία που προέρχεται από τις τρεις υποομάδες τους: χαουαρδίτες (H), ευκρίτες (E) και διογενίτες (D). Οι ευκρίτες πήραν το όνομά τους από το αρχαίο ελληνικό επίθετο «εύκριτος», δηλαδή ευδιάκριτος, επειδή τα τμήματα πυριτικών ορυκτών μέσα τους διακρίνονται εύκολα. Οι διογενίτες ονομάσθηκαν προς τιμή του Διογένη του Απολλωνιάτη, όπως και οι χαουαρδίτες προς τιμή του Έντουαρντ Τσαρλς Χάουαρντ. Η παραδοσιακή άποψη για την προέλευση των HED είναι ότι προέρχονται από τον αστεροειδή 4 Εστία, επειδή τα φάσματα ανακλάσεώς τους είναι πολύ παρόμοια.[5] Αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε προσφάτως (Wasson 2013).

Αχονδρίτες πολύ σπανιότεροι των HED είναι οι ανγκρίτες, που πιστεύεται ότι προήλθαν από αστεροειδείς όπως ο 289 Νενέττα και ο 3819 Ρόμπινσον, και πήραν το όνομά τους από τον μετεωρίτη Angra dos Reis, ο οποίος έπεσε στον ομώνυμο δήμο κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1869, σε βάθος 2 μέτρων στη θάλασσα, οπότε δύο τεμάχια ανασύρθηκαν εύκολα από δύτη. Οι ανγκρίτες είναι τα αρχαιότερα γνωστά ηφαιστειογενή πετρώματα στο Ηλιακό Σύστημα, με ηλικία 4,55 δισεκατομμύρια έτη. Επίσης σπάνιοι είναι οι ωμπρίτες, που ίσως προήλθαν από τον αστεροειδή 3103 Έγκερ (περνά κοντά από τη Γη) ή από αστεροειδείς της «οικογένειας» της Νύσσας. Οι ωμπρίτες περιέχουν επίσης το ορυκτό ενστατίτης, όπως η ομώνυμη τάξη χονδριτών, είναι δηλαδή «αχονδριτικοί ενστατίτες», και πήραν το όνομά τους από τον μικρό μετεωρίτη του Aubres, που έπεσε κοντά στο Νυόνς της νότιας Γαλλίας το 1836.

Σεληνιακοί και αρειανοί μετεωρίτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αχονδρίτες με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι βέβαια αυτοί που αποτελούν θραύσματα από την επιφάνεια άλλων πλανητών ή της Σελήνης. Αυτοί εκτινάχθηκαν κατά τις πτώσεις μικρών αστεροειδών σε αυτούς και, αφού περιπλανήθηκαν στο διάστημα ως μετεωροειδείς πλέον, έτυχε να πέσουν στη Γη. Προκειμένου να αναγνωρισθούν με ακρίβεια οι σεληνιακοί μετεωρίτες, έπρεπε πρώτα να φέρουν οι αστροναύτες πετρώματα από την ίδια τη Σελήνη: το 1982 ο Τζων Σουτ (John Schutt) βρήκε στην Ανταρκτική έναν ασυνήθιστο μετεωρίτη, τον Allan Hills 81005, τον οποίο ο γεωχημικός του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν Μπράιαν Μέισον, αφού επιβεβαίωσε ότι δεν έμοιαζε με κανέναν γνωστό μετεωρίτη, αναγνώρισε ότι είχε ομοιότητες με σεληνιακά δείγματα που είχαν προσκομίσει οι αστροναύτες του προγράμματος Απόλλων, όπως και η μη επανδρωμένη σοβιετική αποστολή «Λουνά 16». Αρκετά χρόνια αργότερα, Ιάπωνες επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι είχαν επίσης συλλέξει έναν σεληνιακό μετεωρίτη από την Ανταρκτική, το 1979. Μέχρι τον Αύγουστο του 2017, περίπου 306 σεληνιακοί μετεωρίτες έχουν ανακαλυφθεί, που προήλθαν από περίπου τριάντα διαφορετικές πτώσεις μετεώρων. Τα ίχνη από την έκθεση στις κοσμικές ακτίνες του διαστήματος, που διακριβώνονται από ισοτοπικές μετρήσεις των ιχνών ευγενών αερίων, υποδεικνύουν ότι όλοι οι γνωστοί σεληνιακοί μετεωρίτες εκτινάχθηκαν από τη Σελήνη τα τελευταία 20 εκατομμύρια έτη και οι περισσότεροι τις τελευταίες 100 χιλιάδες έτη. Οι περισσότεροι τέτοιοι μετεωροειδείς συνέχισαν να βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη Γη μετά την εκτίναξή τους.

Με τον ίδιο τρόπο έχουν προσγειωθεί στον πλανήτη μας αρειανοί λίθοι[6]. Ο λόγος που αντιλαμβανόμαστε ότι οι συγκεκριμένοι λιθομετεωρίτες, του τύπου SNC (προφέρεται «σνικ»), προέρχονται από τον πλανήτη Άρη, είναι ακριβώς η διαφοροποίηση που παρουσιάζει το υλικό τους. Η χημική επίδραση ψυχρού, αλμυρού νερού ή θερμότερων, «υδροθερμικών», υδατικών διαλυμάτων επάνω τους είναι προφανής. Η γενική ονομασία SNC, προφερόμενη συνήθως ως «σνικ», προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων σεργοτίτης-ναχλίτης-σασινίτης, που υποδηλώνουν τις υποομάδες τους από ομώνυμες περιοχές στις οποίες βρέθηκαν δείγματα: Σεργκάτι (Sherghati) της βόρειας Ινδίας, Νάχλα (Nakhla) της Αιγύπτου και Σασινύ (Chassigny) της Γαλλίας. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2019 υπήρχαν 224 μετεωρίτες που είχαν ταυτοποιηθεί ως αρειανοί. Τον Οκτώβριο του 2013 η NASA επιβεβαίωσε με βάση αναλύσεις των ισοτόπων του αργού στην αρειανή ατμόσφαιρα από την αποστολή «Curiosity», ότι πράγματι μερικοί από αυτούς προήλθαν από τον Άρη.

Μεγάλη δημοσιότητα είχε λάβει το 1997 ο μετεωρίτης Allan Hills 84001 (ALH 84001), όταν ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Σ. Μακκέυ είχε ανακοινώσει[7] 5 διαφορετικά σημάδια μέσα στον μετεωρίτη για την ύπαρξη μικροβιακής ζωής στον Άρη, έστω πριν από δισεκατομμύρια έτη: σφαιρίδια ανθρακικών αλάτων μέσα στον όγκο του ηφαιστειακού πετρώματος του μετεωρίτη, ασυνήθιστους μικροσκοπικούς κρυστάλλους μαγνητίτη που είναι ακριβώς οι ίδιοι με κρυστάλλους παραγόμενους από γήινα βακτήρια για το μαγνητικό τους προσανατολισμό (ίσως το πλέον εντυπωσιακό δεδομένο), φαινομενικά ασύμβατα ορυκτά του σιδήρου, των οποίων η εύρεση στο ίδιο σημείο θα υπονοούσε οργανική δράση αν το υλικό προερχόταν από τη Γη, πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAHs), και τέλος μορφές σαν απολιθωμένα βακτήρια, οι οποίες όμως ήταν υπερβολικά μικρές («νανοβακτήρια»). Τα δύο τελευταία δεδομένα ήταν τα ασθενέστερα (PAHs υπάρχουν ακόμα και σε αλλογενείς μετεωρίτες), τα σφαιρίδια αλάτων που υποδηλώνουν την ύπαρξη νερού ανευρίσκονται και σε άλλους αρειανούς μετεωρίτες, ενώ τα δύο υπόλοιπα εξακολουθούν να προβληματίζουν την επιστημονική κοινότητα. Στη γραμμή των ορυκτολογικών ενδείξεων για την ύπαρξη υγρού νερού, με τη μελέτη των λεγόμενων εβαποριτών (ορυκτών από την εξάτμιση λιμνών ή θαλασσών), κινούνται αρκετοί ερευνητές, μεταξύ των οποίων, εδώ και τριάντα χρόνια συγκαταλέγεται και ο αναπληρωτής καθηγητής ορυκτολογίας-πετρολογίας στο ΕΜΠ Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης με την ομάδα του. Σε τέτοια ορυκτά αναζητώνται «βιοϋπογραφές» από τον μεταβολισμό ζωντανών οργανισμών.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Sahijpal, S.; Soni, P.; Gagan, G. (2007). «Numerical simulations of the differentiation of accreting planetesimals with 26Al and 60Fe as the heat sources». Meteoritics & Planetary Science 42 (9): 1529–1548. doi:10.1111/j.1945-5100.2007.tb00589.x. Bibcode2007M&PS...42.1529S. 
  2. Gupta, G.; Sahijpal, S. (2010). «Differentiation of Vesta and the parent bodies of other achondrites». J. Geophys. Res. Planets 115. doi:10.1029/2009JE003525. Bibcode2010JGRE..11508001G. 
  3. Recommended classifications: Eucrite-pmict
  4. Achondrite, Encyclopædia Britannica
  5. Drake, M.J. (2001). «The eucrite/Vesta story». Meteoritics and Planetary Science 36 (4): 501-513. doi:10.1111/j.1945-5100.2001.tb01892.x. Bibcode2001M&PS...36..501D. https://archive.org/details/sim_meteoritics-planetary-science_2001-04_36_4/page/501. 
  6. Treiman, A.H. (2000). «The SNC meteorites are from Mars». Planetary and Space Science 48 (12–14): 1213-1230. doi:10.1016/S0032-0633(00)00105-7. Bibcode2000P&SS...48.1213T. 
  7. McKay, David S.; Gibson Jr., E.K.; Thomas-Keprta, Kathie L.; Vali, H; Romanek, C.S.; Clemett, S.J.; Chillier, X.D.; Maechling, C.R. και άλλοι. (1996). «Search for Past Life on Mars: Possible Relic Biogenic Activity in Martian Meteorite ALH84001». Science 273 (5277): 924–930. doi:10.1126/science.273.5277.924. PMID 8688069. Bibcode1996Sci...273..924M. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]