Απαρέμφατο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το απαρέμφατο υπάρχει στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου κυρίως ως βοηθητικό στοιχείο για το σχηματισμό χρόνων των ρημάτων. Όπως στα ελληνικά σημαίνει το "αφανέρωτο" ή "αδήλωτο" επειδή δεν δηλώνει πρόσωπο και αριθμό, στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες έχει κρατήσει τη ρίζα του infinitivo, που αποδίδει νοηματικά την ίδια αοριστία. Προσφέρει ως ρηματικός τύπος μια μεγάλη ελευθερία έκφρασης και αξιοποίησης του λόγου.

Ελληνική γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το απαρέμφατο είναι ονοματικός τύπος του ρήματος, δηλαδή μία από τις 5 εγκλίσεις, αλλά άκλιτη και αμετάτρεπτη. Η ονομασία του σχηματίζεται από το στερητικό α + παρεμφαίνω (αποδεικνύω, ορίζω, φανερώνω, δηλώνω), επειδή είναι ο μόνος ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το πρόσωπο του υποκειμένου ή τον αριθμό των προσώπων.

Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).

Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική σχηματίζεται με την κατάληξη -ειν και φυσικά μπορεί και χρησιμοποιείται μόνο του. Παράδειγμα: Το φυγείν δεν αποτελεί λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Το βοηθητικό ρήμα "έχω" που αναφέρει ο προηγούμενος συγγραφέας, χρησιμοποιείται μόνο στο απαρέμφατο του αορίστου. Επιπρόσθετα οι δύο μορφές που αναφέρει, αντιστοιχούν στην ενεργητική και την παθητική μορφή του ρήματος, όπου είναι φυσικό και επόμενο να διαφέρει το απαρέμφατο, το οποίο στον ενεστώτα θα ήταν το "δένειν" για την ενεργητική μορφή του ρήματος και "δένεσθαι" για την μέση φωνή.

Στην αρχαία ελληνική το απαρέμφατο χρησιμοποιούνταν πολύ ευρύτερα. Προήλθε από τις πλάγιες πτώσεις (δοτική και τοπική) των αφηρημένων ουσιαστικών και το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σαν υποκείμενο, αντικείμενο, τελική πρόταση, ονοματικό ή επιρρηματικό προσδιορισμό. Αναπτύχθηκε μετά τα ρήματα και αρχικά δεν ήταν ρηματικός τύπος, αλλά σταδιακά έγινε. Επίσης στην αρχαία γλώσσα υπήρχε ο όρος "απαρέμφατος έγκλισις" σε αντιδιαστολή προς τις παρεμφατικές εγκλίσεις, δηλαδή εκείνες που φανέρωναν πρόσωπο και αριθμό, ενώ το απαρέμφατο ήταν τρόπο τινά "ουδέτερη" έγκλιση και δεν δήλωνε άλλα στοιχεία, οπότε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο ελεύθερα στη γλώσσα και να πλουτίσει το λόγο. ΄Ετσι προέκυψαν εκφράσεις όπως π.χ. "κατά το δοκούν" (όπως νομίζει κανείς), "φερ' ειπείν" (για παράδειγμα)κ.λπ.

Τελικά το απαρέμφατο άρχισε να εκλείπει από τη γλώσσα όταν αυξήθηκαν οι περιφραστικές εκφράσεις, δηλαδή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Στα μεσαιωνικά χρόνια άρχισε να διαμορφώνεται παράλληλα στη δημώδη γλώσσα ένας πολύ απλός τύπος απαρεμφάτου, καθώς ο κόσμος έλεγε και έγραφε π.χ. "δεν επιτρέπεται "το φαγεί" ή "το πιεί" στην εκκλησία" εννοώντας[1]με αυτό τον έναρθρο τύπο το απαρέμφατο, την άκλιτη μορφή του ρήματος. Η έκλειψη του απαρεμφάτου και η αντικατάστασή του από δευτερεύουσες προτάσεις και πιο αναλυτική σύνταξη παρατηρείται σε πολλές βαλκανικές γλώσσες και θεωρείται στοιχείο του βαλκανικού γλωσσικού δεσμού[2].

Στην Κύπρο και στον Πόντο το απαρέμφατο είχε μακροβιότερη ιστορία.

Σλαβικές γλώσσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις σλαβικές γλώσσες χρησιμοποιείται αρκετά. Στα Ρωσικά έχει συνήθως κατάληξη -τ (ть) εφόσον το θέμα καταλήγει σε φωνήεν. Αν το θέμα καταλήγει σε σύμφωνο μετατρέπεται σε -τσ.

Άλλες σλαβικές γλώσσες έχουν καταλήξεις όπως

Στις γλώσσες αυτές τα λεξικά χρησιμοποιούν το απαρέμφατο για την καταχώρηση των ρημάτων.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλου Δρανδάκη
  2. Tomić, Olga Mišeska (2003), The Balkan Sprachbund properties: An introduction to Topics in Balkan Syntax and Semantics Αρχειοθετήθηκε 2005-04-15 στο Wayback Machine., σσ. 5 κ.εξ. και 37 κ.εξ. (pdf) (Αγγλικά)