Απαγωγή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Απαγωγή είναι η δια της βίας αρπαγή και κατακράτηση κάποιου, με συνήθη απώτερο σκοπό να εξαναγκασθεί το θύμα ή κάποιος τρίτος σε πράξη ή παράλειψη (π.χ. στη χορήγηση λύτρων στους απαγωγείς, στην αποκάλυψη μυστικών, σε προσωπικές, πολιτικές ή στρατιωτικές παραχωρήσεις κλπ).

Ελληνική νομοθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα, η απαγωγή είναι κακούργημα που τιμωρείται με 5-20 χρόνια κάθειρξη, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη δόλου (γνώσης και βούλησης) του δράστη για κάποιο παράνομο όφελος. Στην επιβαρυντική περίσταση που υπάρχει τέτοιος δόλος ή επιδιώκεται ένας περαιτέρω σκοπός, ο δράστης τιμωρείται με 10-20 χρόνια κάθειρξη και, στην ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίσταση που θύμα είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέλος της Κυβέρνησης ή της Βουλής ή αρχηγός κόμματος, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.(άρθρο 322, σε συνδυασμό με άρ. 157 παρ. 1 και 134 παρ. 1 ΠΚ).[1]

Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο, κατά το οποίο τα θύματα της απαγωγής διάκεινται θετικά προς τους απαγωγείς τους, νιώθοντας αγάπη ή / και συμπάθεια για αυτούς,[2] ενίοτε ταυτιζόμενοι μαζί τους και προσπαθώντας να τους υπερασπιστούν.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ποινικός Κώδικας». Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2014. 
  2. «Εμμανουήλ Πολυζόπουλου, "Τι είναι το "Σύνδρομο Στοκχόλμης": Όταν το θύμα αγαπάει τον θύτη του;"». iatropedia.