Αλέξανδρος Παπάγος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξανδρος Παπάγος
Ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1954

Πρωθυπουργός του Βασιλείου της Ελλάδας
Περίοδος
19 Νοεμβρίου 1952 – 4 Οκτωβρίου 1955
ΠροκάτοχοςΔημήτριος Κιουσόπουλος
ΔιάδοχοςΚωνσταντίνος Καραμανλής
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση9 Δεκεμβρίου 1883 (1883-12-09), Αθήνα
Θάνατος4 Οκτωβρίου 1955 (71 ετών)
Αθήνα
ΕθνότηταΕλληνική
Πολιτικό κόμμαΕλληνικός Συναγερμός
ΠαιδιάΛεωνίδας Παπάγος
ΣπουδέςΒασιλική Στρατιωτική Ακαδημία
Βαρβάκειος Σχολή
ΒραβεύσειςΜεγαλόσταυρος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας
Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος
Χρυσό Αριστείο Ανδρείας
Μεγαλόσταυρος 1ης κλάσης του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Στρατιωτικό μετάλλιο της Γαλλικής Δημοκρατίας
Πολεμικός Σταυρός 1939-1945
Λεγεώνα της Τιμής
Μεγαλόσταυρος του Στρατιωτικού Τάγματος του Πύργου και του Σπαθιού[1]
μεγαλόσταυρος του τάγματος της Οράγγης-Νάσσαου[2][3]
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αλέξανδρος Παπάγος (Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 1883 – Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1955) ήταν Έλληνας αξιωματικός του στρατού και πολιτικός που διετέλεσε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1936 - 1941), Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940 - 1941) και κατά την περίοδο 1949 - 1951 καθώς και Πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την περίοδο 1952 - 1955.

Μεγάλωσε στην Αθήνα σε εύπορη οικογένεια που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Φοίτησε σε στρατιωτικές σχολές των Βρυξελλών και του Υπρ και κατετάγη στον ελληνικό στρατό ως Ανθυπίλαρχος το 1906. Την περίοδο 1910 - 1912 τοποθετήθηκε υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου και εν συνεχεία έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις για να παραιτηθεί από το στράτευμα το 1917 με την επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, οπότε και εξορίστηκε. Επανήλθε μετά την εξορία του Βενιζέλου υπηρετώντας στη Μεραρχία Ιππικού για να αποστρατευθεί, πάλι, μετά το Κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη. Επέστρεψε, οριστικά, το 1926 ως συνταγματάρχης για να προηχθεί το 1930 σε Υποστράτηγο και το 1935 σε Αντιστράτηγο αναλαμβάνοντας εν τω μεταξύ Διοικητής της ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας, Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και διοικητής των Α΄ και Γ΄ Σωμάτων Στρατού.

Μετά το κίνημα του 1935 ο Παπάγος μαζί με τον υποναύαρχο Δ. Οικονόμου (αρχηγού ΓΕΝ) και τον υποστράτηγο αεροπορίας Γ. Ρέππα (αρχηγού ΓΕΑ) επέδωσαν έντονο διάβημα στον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το πολιτειακό εξαναγκάζοντας έτσι σε παραίτηση την κυβέρνηση Τσαλδάρη. Στην κυβέρνηση Κονδύλη, που σχηματίστηκε αμέσως μετά, ο Παπάγος ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο των στρατιωτικών διατηρώντας το και στην επόμενη κυβέρνηση Δεμερτζή. Με την άνοδο του Μεταξά στην πρωθυπουργία ο Αλέξανδρος Παπάγος τοποθετήθηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού συμβάλλοντας σημαντικά στην οργάνωση της αμυντικής γραμμής του ελληνικού κράτους για τον επερχόμενο πόλεμο. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο διετέλεσε Αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού. Κατά τη γερμανική κατοχή παρέμεινε στην Αθήνα συμμετέχοντας σε αντιστασιακές οργανώσεις αξιωματικών (ήταν επικεφαλής της "Στρατιωτικής Ιεραρχίας") και χωρίς να διατηρήσει σχέσεις με το κατοχικό καθεστώς. Το 1943 συνελήφθη και οδηγήθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε χρέη αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου και στις 19 Ιανουαρίου του 1949 επανήλθε για τελευταία φορά στο στράτευμα αναλαμβάνοντας τη Γενική Αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με στόχο την οριστική επικράτηση του εθνικού στρατού έναντι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε με τον τίτλο του Στρατάρχη, τίτλος που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Η επιτυχής έκβαση του στρατιωτικού εγχειρήματος προσέδωσε στο πρόσωπό του κύρος που σε συνδυασμό με τη ρήξη των σχέσεών του με το παλάτι τον ώθησε, τον Μάιο του 1951, να δηλώσει αιφνιδιαστικά την κάθοδό του στην πολιτική σκηνή και την ίδρυση του νέου πολιτικού κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού. Στις εκλογές του 1951 συγκέντρωσε 36,53% καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση χωρίς, όμως, να κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1952 συγκέντρωσε 49,22% και σχημάτισε την ομώνυμη κυβέρνηση, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1955, οπότε και απεβίωσε.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του σημειώθηκε σημαντική ανάπτυξη στους οικονομικούς τομείς και πραγματοποιήθηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις ενώ σημαντική ήταν η συμβολή του στην ανακίνηση του κυπριακού ζητήματος. Κατά τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησής του, ασθένησε με αποτέλεσμα να αναπληρώνεται στα καθήκοντά του. Νεκροψία της σορού του δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα τα αίτια του θανάτου του να παραμένουν ασαφή.

Σήμερα μια περιοχή της Αθήνας (Παπάγου) φέρει το όνομά του.

Πρώιμη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883 και ήταν γιος του Μικρασιάτη Λεωνίδα Παπάγου (Σύρος 1844 - 1912), υποστρατήγου του στρατού και προσωπάρχη του υπουργείου Στρατιωτικών, και της Μαρίας Αβέρωφ. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας ενώ από την πλευρά της μητέρας του από την οικογένεια Αβέρωφ.[4] Μεγάλωσε στην Αθήνα και μετά την περάτωση των εγκύκλιων σπουδών εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901, την οποία, όμως, εγκατέλειψε για να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία.

Στρατιωτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας υπερβεί την ηλικία εισόδου στη Σχολή Ευελπίδων, φοίτησε για μία διετία 1902-1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στη σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Υπρ.

Το 1906, επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στον στρατό ως Ανθυπίλαρχος (15 Ιουλίου 1906). Το 1910, ορίστηκε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλου και παρέμεινε μέχρι τις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού πολέμου. Το 1911, νυμφεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (μετέπειτα σύζυγο Γιάννη Παππά) και τον Λεωνίδα (μετέπειτα ανώτερο διπλωμάτη). Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου, λαμβάνοντας μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Πολέμησε και στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα στη μάχη του Μπιζανίου (Φεβρουάριος 1913), προκειμένου να μεταφέρει διαταγή του Κωνσταντίνου διέδραμε έφιππος εχθρικό έδαφος επί 8ωρο. Για τις σπουδαίες υπηρεσίες του της περιόδου 1912-1913 τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, επέτυχε σε διαγωνισμό και εισήλθε στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών» (μια πρώιμη μορφή της σημερινής Ανωτάτης Σχολής Πολέμου), που είχε δημιουργηθεί από τον Γάλλο συνταγματάρχη Μπουσκέ της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, από το οποίο αποφοίτησε με σειρά επιτυχίας πρώτος. Ακόλουθα υπηρέτησε στο Α’ Σύνταγμα Ιππικού στη Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ' Σώμα Στρατού ως Επιτελής. Το 1916 με τον βαθμό του Επίλαρχου υπηρέτησε ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού.

Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου το 1917, θεωρούμενος δεδηλωμένος οπαδός του Κωνσταντίνου, αν και υπέβαλε παραίτηση στις 8 Αυγούστου του 1917 για πολιτικούς λόγους, η νέα κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου τον εξόρισε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη. Μετά τις εκλογές του 1920 και τη μεταπολίτευση που ακολούθησε, ο Α. Παπάγος ανακλήθηκε στο στράτευμα με αναδρομική απόδοση του βαθμού του αντισυνταγματάρχη (από 12-1-1918). Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία στην αρχή ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και μετά Μεραρχίας Ιππικού όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Για τις υπηρεσίες του στη Μικρά Ασία τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας. Μετά το Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, τον Οκτώβριο του 1923, τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία.

Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926, επί οικουμενικής κυβέρνησης (1926-1927), βάσει ειδικού νόμου και προήχθη αναδρομικά σε συνταγματάρχη. Φοίτησε στην Ανώτερη Σχολή Στρατηγικών Σπουδών που τελούσε υπό τη διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Γιράρντ και στη συνέχεια υπηρέτησε στις ακόλουθες θέσεις:

  • 1927 - 1931 Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας. Το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο.
  • 1931 - 1933 ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
  • 1933 - 1935 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού.

Αρχηγός του Στρατού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μεταξύ, το 1934, δημιουργείται η παραστρατιωτική οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα υπό την προεδρία του αντιστράτηγου Α. Παπούλα και με υπαρχηγούς την τριανδρία Στ. Σαράφη, Α. Ζάννα και Α. Κολιαλέξη. Ανώτερος αρχηγός αυτής αναλαμβάνει ο Ν. Πλαστήρας, ενώ ο Ε. Βενιζέλος γνωρίζει τα σχέδιά της για κίνημα και το εγκρίνει προσφέροντας μάλιστα την ηγεσία στον Α. Οθωναίο, που δεν αποδέχτηκε. Το κίνημα αυτό εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου 1935 με πλήρη αποτυχία και οι πρωτεργάτες του διέφυγαν στο εξωτερικό ενώ ακολουθεί σειρά καθαιρέσεων στρατιωτικών με τρεις εκτελέσεις ποινών σε θάνατο. Έτσι, ακολούθησε μία δικαιολογημένη δυσφορία μερίδας των ενόπλων δυνάμεων, λόγω των συνεχιζόμενων και αλλεπάλληλων αναβολών του δημοψηφίσματος προς επάνοδο ή όχι του Βασιλιά, θέμα που είχε υποσχεθεί η ίδια η Κυβέρνηση και θα έδινε τέλος στην επικρατούσα αναταραχή.

Έτσι, στις 10 Οκτωβρίου 1935, ο Παπάγος μαζί με τους υποναύαρχο Δ. Οικονόμου (αρχηγό ΓΕΝ) και τον υποστράτηγο αεροπορίας Γ. Ρέππα (αρχηγό ΓΕΑ) επέδωσαν έντονο διάβημα - επιστολή στον Πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη, που είχε αναδειχθεί στις εκλογές του ίδιου χρόνου (9 Ιουνίου του 1935), μαζί με τον Γεώργιο Κονδύλη, για την επίσπευση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος επικαλούμενοι την ανάγκη εξόδου από τη χαοτική κατάσταση της δημόσιας διοίκησης. Η πράξη όμως που έγινε αιφνίδια σταματώντας το όχημα του πρωθυπουργού κατά τη μετάβασή του στην οικία του και που συνέβη επί της λεωφόρου Κηφισίας στο ύψος του Γηροκομείου θεωρήθηκε πραξικόπημα. Αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης Τσαλδάρη, το βράδυ της ίδιας ημέρας, και η ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση που σχημάτισε ο Γεώργιος Κονδύλης, ως αξιωματική αντιπολίτευση (2ο κόμμα), χωρίς βέβαια να ορκιστεί σε στρατιωτικούς, ορίζοντας υπουργό Στρατιωτικών τον Α. Παπάγο.

Η νέα κυβέρνηση κατήργησε με Ψήφισμα της Συντακτικής Συνέλευσης το καθεστώς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, ορίζοντας αντιβασιλέα τον πρωθυπουργό Γ. Κονδύλη και επανέφερε το Σύνταγμα του 1911. Προκήρυξε Δημοψήφισμα το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε στην επιτροπή, μαζί με τους Σ. Μπαλάνο και Π. Μαυρομιχάλη, να μεταφέρει το αποτέλεσμα στον Βασιλιά Γεώργιο Β’ στην Αγγλία όπου διέμενε.

Παράλληλα με τα στρατιωτικά του καθήκοντα παρέμεινε Υπουργός Στρατιωτικών και στην επακόλουθη υπηρεσιακή κυβέρνηση "γενικής αποδοχής" του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με τον Βασιλιά λόγω του Συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα, που προέβλεπε συνεργασία του Κόμματος Φιλελευθέρων με το κομμουνιστικό Παλλαϊκόν Μέτωπον για τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, αποπέμφθηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς. Μετά την πρωθυπουργοποίηση του Ι. Μεταξά από τον Γεώργιο Β’ τοποθετήθηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, την 1η Αυγούστου 1936, με σκοπό τον απόλυτο έλεγχο του στρατεύματος κατά το επερχόμενο πραξικόπημα. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια του Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού υπό το πρίσμα του διαφαινόμενου πολέμου.

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος των δυνάμεων του στρατού ξηράς καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και την απώθηση των Ιταλικών στρατευμάτων στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941 οπότε παραιτήθηκε προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή και προέλαση ενώ επέκρινε τον στρατηγό Τσολάκογλου για τον σχηματισμό δωσιλογικής κυβέρνησης. Σε τηλεγράφημά του μάλιστα στις 21 Απριλίου 1941 προς τον Διοικητή Στρατιάς Ηπείρου ανέφερε: «Πληροφοροῦμαι ὅτι ἀντιστράτηγος Τσολάκογλου ἀνέλαβε πρωτοβουλίαν συνθηκολογήσεως. Δὲν κατανοήθη παρὰ πάντων ὅτι ὕψιστα συμφέροντα Πατρίδος ἀπαγορεύουσι τοῦτο. Ἐπικαλοῦμαι πατριωτισμὸν πάντων. Στρατὸς δέον ἀγωνισθῆ μέχρις ἐσχάτου ὁρίου δυνατοτήτων του. Ἀντικαταστήσατε ἀμέσως Τσολάκογλου».

Περίοδος της Κατοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη διάρκεια της Κατοχής δημιούργησε μία αντιστασιακή οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, στην οποία συμμετείχαν Έλληνες αξιωματικοί.[εκκρεμεί παραπομπή] Η αποκάλυψη της δράσης τους, τον Ιούλιο του 1943, συνοδεύτηκε από τη σύλληψή του από τις κατοχικές δυνάμεις και την αποστολή του, μαζί με τέσσερις αντιστράτηγους, τους Κ.Μπακόπουλο, Ιωάννη Πιτσίκα, Π. Δέδε και Γ. Κοσμά [5], σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (και στο Νταχάου μεταξύ άλλων), στα οποία παρέμεινε κρατούμενος μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Ανάληψη της αρχηγίας του στρατού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλέξανδρος Παπάγος στο Μουσείο του Μονάχου (Ιούλιος 1954)

Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του Στρατηγού εν αποστρατεία. Αρχικά, ο Βασιλιάς Παύλος τον διόρισε Μεγάλο Αυλάρχη και στις 19 Ιανουαρίου του 1949 ανέλαβε τη Γενική Αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με στόχο την οριστική επικράτηση του Ελληνικού Στρατού έναντι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος.[6]

Η επιτυχής έκβαση του εμφυλίου πολέμου για τις εθνικές δυνάμεις οδήγησε τη Βουλή των Ελλήνων να ανακηρύξει με ΝΔ στις 17 Οκτωβρίου του 1949 τον Α. Παπάγο σε Στρατάρχη, τίτλος που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Το ιστορικό εκείνο ΝΔ είχε ως εξής:

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
17 Οκτωβρίου 1949
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Τιμής ένεκεν, λόγω των υψίστων υπηρεσιών ας προσήνεγκεν εις την
μαχομένην πατρίδα ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος υπό την ανωτάτην
ηγεσίαν του οποίου οι Ένοπλες Δυνάμεις ετίμησαν κατ΄ επανάληψιν τα
ελληνικά όπλα και κατήγαγον περιλάμπρους νίκας, επιτρέπεται όπως δια
Βασιλικού Διατάγματος απονημηθή εις αυτόν το άξίωμα του
ΣΤΡΑΤΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Ο Στρατάρχης, πλέον, Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α), σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.

Πολιτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Έθνος» της 17ης Νοεμβρίου 1952

Οι αποτυχημένες προσπάθειες για σύμπτυξη των βενιζελογενών δυνάμεων προς τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού είχαν οδηγήσει στη δημιουργία έντονης παραφιλολογίας περί καθόδου του Παπάγου στην πολιτική. Η λύση αυτή, αν και έχαιρε της υποστήριξης μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων, όπως αυτό του Λαμπράκη, καθώς και σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων, δεν ήταν αποδεκτή από τα Ανάκτορα. Ήδη από τις αρχές του 1950, οι σχέσεις του Παπάγου με τα Ανάκτορα είχαν ψυχρανθεί ενώ ο ίδιος εξέφραζε την έντονη δυσαρέσκειά του για συγκεκριμένα πρόσωπα του ανακτορικού περιβάλλοντος με χαρακτηριστικότερο αυτό του Αριστείδη (Μπούλη) Μεταξά, διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Βασιλιά Παύλου. Μέσα σε αυτό το κλίμα, στις 28 Μαΐου 1951, ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο τελευταίος αρνήθηκε να την κάνει δεκτή. Την επομένη, πραγματοποιήθηκε σε έντονο κλίμα συνάντηση μεταξύ του Παπάγου και του Βασιλιά Παύλου, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε την παραίτηση του Αριστείδη Μεταξά, τον οποίο κατηγόρησε ότι διέδιδε αρνητικές φήμες, πρόταση την οποία απέρριψε ο Βασιλιάς.[7] Στην ίδια συνάντηση ο Παπάγος φαίνεται να διαβεβαίωσε τον Βασιλιά ότι δεν επρόκειτο να πολιτευτεί.[7] Το ίδιο βράδυ, ανακοινώθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο η παραίτησή του. Η είδηση αυτή κινητοποίησε μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, οι οποίοι, θεωρώντας πως ο Παπάγος είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση, προχώρησαν στην εκδήλωση κινήματος. Έτσι, κατά τις πρωινές ώρες, μονάδες του στρατού κατέλαβαν κομβικά κτίρια των Αθηνών. Όταν ενημερώθηκε ο Παπάγος για το κίνημα, έσπευσε στο υπουργείο Στρατιωτικών και τους διέταξε να επιστρέψουν πίσω στους στρατώνες.[7]

Στις 30 Ιουλίου 1951, ο Βασιλιάς προκήρυξε εκλογές. Την επομένη, ο Παπάγος σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στην οικία του στην Εκάλη ανακοίνωσε την κάθοδό του στην πολιτική. Ο Βασιλιάς Παύλος, θεωρώντας ότι ο Παπάγος τον εξαπάτησε, διέταξε τον αρχηγό Γ.Ε.Σ. Θρασύβουλο Τσακαλώτο να τον συλλάβει, εντολή που εν τέλει δεν εκτελέστηκε.[7] Από τους πρώτους συνεργάτες που πλαισίωσαν τον Παπάγο ήταν οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος και Σπυρίδων Μαρκεζίνης. Καθ' όλη την προεκλογική περίοδο το παλάτι κράτησε επιθετική στάση απέναντι στον Παπάγο.

Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του Συναγερμού του γαλλικού λαού του Γάλλου Στρατάρχη Ντε Γκωλ, ο "Ελληνικός Συναγερμός", συγκέντρωσε το 36,53%. Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο τον Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένεια του τελευταίου και την εκτέλεση Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά.

Στις 10 Οκτωβρίου 1952, προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου με νέο, πλειοψηφικό σύστημα. Σε αυτές επικράτησε σαρωτικά ο Παπάγος με ποσοστό 49,22% και 238 κοινοβουλευτικές έδρες. Στις 18 Νοεμβρίου, η κυβέρνηση του Στρατάρχη ορκίστηκε ενώπιον του Βασιλιά Παύλου και στις 20 Δεκεμβρίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στην εξωτερική πολιτική η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α. κατανοώντας την ηγετική τους σημασία μεταξύ των χωρών του «ελευθέρου κόσμου» και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Αυτή την περίοδο κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία με αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας στο θέμα, επιδιώκοντας την ένωση αντιμετωπίζοντας όμως και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η ελληνική διπλωματία έδρασε επίσημα με προσφυγή στον Ο.Η.Ε. στις 16 Αυγούστου 1954, ενώ είχε προηγηθεί, στις 22 Δεκεμβρίου 1953, συνάντηση του Παπάγου με τον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν χωρίς να υπάρξει συμφωνία. Τελικά η υπόθεση της Κύπρου αποφασίστηκε να μη συζητηθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και ως απότοκα της έντασης ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους συνέβησαν τα Σεπτεμβριανά έκτροπα του 1955 εναντίον των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, στα οποία η κυβέρνηση αντέδρασε με χλιαρό τρόπο.

Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στις 9 Απριλίου 1953, η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος απέναντι στο δολάριο συνδέοντας με αυτόν τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα σύμφωνα με την παγκόσμια συνδιάσκεψη του Bretton Woods της 22ας Ιουλίου 1944. Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Ο Μαρκεζίνης θα έρθει σε ρήξη με τον Στρατάρχη εξ αιτίας των εσωτερικών συσχετισμών που ήθελε να διαμορφώσει ο πρώτος μέσα στην κυβέρνηση και θα παραιτηθεί στις 10 Απριλίου 1954 ιδρύοντας το Κόμμα Προοδευτικών.

Θάνατος και παρασκήνιο διαδοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1955, μετά από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη Πρωθυπουργός. Ο θάνατός του προκάλεσε εθνικό και πολιτικό πρόβλημα. Το μεν εθνικό αφορούσε την έγκριση της έναρξης του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο (και που είχε ξεκινήσει ο Διγενής από την 1η Απριλίου του ίδιου έτους) και την ανάληψη εκ μέρους της Ελλάδας προσφυγών στον ΟΗΕ για τη λύση του κυπριακού προβλήματος, παρά τις αντίθετες αγγλικές αξιώσεις. Το δε πολιτικό αφορούσε το θέμα διαδοχής του στην πρωθυπουργία. Αναμενόταν ότι στην ηγεσία του Ελληνικού Συναγερμού και, κατά φυσικό επακόλουθο, στην πρωθυπουργία θα επιλεγόταν ένας από τους δύο αντιπροέδρους της τελευταίας κυβερνήσεώς του, Στ. Στεφανόπουλο και Π. Κανελλόπουλο. Ωστόσο, χωρίς να περιμένει την επιλογή της κοινοβουλευτικής ομάδας του -ακέφαλου πλέον- Ελληνικού Συναγερμού, ο Βασιλιάς Παύλος διόρισε πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή. Το έτος 1958 δημοσίευμα στην εφημερίδα "Νεολόγος Πατρών" φ.21.12.1958 ανέφερε ότι, πριν από την επιλογή του, ο Κ. Καραμανλής είχε υπογράψει ειδικό μυστικό μνημόνιο δεσμεύσεων, με το οποίο δεσμευόταν έναντι των Άγγλων και των Αμερικανών για την πολιτική που θα ακολουθούσε στο Κυπριακό.

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αθήνα μια περιοχή φέρει το όνομά του (Παπάγου). Το έτος 2000, επί δημαρχίας Δήμου Παπάγου Βασιλείου Ξύδη (υποναυάρχου ΠΝ εα), τοποθετήθηκε ανδριάντας του Α. Παπάγου έφιππου, στην πλατεία Ενόπλων Δυνάμεων, έναντι του ΥΠΕΘΑ, επί της λεωφόρου Μεσογείων, έργο του γλύπτη Ηρακλή Ξανθόπουλου. Τα αποκαλυπτήρια έκανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος.

Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύνοψη βαθμών
Ελληνικός Βαθμός Βρετανικό Αντίστοιχο Ημερομηνία
Ανθυπίλαρχος Second Lieutenant 15 Ιουλίου 1906
Υπίλαρχος Lieutenant 1911
Ίλαρχος Captain 1913
Επίλαρχος Major 1916
Αντισυνταγματάρχης Lieutenant Colonel 12 Ιανουαρίου 1918
Συνταγματάρχης Colonel 1926
Υποστράτηγος Major General 1930
Αντιστράτηγος Lieutenant General 1935
Στρατηγός General Ιούλιος 1947
Στρατάρχης Field Marshal 17 Οκτωβρίου 1949

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.ordens.presidencia.pt?idc=154.
  2. www.nationaalarchief.nl/onderzoeken/index/nt00435.
  3. www.nationaalarchief.nl/onderzoeken/archief/2.02.32/invnr/894ED.4/file/00125779.PDF.
  4. ήταν εγγονός του Αυγερινού Αβέρωφ, αδερφού του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Ήταν επίσης ξάδελφος του Αναστασίου Αβέρωφ, πολιτικού και πατέρα του Ευάγγελου Αβέρωφ - Τοσίτσα, και του Γεωργίου Αβέρωφ
  5. Μπακόπουλος, Κωνσταντίνος (1948). Η Ομηρία των πέντε Αντιστρατήγων. Αθήνα. σελ. 332. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2021. 
  6. Μπουγας, Ιωαννης Π (29 Δεκεμβρίου 2019). «ENOTHTA: Ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος στην Καλαμάτα. Εκκλησιαστικές φωτογραφίες του 20ου αιώνος. ανάρτηση 67η». ENOTHTA. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2019. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Καραγεώργος Δημήτρης, Η διαδρομή του Ελληνικού Συναγερμού από την ίδρυσή του ως την αδρανοποίησή του, 1951-1956, διδακτορική διατριβή ΕΚΠΑ, Αθήνα 2015, σελ. 11 - 14

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παπάγος Αλέξανδρος, Ο πόλεμος τής Ελλάδος 1940-1941, Εκδ.Ίδρυμα Γουλανδρή - Χόρν, 1995, Αθήνα ISBN 960-7079-48-5
  • Παπάγος Αλέξανδρος, Δύο χρόνια στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, Εκδ.Κηφισός, 1986, Αθήνα
  • Λεονταρίτης Γεώργιος, Ο Παπάγος, το στέμμα, και οι Άγγλοι, Εκδ.Προσκήνιο, 2003, Αθήνα ISBN 960-8318-05-X
  • Γρηγοριάδης Σόλων, Μετά τον εμφύλιο η άνοδος του Παπάγου στην εξουσία, Εκδ.Φυτράκης, 1979, Αθήνα
  • Μελετόπουλος Μελέτης, Ιδεολογία του δεξιού κράτους, 1949-1967: επίσημος πολιτικός λόγος και κυρίαρχη ιδεολογία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εκδ.Παπαζήσης, 1993, Αθήνα ISBN 960-02-0995-2
  • Παπαχελάς Αλέξης, Ο βιασμός τής ελληνικής δημοκρατίας: Ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967, Εκδ.Εστία, 1997, Αθήνα ISBN 960-05-0748-1
  • Δεπάστας Νικόλαος, Αλέξανδρος Παπάγος, 1883-1955: Ο στρατιώτης, ο πολιτικός, ο άνθρωπος, Εκδ.Γενικό Επιτελείο Στρατού 1980, Αθήνα
  • Έκθεση πεπραγμένων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας του Αντιστράτηγου Κων. Μπακοπούλου από 8/2/1941 μέχρι 10/4/1941. Περίοδος 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, Φ.629/Α/1. Αρχείο Γενικού Επιτελείου Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Προκάτοχος:
Δημήτριος Κιουσόπουλος
Πρωθυπουργός της Ελλάδας
19 Νοεμβρίου 1952-4 Οκτωβρίου 1955

Διάδοχος:
Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής