Αγαμία (θρησκευτική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Εν Χριστώ αγαμία λέγεται η ισόβια επιλογή κάποιου να απόσχει του γάμου, με την ταυτόχρονη αφιέρωσή του στο Θεό. Ο εν Χριστώ άγαμος επιλέγει την αγαμία κατά το ρήμα του αποστόλου Παύλου: «ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πώς να αρέσει στον Κύριο, ενώ ο παντρεμένος μεριμνά τα του κόσμου, πώς να αρέσει στη γυναίκα του»[1]. Τα ειδοποιά στοιχεία της εν Χριστώ αγαμίας είναι:

  • ο άνθρωπος επιλέγει την αγαμία με σκοπό να αρέσει στο Χριστό και να φτάσει στη διά του θείου έρωτα μέθεξη του Θεού.
  • ο άνθρωπος επιλέγει την αγαμία οριστικά με την απόφαση να μην ερωτευτεί ποτέ με ανθρώπινο πρόσωπο και να μην αλλάξει γνώμη.

Υποστηρίζεται επίσης πως στοιχεία της εν Χριστώ αγαμίας αποτελούν αθροιστικά τα εξής:[εκκρεμεί παραπομπή]

  • η αποταγή από τον κόσμο, δηλαδή η αναχώρηση του άγαμου από τα λειτουργικά πλαίσια της κοινωνίας
  • το διά κουράς επιδιδόμενο σχήμα του μοναχού

Υπάρχουν ωστόσο άγιοι στην ιστορία της Εκκλησίας που δεν συγκέντρωναν και τα δύο αυτά στοιχεία, όπως αφενός ο Κοσμάς ο Αιτωλός και αφετέρου ο Μέγας Αντώνιος.

Εκφάνσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εν Χριστώ αγαμία εμφανίστηκε παράλληλα με τη γένεση της Εκκλησίας και πραγματώθηκε πρώτη φορά στο πρόσωπο του πρωτομάρτυρα Στέφανου. Από τότε η εν Χριστώ αγαμία έχει πάρει διάφορα σχήματα. Κυρίαρχο σχήμα αποτελεί ο κοινοβιακός μοναχισμός. Άλλες μορφές που εμφανίζονται είναι ο αναχωρητικός ησυχασμός, η αδελφοτική αφιέρωση κ.τ.ο. Στην ιστορία έχουν υπάρξει και άλλες μορφές, με γνωστότερη τη ένταξη αγάμων μελών σε κοινοβιακές μονές μέσω ειδικής ακολουθίας, χωρίς όμως το μέλος αυτό να εγκαθίσταται στη μονή, αλλά συνεχίζοντας να ζει στον κόσμο.[2]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. [...] θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί. [...] Προς Κορινθίους Α', ζ' 32-33
  2. Μανουήλ Γεδεών, Εκκλησιαστική Αλήθεια 1899, τεύχος 23, σ. 492-3