CMYK

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τη συντομογραφία CMYK εννοούμε το μοντέλο χρωμάτων που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία. Η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις Cyan (κυανό), Magenta (ματζέντα), Yellow (κίτρινο), και Black (μαύρο) τα οποία είναι και τα βασικά χρώματα μέσω των οποίων δημιουργούνται τα υπόλοιπα χρώματα και αποχρώσεις. Το μαύρο αναφέρεται με το γράμμα Κ (Κey), που σημαίνει χρώμα κλειδί στην παραγωγή της τετραχρωμίας.

Σε σύγκριση με το RGB[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση των τεσσάρων χρωμάτων CMYK δημιουργεί καλύτερη ποιότητα χρωμάτων και αντιθέσεων στις εκτυπώσεις, όμως τα χρώματα που βλέπει κάποιος στην οθόνη του υπολογιστή του ακολουθούν το μοντέλο χρωμάτων RGB, οι αποχρώσεις του οποίου δεν είναι πάντοτε δυνατόν να αναπαραχθούν τυπογραφικά. Το μοντέλο RGB βασίζεται στη μίξη τριών χρωμάτων, τα αρχικά των οποίων σχηματίζουν το όνομα του και είναι τα Red (Κόκκινο), Green (Πράσινο), και Blue (Μπλε). Στη σχεδίαση και τη γραφιστική, συνηθίζεται να χρησιμοποιείται το μοντέλο RGB για παρουσιάσεις στην οθόνη του υπολογιστή, όμως πάντοτε μετατρέπεται σε χρώματα του μοντέλου CMYK αν πρέπει να τυπωθεί.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]