A priori και a posteriori γνώση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η a priori και a posteriori γνώση είναι έννοιες της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών. Οι έννοιες αυτές αντικατοπτρίζουν τις ιδέες δύο μεγάλων ρευμάτων, των εμφυτοκρατών ή νατιβιστών και των εμπειριστών. A priori χαρακτηρίζεται η γνώση που αποτελείται από έμφυτες ιδέες που προηγούνται της εμπειρίας, ενώ a posteriori η γνώση που προέρχεται από την εμπειρία. Ο Πλάτων υπήρξε από τους πρώτους που υποστήριξε την ιδέα της a priori γνώσης, θεωρώντας ότι η ψυχή έχει γνωρίσει τις ιδέες, άρα και την αλήθεια πριν από την γέννηση. Ρασιοναλιστικά ρεύματα που υποστήρηξαν την a priori γνώση εμφανίστηκαν και τον 17ο αιώνα με κύριο εκπρόσωπο τον Ρενέ Ντεκάρτ. Δριμεία κριτική πάνω στη θεωρία της a priori γνώσης έκανε ο Άγγλος εμπειριστής φιλόσοφος Τζων Λοκ, ο οποίος θεωρούσε ως πηγή γνώσης την εμπειρία λέγοντας ότι το υποκείμενο από την γέννησή του είναι tabula rasa, δηλαδή μια άγραφη δέλτος πάνω στην οποία "καταγράφονται" οι εμπειρίες της καθημερινότητας.

Τομέας Ψυχολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι έννοιες a priori και a posteriori χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται στην Ψυχολογία κατά τρόπο και για σκοπό μάλλον διαφορετικό απ'αυτόν για τον οποίο τις εισήγαγε αρχικά η Φιλοσοφία. Ο νατιβισμός (nativism) στην ψυχολογία είναι η άποψη ότι κάποιες δεξιότητες ή ικανότητες (ή και τάσεις) είναι έμφυτες εκ γενετής. Καλώς ή κακώς ο όρος a priori συνδέθηκε και με τον νατιβισμό. Από την άλλη, η άποψη του εμπειρισμού συνοψίζεται με την έκφραση tabula rasa. Οι εμπειριστές υποστηρίζουν ότι αν και στο ανθρώπινο μυαλό (ή νευρικό σύστημα) βρίσκονται από τη γέννηση κάποιες έμφυτες ικανότητες μάθησης δεν υπάρχει ωστόσο καμία από πριν (a priori) γνώση. Δηλαδή οι γνώσεις αποκτώνται όλες από το περιβάλλον εκ των υστέρων (a posteriori).

Τομέας Φιλοσοφίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A priori[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α priori κατά λέξη σημαίνει από πριν. Κατά τον Καντ a priori γνώσεις είναι αυτές που είναι απολύτως ανεξάρτητες από κάθε εμπειρία[1]. Η ιδιότητα a priori αποδίδεται σε ένα πράγμα όταν αυτό το πράγμα έχει την ιδιότητα να προϋπάρχει στην ανθρώπινη νόηση ως όρος για την απόκτηση οποιασδήποτε εμπειρικής γνώσης.[2] Χρησιμοποιώντας τον ορισμό του ο Κάντ, και εργαζόμενος σχολαστικά και συστηματικά έδειξε στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» ότι οι λεγόμενες θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας και οι θεμελιώδεις μορφές της νόησης είναι στοιχεία a priori.

Οι θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας δεν είναι έννοιες. Ούτε είναι σημεία (με την χρήση του όρου σημείο στη γλωσσολογία) που δηλώνουν είτε κάποιο υλικό πράγμα είτε κάποια αφηρημένη έννοια. Ούτε είναι ακατάληπτες υπερβατικές οντότητες κάποιου είδους. Είναι συγκεκριμένα αυτό που λένε ότι είναι. Δηλαδή αυτό για το οποίο η ανθρώπινη νόηση μπορεί να έχει εποπτεία ανεξάρτητα από τα υλικά πράγματα της αισθητικής εμπειρίας και ανεξάρτητα από τις αφηρημένες έννοιες. Είναι δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος. Όταν η ανθρώπινη νόηση είναι απογυμνωμένη από τα υλικά πράγματα της αισθητικής εμπειρίας και από τις αφηρημένες έννοιες μπορεί ωστόσο να έχει εποπτεία του χρόνου και του χώρου.

Παρά τη φανερή δυσκολία του θέματος, το συμπέρασμα είναι αδιαμφισβήτητο και σαφές. Ο γερμανός φιλόσοφος αποκαλεί εις το εξής αυτό τον κλάδο της φιλοσοφίας Υπερβατική Αισθητική. Ο χρόνος και ο χώρος είναι υπερβατικές οντότητες αλλά δεν είναι ακατάληπτες. Είναι αντίθετα θεμελιώδεις, και εντελώς κοινές, μορφές της αισθητικής εποπτείας (δηλαδή της εποπτείας με τις αισθήσεις).

Οι θεμελιώδεις μορφές της νόησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρό τμήμα της Κριτικής του Καθαρού Λόγου του Καντ αφιερώνεται στην εισαγωγή στην Υπερβατική Αισθητική, ενώ στη συνέχεια ένα φανερά ογκωδέστερο τμήμα του έργου παρουσιάζει την Υπερβατική Διαλεκτική. Η Υπερβατική Διαλεκτική δεν είναι ακατάληπτη. Αν και το αντικείμενο που καλείται να μελετήσει αυτός ο επιστημονικός κλάδος είναι υπερβατικό στη φύση του, είναι μια υπερβατική οντότητα, είναι ένα υπερβατικό κάτι, ωστόσο το αποτέλεσμα των ερευνών αυτής της επιστήμης είναι σαφές.

Είναι φανερό ότι η δυσκολία του θέματος αυξάνεται γεωμετρικά. Παρακάμπτοντας λοιπόν τη σχολαστική απόδειξη μπορούμε να προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε, απλοποιητικά ίσως, το συμπέρασμα:

Η τυπική Λογική, της οποίας μπορούμε να έχουμε πολύ καλή εποπτεία όταν π.χ. μελετάμε μαθηματικά, ευκλείδεια γεωμετρία κλπ, είναι το δεύτερο στοιχείο a priori που ψάχναμε.

Σεβόμενος ασφαλώς την παράδοση της φιλοσοφίας ο Καντ παρουσιάζει αυτό το συμπέρασμα αρκετά διαφορετικά:

« ... Τις καθαρές-και-υπερβατικές-έννοιες-του-νοείν ονομάζουμε σύμφωνα με τον Αριστοτέλη Κατηγορίες, επειδή η πρόθεση μας πρωταρχικά συμπίπτει με τη δική του, μολονότι έπειτα η ανάπτυξη απομακρύνεται πολύ ...» [3]

Και αμέσως παρακάτω ο Καντ παρουσιάζει τον Πίνακα των Κατηγοριών ο οποίος είναι ο ίδιος ακριβώς στη δομή του (για την ακρίβεια αντιστοιχίζεται ένα προς ένα) με τον πίνακα των Λογικών Κρίσεων που χρησιμοποιούσαν οι σχολαστικοί Λογικοί (καθηγητές Φιλοσοφίας) της εποχής.

Επιπρόσθετο Υλικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «... Με τον όρο a priori γνώσεις θα εννοούμε στο εξής ... αυτές που είναι απολύτως ανεξάρτητες από κάθε εμπειρία ...» Κριτική του Καθαρού Λόγου, μεταφρ. Α.Γιανναρας, εκδ.Παπαζήση, Τόμος Α', τεύχος Ι, (Β3), σελ.74
  2. Φιλοσοφία, Γ' Λυκείου, Κατσιμάνη, Ρούσσου, ΟΕΔΒ, ISBN 960-06-0252-2, σελ.273
  3. Κριτική του Καθαρού Λόγου, μεταφρ. Α.Γιανναρας, εκδ.Παπαζήση, Τόμος Β', τεύχος Ι, (Α80), σελ.48