Χρήστης:MaPanou/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το είδος Cylindrospermopsis raciborskii ανήκει στα Κυανοβακτήρια


Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βακτήρια του γένους Cylindrospermopsis raciborskii είναι υδρόβιοι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί που ανήκουν στο Φύλο Κυανοβακτήρια. Το γένος Cylindrospermopsis θεωρείται τροπικό ή υποτροπικό είδος αλλά τα τελευταία χρόνια έχει εξαπλωθεί και σε πιο εύκρατες περιοχές κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Σχηματίζουν τριχώματα (αλυσιδωτά νήματα) μήκους 50-300 μm, χωρίς να σηματίζουν αποικίες, τα οποία είναι ίσια . Τα ακραία κύτταρα διαφοροποιούνται σε κωνικά ετεροκύτια. Συγγενικά στελέχη του Cylindrospermopsis raciborskii εμφανίζουν μεγάλη μορφολογική ποικιλότητα τόσο στα βλαστητικά κύτταρα(κανονικά), όσο και στα ετεροκύτια κάτι που ρυθμίζεται από τα αβιοτικά στοιχεία του περιβάλλοντος.[1] Ορισμένα στελέχη αυτού του γένους είναι ικανά να παράνουν κυανοτοξίνες, όπως οι κυλινδροσπερμοψίνες, οι σαξιτοξίνες και οι ανατοξίνες.[2] με-πλαίσιο|δεξιά|dedwedwed

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Βασίλειο: Bacteria (Βακτήρια)


Φύλο: Cyanobacteria (Κυανοβακτήρια)


Κλάση: Cyanophyceae (Κυανοφύκη)


Τάξη: Nostocales


Οικογένεια: Nostocaceae


Γένος: Cylindrospermopsis


Είδος: Cylindrospermopsis raciborskii


Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βέλτιστη θερμοκρασία ανάπτυξης είναι 25-30°C, ενώ η βέλτιστη ένταση φωτός είναι 80-121 μmol m-2s-1.Τα ακινέτια του Cylindrospermopsis raciborskii ίσως χρησιμεύουν σαν σπόρια για ορισμένες «δύσκολες» περιόδους. Ο σχηματισμός των ακινέτιων ενεργοποιείται από χαμηλές θερμοκρασίες και απαιτεί υψηλές συγκεντρώσεις φωσφόρου. Τα ακινέτια μάλλον δίνουν το έναυσμα για την εποχική ανάπτυξη προσδίδοντας τον απαιτούμενο για αυτήν φώσφορο. Τα ακινέτια είναι ωοειδείς ή και κυλινδρικές μορφές και εντοπίζονται κοντά στα ακραία ετεροκύτια.[3] Σε απόκριση του χαμηλού ποσοστού αζώτου στα κύτταρα τους, είναι ικανά να δεσμεύουν ατμοσφαιρικό άζωτο στα ετεροκύτια τους, όπως επίσης να προσλαμβάνουν διαλυμένο φώσφορο ακόμα και σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η ικανότητα πρόσληψης φωσφόρου και αποθήκευσης του προσδίδει πλεονέκτημα στο Cylindrospermopsis raciborskii όσον αφορά την ανάπτυξη του τόσο σε λίμνες μικρού αλλά και μεγάλου βάθους. Κυανοβακτήρια του γένους Cylindrospermopsis raciborskii είναι ικανά να αποκτήσουν μεγάλη βιομάζα σχηματίζοντας ανθήσεις. Οι συνθήκες που συμβάλλουν σε αυτές τις συνθήκες περιλαμβάνουν: μικρή ροή νερού, μικρή στάθμη νερού, μικρό λόγο του διαλυμένου αζώτου προς τον φώσφορο, υψηλή θερμοκρασία νερού και υψηλό pH.

Τοξίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένα στελέχη αυτού του γένους είναι ικανά να παράγουν ισχυρές τοξίνες, όπως οι κυλινδροσπερμοψίνες, οι σαξιτοξίνες και οι ανατοξίνες. Οι κυλινδροσπερμοψίνες προσβάλλουν το ήπαρ και τους νεφρούς στους ανθρώπους, ενώ οι άλλες δύο ενεργούν σαν νευροτοξίνες. Έχουν καταγραφεί θάνατοι ανθρώπων από στελέχη του γένους αυτού που βρίσκονταν σε δεξαμενές πόσιμου νερού. Επίσης η κυλινδροσπερμοψίνη μπορεί να είναι καρκινογόνος, καθώς επίσης μπορεί να προκαλέσει τραύματα στο δέρμα εάν έρθει σε επαφή κάποιος άνθρωπος. Ωστόσο μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί στελέχη θετικά για κυλινδροσπερμοψίνη στην Αφρική και στην Αυστραλία. Τα στελέχη στην Ευρώπη και στην Αμερική παράγουν τις άλλες δύο τοξίνες, αν και είναι δυνητικά ικανά να παράγουν και κυλινδροσπερμοψίνη.[4]

Φυλογεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρόσφατες κλιματικές αλλαγές ίσως να είναι υπεύθυνες για την εξάπλωση του γένους αυτού σε πιο εύκρατες περιοχές. Υπάρχουν γενετικές ομοιότητες μεταξύ στελεχών του Cylindrospermopsis raciborskii από την Αυστραλία, την Ευρώπη, την Αφρική, και την Αμερική. Πρόσφατες έρευνες(γενετικοί μέθοδοι) αποδεικνύουν ότι στελέχη που βρίσκονται στην Ευρώπη πιθανόν να μεταφέρθηκαν από την Βόρεια Αμερική και όχι από την Αφρική και την Αυστραλία όπως παλαιότερα στελέχη στην Ευρώπη.[5]

Το Γεγονός της Νήσου Palm[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1979, 148 άτομα από την βόρεια ακτή του Queensland της νήσου Palm νόσησαν, κάτι που αποδόθηκε σε κυανοβακτήρια του γένους Cylindrospermopsis raciborskii. Η μόλυνση του νερού προκλήθηκε από την χρήση θειικού χαλκού, που χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο ανθήσεων κυανοβακτηρίων. Ωστόσο ο θειικός χαλκός προκαλεί λύση των κυανοβακτηρίων, απελευθερώνοντας τα τοξικά κυτταρικά συστατικά. Μετά από έρευνα προσδιορίστηκε ότι το μολυσμένο νερό προερχόταν από την δεξαμενή με τον θειικό χαλκό. Έτσι για πρώτη φορά το Cylindrospermopsis raciborskii χαρακτηρίστηκε ως παθογόνο.[6]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Moustaka-Gouni, M., Kormas, K. A., Vardaka, E., Katsiapi, M., & Gkelis, S. (2009). “Raphidiopsis mediterranea skuja represents non-heterocytous life-cycle stages of cylindrospermopsis raciborskii (woloszynska) seenayya et subba raju in lake kastoria (Greece), its type locality: Evidence by morphological and phylogenetic analysis.”. Harmful Algae, 8(6), 864-872.
  2. NOAA Center of Excellence for Great Lakes and Human Health. "[1]"
  3. Hong, Y., Steinman A., Biddanda B., Rediske R. & Fahnenstiel. G. (2006). “Occurrence of the toxin-producing cyanobacterium Cylindrospermopsis raciborskii in Mona and Muskegon Lakes.”. Michigan. Journal of Great Lakes Research 32:645-652.
  4. Schembri, M. A., Neilan A. B. & Saint. P. C. (2001). “Identification of genes implicated in toxin production in the cyanobacterium Cylindrospermopsis raciborskii.”. Environmental Toxicology 16(5): 413-421.
  5. Cirés S et al. (2014). “Phylogeography of cylindrospermopsin and paralytic shellfish toxin-producing nostocales cyanobacteria from mediterranean europe (Spain).”. Applied and Environmental Microbiology. 80(4): 1359-70
  6. Hawkins, R. P., Runnegar T. C. M., Jackson R. B. A. & Falconer R. I. (1985). “Severe Hepatotoxicity Caused by the Tropical Cyanobacterium (Blue-GreenAlga) Cylindrospermopsis raciborskii (Woloszynska) Seenaya and Subba Raju Isolated from a Domestic Water Supply Reservoir.”. Applied and Environmental Microbiology. 50(5): 1292–1295.

Κατηγορία:Κυανοβακτήρια