Φορεσιά του Αλμυρού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η φορεσιά του Αλμυρού φορέθηκε ως το 1940 περίπου, σε όλα τα χωριά της περιοχής που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού Μαγνησίας[1]. Συγκεκριμένα από τις βόρειες πλαγιές της Όρθυος (Γαρδίκι) και τα βουνά των Φαρσάλων, ως τον Παγασητικό Κόλπο. Η Νέα Αγχίαλος και η Ευξεινούπολη, όπως και άλλα προσφυγικά χωριά είχαν τις δικές του φορεσιές. Η φορεσιά του Αλμυρού ήταν σε όλα τα χωριά όμοια και οι κάτοικοί τους διακρίνονταν από τον τουρβά, το ταγάρι που σε κάθε χωριό είχε διαφορετικό σχέδιο.

Η γυναικεία αλμυριώτικη φορεσιά, γνωστή και ως αντεριά, πήρε την ονομασία της από τα δύο εξωτερικά ρούχα που τη χαρακτήρισαν, ενώ η φορεσιά παραμένει όμοια για όλες τις ηλικίες και περιστάσεις ως προς τα κομμάτια που την αποτελούν. Η νυφική και η γιορτινή φορεσιά διαφέρουν από την καθημερινή μόνο ως προς την ποιότητα των υλικών κατασκευής και του κεντητικού διακόσμου, αλλά και των κοσμημάτων. Οι κοπέλες έβαζαν για πρώτη φορά τα αντεριά όταν έκλειναν τα 14 για να δείξουν στις Κυριακάτικες γιορτές ότι ήταν σε ηλικία γάμου ως αντεροφορεμένες μαντηλούσες.

Η αλμυριώτικη φορεσιά αποτελούταν από το καθημερινό ποκάμισο, τα δύο νυφικά ή γιορτινά –το μέσα ποκάμισο και το δεύτερο ποκάμισο-, το αντερί μανικίσιο, το αντερί σωκαρδίσιο, τη χειμωνιάτικη καθημερινή τζάκα, την ποδιά, τη ζώνη, τις κάλτσες, τα παπούτσια και το χειμώνα οι ηλικιωμένες φορούσαν και σιγκούνι.

Στο κεφάλι οι γυναίκες έδεναν το τσεμπέρι και το μαντήλι και στόλιζαν την κόσια με την κοσίδα ή διάφορες χρωματιστές κορδέλες. Τα κοσμήματα της φορεσιάς ήταν τα θηλυκωτάρια, η καρφίτσα, το κοπιτσάρι, οι τοκάδες και τα σκολαρίκια.

Τα ποκάμισα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την ύφανση των ποκαμίσων, το μετάξι και το βαμβάκι που θα χρησιμοποιούσαν καλλιεργούσαν οι ίδιες οι γυναίκες τους μεταξοσκώληκες και το βαμβάκι, ενώ στη συνέχεια ύφαιναν και τα ποκάμισα μόνες τους. Το καθημερινό ποκάμισο ήταν απλά κεντημένο με λίγη σταυροβελονιά στα μανίκια, στο ποδόγυρο και στην τραχηλιά. Για τους γάμους και τις γιορτές είχαν δύο καλά ποκάμισα, το άσπρο χασεδένιο μέσα ποκάμισο και το ουβγιαστό μεταξωτό ποκάμισο ή το νυφικό διάφανο μεταξωτό που έμπαινε από πάνω. Το μέσα ποκάμισο ήταν όμοιο στο σχήμα και στο ράψιμο με το καθημερινό. Ήταν άσπρο χασεδένιο, στολισμένο στην τραχηλιά, στα μανίκια και στον ποδόγυρο με σχέδιο κοκάκι με τη βελόνα του ραψίματος. Έμπαινε κάτω από λεπτό διάφανο μεταξωτό ποκάμισο για να μην φεγγίζει και να προσδίδει όγκο. Το εξωτερικό, δεύτερο ποκάμισο ήταν από ακριβότερο ή φθηνότερο ύφασμα, ενώ το νυφικό ποκάμισο η ασπρούδα, ήταν από πρώτης διαλογής μετάξι. Η ασπρούδα είχε στολισμένη με άσπρη δαντέλα τραχηλιά και τα μανίκια με τον ποδόγυρο είχαν χρυσή δαντέλα, τη συρμοθηλιά.

Τα αντεριά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τ΄αντεριά ήταν τα δύο εξωτερικά μεταξωτά κομμάτια που έδωσαν το όνομά τους στη φορεσιά. Ήταν διαφορετικά μεταξύ τους σε χρώμα, το οποίο ποίκιλε στα αγιώτικα (τα γιορτινά) αντεριά. Το ύφασμα για το νυφικό αντερί ήταν αγορασμένο από την Κωνσταντινούπολη (πολίτικα αντεριά) και ήταν πάντα ριγωτό. Το εσωτερικό αντερί, το μανικίσιο, ήταν άσπρο με κίτρινες ρίγες και έφτανε λίγο κάτω από τα γόνατα. Ήταν φοδραρισμένο με βαμβακερό ύφασμα, το οποίο ύφαιναν και έβαφαν οι γυναίκες μόνες τους σε αντίθετο χρώμα από το εξωτερικό ύφασμα του ρούχου. Ανάμεσα στο ύφασμα και στη φόδρα έραβαν και βαμβάκι, το μαχλίτσι, για να είναι πιο ζεστό και να στέκει καλύτερα στο κορμί. Τα μανίκια ήταν εσωτερικά φοδραρισμένα μ’ ένα κλαδωτό μεταξωτό μωβ με χρυσό, ή πράσινο ή γαλάζιο με χρυσό, γιατί τα αναδίπλωναν πάνω από τον αγκώνα, σχηματίζοντας τα καπακλίκια. Τα καπακλίκια στερέωναν στα μανίκια κάτω από τους ώμους με ασημένιους τοκάδες (γάντζοι με πουλί ή δικέφαλο αετό στην όψη). Ο στολισμός συμπληρωνόταν από μεταξωτά χρυσοκεντήματα, τις συρμοθηλιές γύρω από το στήθος. Στη μέση συγκρατούσαν το μανικίσιο αντερί με ένα ή δύο θηλυκωτάρια. Το εξωτερικό αντερί, το σωκαρδίσιο, ήταν πράσινο με μαύρες ρίγες και δεν είχε μανίκια. Ήταν ραμμένο στην ίδια ποιότητα, αλλά πάντα σε διαφορετικό χρωματισμό και ήταν πιο κοντό από το μανικίσιο αντερί. Τις καθημερινές οι γυναίκες φορούσαν μόνο το σωκαρδίσιο αντερί πάνω από το ποκάμισο και αυτό ήταν ραμμένο από πιο ευτελές ύφασμα, το πέλες.

Η τζάκα, η ποδιά, η ζώνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τζάκα ήταν ραμμένη με μαύρο σκουτί για τις καθημερινές χειμωνιάτικες μέρες και φοριόταν πάνω από το σωκαρδίσιο αντερί. Είχε το ίδιο σχήμα με αυτό και κούμπωνε στη μέση με μια κόπιτσα. Η ποδιά ήταν μαύρη, μάλλινη ή μεταξωτή κλαδωτή και είχε κεντημένα στον ποδόγυρο διάφορα σχέδια και σειρήτια. Επιπλέον, ήταν φοδραρισμένη με πολύχρωμο ή ριγωτό βαμβακερό αστάρι και στηριζόταν πάνω από το μανικίσιο αντερί με μια λεπτή, μάλλινη μαύρη και κόκκινη ζώνη. Η ζώνη έμπαινε κάτω από το σωκαρδίσιο αντερί και ήταν ολοστόλιστη, ενώ εξίσου εντυπωσιακά ήταν και τα πολύ μεγάλα, στρογγυλά θηλυκωτάρια με τα οποία την έκλειναν. Ανάμεσα στα θηλυκωτάρια έβαζαν επίσης ένα κόκκινο, μεταξωτό, τετράγωνο μαντήλι, την καλαμάτα.

Οι κάλτσες και τα παπούτσια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάλτσες ήταν πάντα φορεμένες διπλές. Οι εσωτερικές ήταν λευκές από νήμα, πλεγμένες στο χέρι και οι εξωτερικές ήταν αγοραστές και πιο λεπτές. Τα παπούτσια κατά την τελευταία περίοδο που εμφανίζεται η φορεσιά ήταν από μαύρο λουστρίνι, δετά και με πέτσινο τακούνι.

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μαλλιά τους οι Αλμυριώτισσες τα χώριζαν στα δύο και έπλεκαν μια κόσια (κοτσίδα) που κατέληγε σε φούντα. Το κεφάλι στολιζόταν με δύο μαντήλια από βαμβάκι που ήταν τριγωνικά διπλωμένα και ονομάζονταν σταμπωτό και μπαμπακέλα[2]. Τα κοσμήματα της φορεσιάς δεν ήταν πολλά, αλλά ήταν όλα λεπτοδουλεμένα από χρυσοχόους της εποχής και της περιοχής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Χατζημιχάλη Αγγελική, Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1983, σελ. 60
  2. Ελληνικές Φορεσιές, Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος,. Αθήνα 2005, β' έκδοση. σελ. 122.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]