Φορεσιά της Φλώρινας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η φορεσιά της Φλώρινας παρουσιάζεται σε πολλές παραλλαγές και έτσι διακρίνονται οκτώ διαφορετικές φορεσιές: η φορεσιά του Ανταρτικού, η φορεσιά της Κλαδοράχης, η φορεσιά των χωριών της λίμνης Πρέσπας, η φορεσιά των χωριών Τριανταφυλλιά, η παλιά φορεσιά του Νυμφαίου, η φορεσιά των χωριών Δροσοπηγή και Φλάμπουρο, η φορεσιά των χωριών του Αμύνταιου και η φορεσιά των χωριών Μπούφι και Ράκοβο.

Όλες οι φορεσιές έχουν χαρακτηριστικό το άσπρο μάλλινο σιγκούνι και βαμβακερά ποκάμισα, ενώ μετά το 1930 που πλέον τη φορούσαν μόνο ηλικιωμένες, το σιγκούνι και η ποδιά αντικαταστάθηκαν με μαύρου χρώματος. Λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τις υπόλοιπες φορεσιές, θα παρουσιαστεί μόνο η φορεσιά του Αντάρτικου.

Η φορεσιά του Ανταρτικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κομμάτια που απαρτίζουν τη φορεσιά αυτή της Φλώρινας είναι το κόσουλα, η τραχηλιά, τα κάλτσινα, τα κοφτά, ο σαγιάς, το γκιουρντί, η πόγιας, η φούτα, η ρεσάτσκα, τα κάλτσι, τα τσουράπια και τα πίντζι. Στον καθημερινό κεφαλόδεσμο υπήρχε η σκέπα, ενώ στο γιορτινό και νυφικό το κόκκινο φέσι, η πλέντετζα, το ντουλπέν και το νάπλιτσι. Στα κοσμήματα υπήρχαν το κιοστέκι. Η κόλαν, τα πάφτη, τα σιντζίρια και τα μεγάλα σκουλαρίκια.

Τα κομμάτια της φορεσιάς και η περιγραφή τους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόσουλα είναι το άσπρο βαμβακερό ποκάμισο με ένα μικρό όρθιο γιακαδάκι με πολύχρωμο κέντημα. Το ίδιο κέντημα είχε τόσο η τραχηλιά όσο και ο καρπός και η εξωτερική πλευρά του μανικιού. Ο ποδόγυρος είχε άσπρο κέντημα. Η τραχηλιά έμπαινε κάτω από το άνοιγμα του ποκαμίσου και κάλυπτε το στήθος, δεμένη στο λαιμό. Τα κάλτσινα είναι τα πρόσθετα μανίκια, πλεκτά και πολύχρωμα που φοριούνται κάτω από το ποκάμισο και δένονται στον αγκώνα. Τα κοφτά είναι τα στενά πρόσθετα μανίκια που διπλώνουν στον αγκώνα και γυρίζουν προς τα πάνω. Στην εσωτερική τους πλευρά που φαίνεται, έχουν κόκκινο βαμβακερό ύφασμα κεντημένο. Παλιότερα τα κοφτά ραβόταν πάνω σε μπούστο σαν τζάκο, ενώ αργότερα ραβόταν πάνω στο άσπρο σαγιάκι.

Ο σαγιάς ή σαγιάκι είναι σαν σιγκούνι, φτιαγμένο με ειδική επεξεργασία του υφάσματος και ήταν κεντημένος. Συνήθως ήταν δώρο της πεθεράς και φοριόταν όλη τη χρονιά. Όταν πήγαιναν στη εκκλησία φορούσαν από πάνω το γκιουρντί, που μοιάζει με σαγιά αλλά εσωτερικά έχει φλόκια. Το φορούσαν περισσότερο οι μεγαλύτερες γυναίκες και όχι οι νέες. Η πόγιας είναι το μάλλινο υφαντό ζωνάρι, πολύχρωμο και με ρίγες. Με αυτό τυλίγουν τη μέση, πάνω από το σαγιά ή το γκιουρντί και κάτω από την ποδιά, αφήνοντας τη φούντες να πέφτουν πίσω. Η μάλλινη ποδιά λέγεται φούτα και η γιορτινή έχει πολύχρωμα σχέδια σε κόκκινο, άσπρο και μαύρο με φούντες στην άκρη. Η καθημερινή έχει οριζόντιες γραμμές.

Η ρεσάτσικα είναι ο μαύρος επενδύτης για το χειμώνα, από μαλλί. Με πλούσια σχέδια εσωτερικά και εξωτερικά. Τα κάλτσι είναι μάλλινες πλεχτές κάλτσες έως το γόνατο, χωρίς πέλμα και τις φορούν ξιπόλητες. Οι γιορτινές είναι πολύχρωμες, ενώ οι καθημερινές μαύρες. Τα τσουράπια είναι οι γιορτινές και νυφικές κάλτσες με πέλμα, από μαλλί με πολύχρωμα κεντήματα. Τα πίντζι ή οι πίγκες ήταν τα γουρουνοτσάρουχα τα οποία κατασκευάζονταν από χοιρινό ή βοδινό δέρμα και τα φορούσαν μόνο κατά τις γιορτές.[1]

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γυνάικες έκαναν τα μαλλιά τους μια πλεξούδα και ο κεφαλόδεσμος έπαιρνε τη μορφή κράνους, ονομάζοντάς τον περικεφαλαία. Από το 1930 για νυφικό κεφαλόδεσμο είχαν το κόκκινο φέσι, τη πλεντέτζα, το ντουλμπέν και το νάπλιτσι. Αργότερα φορούσαν μόνο το ντουλμπέν και τις καθημερινές τη σκέπα. Δυστυχώς τα κοσμήματα του κεφαλόδεσμου δεν έχουν διασωθεί. Το κόκκινο φέσι, είχε σχήμα κώνου και φοριόταν με κλίση προς τα πίσω, στερεωμένο με κορδόνι δεμένο στο λαιμό. Η πλέντετζα είναι το υποσαγώνιο που συγκρατεί το φέσι, στολισμένη με πούλιες. Το ντουλπέν είναι άσπρο βαμβακερό μαντήλι με φούντες. Το νάπλιτσι είναι πλεχτό διακοσμητικό από χάντρες, μοιάζει με φούντα και το δένουν στην κοτσίδα. Η σκέπα είναι ένα ολόασπρο χωρίς κεντήματα μαντήλι που δένει στο κεφάλι όπως το ντουλμπέν.

Τα κοσμήματα της νύφης ήταν το κιοστέκι, αλυσίδες στο στήθος με φλουριά που στερεώνονται στο σαγιάκι. Η κόλαν είναι η ασημένια ζώνη πάνω από την υφαντή που δένει με τα πάφτη. Αυτά είναι θηλυκωτάρια με πετράδια. Τα σιντίρια είναι αυτά που ολοκληρώνουν τη φορεσιά. Πρόκειται για αλυσίδες με νομίσματα που στερεώνονται στην ποδιά και τη στολίζουν.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αγγελικής Χατζημιχάλη, Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, Μουσείο Μπενάκη - Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1978, τ. 1, σελ. 277.
  2. Αγγελικής Χατζημιχάλη,1978, τ. 1, σελ. 278.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]