Φομόριαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην ιρλανδική μυθολογία, οι Φομόριαν (ιρλ. Fomóiri ή Fomóraig) ήταν μια φυλή ημίθεων γιγάντων, που κατοικούσαν στην Ιρλανδία κατά την αρχαιότητα. Πολλοί πιστεύουν ότι αντιπροσωπεύουν τους θεούς του χάους και της άγριας φύσης, σε αντίθεση με τους Τουάθα ντε Ντανάν, που αποτελούν τους θεούς του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο θρύλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παρθόλον κι οι ακόλουθοί του θεωρούνται οι πρώτοι που εισέβαλαν στην Ιρλανδία μετά τον κατακλυσμό, αλλά οι Φομόριαν βρίσκονταν ήδη εκεί. Υπάρχει μια παράδοση που λέει ότι οι Φομόριαν, οδηγούμενοι από τον Cíocal, είχαν φτάσει διακόσια χρόνια νωρίτερα στην περιοχή και ζούσαν κυρίως από το κυνήγι και την αλιεία, πριν τον Παρθόλον, που έφερε το άροτρο και την κτηνοτροφία. Μπορεί κάτι τέτοιο να αποτελεί μνήμη από πολύ παλαιότερα χρόνια, όταν οι κυνηγοί της Μεσολιθικής εποχής παραχωρούσαν τη θέση τους στους αγρότες της νεολιθικής περιόδου. Ο Παρθόλον νίκησε τον Cíocal στη μάχη της Mag Ithe, αλλά ο λαός του αργότερα πέθανε από πανούκλα.

Αργότερα έφτασε ο Νέμεντ κι οι ακόλουθοί του, που σκότωσαν τους παλαιούς αρχηγούς των Φομόριαν. Ωστόσο, δυο νέοι αρχηγοί ξεπήδησαν: ο Κόναντ, γιος του Φάμπαρ, που ζούσε στη Νήσο Τόρι, στην κομητεία του Ντόνεγκαλ, κι ο Μορκ. Μετά το θάνατο του Νέμεντ, ο Κόναντ κι ο Μορκ υποδούλωσαν το λαό του, αλλά ο γιος του, Fergus Lethderg, μάζεψε στρατό 60.000 ανθρώπων και τους επιτέθηκε. Ακολούθησε μεγάλη σφαγή και από τις δυο πλευρές. Η θάλασσα φούσκωσε και μεγάλα κύματα έπνιξαν τους περισσότερους από τους διασωθέντες. Από το λαό του Νέμεντ σώθηκαν μονάχα τριάντα άνθρωποι, που ξέφυγαν μέσα σε ένα πλοίο και διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη του κόσμου.

Φομόριαν και Τουάθα ντε Ντανάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Πρώτη Μάχη της Μόι Τούραχ, όπου ο βασιλιάς Νουάντου έχασε το χέρι του, βασιλιάς των Τουάθα ντε Ντανάν και της Ιρλανδίας ανακηρύχτηκε ο Μπρες, που ήταν γιος της Ερίου των Τουάθα ντε Ντανάν και του Έλαθαν των Φομόριαν. Ο Μπρες όμως αποδείχτηκε τύραννος, αφού ανάγκασε τους Τουάθα ντε Ντανάν να δουλεύουν σαν σκλάβοι για τους Φομόριαν. Έχασε την εξουσία του κι αναπληρώθηκε από τον Νουάντα, όταν σατιρίστηκε για την παραμέληση των βασιλικών καθηκόντων του σχετικά με τη φιλοξενία.

Ο Μπρες έτρεξε στον πατέρα του Έλαθαν για βοήθεια, αλλά εκείνος αρνήθηκε, οπότε στράφηκε στον πολεμοχαρή Μπάλορ, που ζούσε στη Νήσο Τόρι, και έφτιαξε στρατό. Ωστόσο, και οι Τουάθα ντε Ντανάν ετοιμάζονται για πόλεμο με επικεφαλής τον Λουγ, γιος του Κίαν των Τουάθα ντε Ντανάν και της Έθνι, κόρης του Μπάλορ των Φομόριαν. Στη Δεύτερη Μάχη της Μόι Τούραχ, ο βασιλιάς Νουάντα σκοτώνεται από τον Μπάλορ, αλλά ο ίδιος βρίσκει το θάνατο από τον εγγονό του, Λουγ.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία "Φομόριαν" πιστεύεται ότι προέρχεται από τη φράση "fo muire" (ιρλ. faoi muire), "κάτω απ' τη θάλασσα". Το γεγονός αυτό, συν τη συσχέτιση των Φομόριαν με κρυστάλλινους πύργους στα δυτικά του ωκεανού, δείχνει ότι μπορεί να συνδέονται με παγόβουνα. Ωστόσο, η ρίζα "mór" μπορεί να έχει την ερμηνεία "τρόμος", όπως υπάρχει ακόμα στην αγγλική λέξη για τον εφιάλτη (αγγλ. nightmare).