Φιλμ νουάρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Φιλμ Νουάρ)
Γνωστοί αστέρες των φιλμ νουάρ: (αριστερά-δεξιά) Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ρίτα Χέιγουορθ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Τζιν Τίρνεϊ, Άλαν Λαντ, Ρίτσαρντ Κόντε, Στέρλινγκ Χέιντεν, Λάνα Τάρνερ και Μπάρμπαρα Στάνγουικ.
Σκηνή από την ταινία Αριστοκράτες του Εγκλήματος, του 1955

Το φιλμ νουάρ (γαλλικά: Film noire‎‎) είναι κινηματογραφικός όρος που χρησιμοποιείται κυρίως για να ορίσει ένα συγκεκριμένο στυλ σε αστυνομικές ταινίες του Χόλιγουντ που δίνουν έμφαση στον κυνισμό των χαρακτήρων και τα συναισθηματικά ή ερωτικά τους κίνητρα.[1][2] Η κλασική περίοδος του φιλμ νουάρ στις ΗΠΑ εκτείνεται από τις αρχές της δεκαετίας του '40 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '50. Οι ταινίες αυτής της εποχής χαρακτηρίζονται από χαμηλό φωτισμό και έντονες ασπρόμαυρες αντιθέσεις, επιρροές από το γερμανικό εξπρεσιονισμό. Επίσης, πληθώρα ιστοριών και συμπεριφορών χαρακτήρων προέρχονται από το χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος στις ΗΠΑ, κατά την περίοδο της Οικονομικής Ύφεσης.

Ο όρος "film noir" (στα ελληνικά: "μαύρη ταινία") αποδόθηκε για πρώτη φορά σε ταινίες του Χόλιγουντ από τον Γάλλο κριτικό Νίνο Φρανκ το 1946, αλλά ήταν άγνωστος στους περισσότερους επαγγελματίες της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας της "κλασικής εποχής" του είδους.[3] Ιστορικοί και κριτικοί του κινηματογράφου καθόρισαν τον όρο εκ των υστέρων. Προτού διαδοθεί ευρέως ο όρος τη δεκαετία του '70, πολλά κλασικά φιλμ νουάρ αναφέρονταν ως μελοδράματα.[4] Από τη δεκαετία του '60 και μετά, βγήκαν πολλές ταινίες που είχαν κοινά στοιχεία με τα φιλμ νουάρ της κλασικής περιόδου, τα οποία χρησιμοποιούσαν με αυτοαναφορικό τρόπο. Τέτοιες μεταγενέστερες ταινίες χαρακτηρίζονται συχνά ως νεο-νουάρ, ενώ υπάρχουν και παρωδίες εμπνευσμένες από το είδος ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '40.

Μεταξύ των ειδικών, υφίσταται το ερώτημα αν το φιλμ νουάρ αποτελεί ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, ή όχι.

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τι ορίζει το φιλμ νουάρ και σε ποια κατηγορία ανήκει προκαλεί ακόμα έριδες και συζητήσεις.[5] "Θα ήταν υπεραπλούστευση αν αποκαλούσαμε το φιλμ νουάρ ονειρικό, παράξενο, ερωτικό, αμφίσημο και σκληρό": το σύνολο των ιδιοτήτων αυτών, το οποίο αποτελεί την πρώτη από μια σειρά προσπαθειών να βρεθεί ένας ορισμός για το φιλμ νουάρ, προέρχεται από τους Γάλλους κριτικούς Ραϊμόν Μπορντ και Ετιέν Σομετόν και το βιβλίο τους Πανόραμα του αμερικανικού φιλμ νουάρ 1941–1953 (1955),[6] τονίζουν ότι δεν ενσωματώνουν όλα τα φιλμ νουάρ και τις 5 αυτές ιδιότητες στον ίδιο βαθμό.

Αν και το φιλμ νουάρ συχνά ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο σκηνοθετικό στυλ εκτός των συμβατικών χολιγουντιανών πλαισίων, το οποίο δίνει έμφαση στο χαμηλό φωτισμό και στις άνισες συνθέσεις,[7] οι ταινίες που χαρακτηρίζονται με αυτό τον όρο παρουσιάζουν μια ποικιλία σκηνοθετικών στυλ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ταιριάζουν απόλυτα με το κλασικό χολιγουντιανό ρεύμα (mainstream).[8] Επίσης, παρουσιάζουν και ποικιλία στο είδος τους: αστυνομικές ταινίες, δικαστικά δράματα, ρομαντικά ειδύλλια, κοινωνικά δράματα.

Αν και το φιλμ νουάρ συχνά συνδέεται με αστικό σκηνικό, πολλές κλασικές ταινίες λαμβάνουν χώρα σε μικρές πόλεις, προάστια, αγροτικές περιοχές ή ακόμα και στο δρόμο. Συνεπώς, το σκηνικό δεν μπορεί να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του είδους, όπως στο γουέστερν. Παρομοίως, αν και ο ιδιωτικός ντετέκτιβ και η φαμ φατάλ αποτελούν χαρακτηριστικούς τύπους του είδους, δεν εμφανίζονται συχνά στην πλειοψηφία των ταινιών του είδους. Συνεπώς, ούτε οι χαρακτήρες αποτελούν καθοριστικό παράγοντα του είδους, όπως στις αστυνομικές ταινίες. Τέλος, το φιλμ νουάρ δεν βασίζεται ούτε σε προφανή τεράστια υπερφυσικά στοιχεία όπως οι ταινίες τρόμου, ούτε στα υποθετικά άλματα των ταινιών επιστημονικής φαντασίας ούτε στις μουσικές χορογραφίες του μιούζικαλ.[9]

Γι’ αυτό το λόγο, ορισμένοι ειδικοί, όπως ο ιστορικός ταινιών Τόμας Σατζ αντιμετωπίζει τα φιλμ νουάρ όχι ως ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, αλλά ως στυλ,[10] ενώ ο Άλεν Σίλβερ, Αμερικανός κριτικός, αναφέρεται σε αυτό ως "κύκλο"[11] και "φαινόμενο",[12] αν και προβάλλει το επιχείρημα ότι διαθέτει, όπως και άλλα είδη, ένα συγκεκριμένο σύνολο οπτικών και θεματικών συμβόλων.[13]

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτηριστικά των φιλμ νουάρ αποτελούν οι κυνικοί ήρωες, οι έντονοι φωτισμοί, οι συχνές αναδρομές στο παρελθόν (flashbacks), οι ίντριγκες και κάποια υπόγεια δείγματα υπαρξιστικής φιλοσοφίας.[14]

Οπτικό στυλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνή από την ταινία Η Λεωφόρος της Δύσης, του 1950

Ο χαμηλός φωτισμός πολλών κλασικών φιλμ νουάρ σχετίζεται με τις έντονες αντιθέσεις και την ποικιλία δραματικών φωτοσκιάσεων, ενός στυλ γνωστού ως κιαροσκούρο, όρος δανεισμένος από τη ζωγραφική της Αναγέννησης. Οι σκιές περσίδων ή καγκελωτής κουπαστής σκάλας που πέφτουν πάνω σε έναν ηθοποιό, έναν τοίχο ή ένα ολόκληρο σκηνικό είναι ένα κλασικό σκηνογραφικό κάδρο στο φιλμ νουάρ και είχε γίνει ήδη κλισέ πριν από την περίοδο του νεο-νουάρ. Τα πρόσωπα των χαρακτήρων μπορεί να κρύβονται εν μέρει ή ολόκληρα στο σκοτάδι, ενώ η ασπρόμαυρη κινηματογραφική λήψη θεωρείται σχεδόν απαραίτητη για μια ταινία του είδους, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται και εξαιρέσεις (π.χ. Party Girl, Δεσμώτης του Ιλίγγου κ.ά.) Άλλα οπτικά μέσα που χρησιμοποιούνται συχνά είναι οι λήψεις ανθρώπων που καθρεφτίζονται σε έναν ή περισσότερους καθρέφτες, πλάνα μέσα από κυρτό ή παγωμένο γυαλί, παραμόρφωση εικόνας, απροσδόκητες γωνίες λήψης, λοξά κάδρα κλπ. Από την άλλη πλευρά, η υποβλητική μουσική παίζει πρωτεύοντα ρόλο, όπως και οι ήχοι στο νουάρ: ψυχρές φωνές στα τηλέφωνα, φρένα αυτοκινήτων στους δρόμους, ο ήχος γυναικείων τακουνιών στο δρόμο ή το πεζοδρόμιο, πόρτες που τρίζουν, πυροβολισμοί κ.ά.[15]

Δομή και αφηγηματικά μέσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φιλμ νουάρ τείνουν να έχουν ασυνήθιστα περίπλοκα σενάρια, συχνά περιλαμβάνοντας φλάσμπακ και άλλες τεχνικές μοντάζ που διακόπτουν και συχνά επισκοτίζουν την αφηγηματική αλληλουχία. Χαρακτηριστικό στοιχείο ενός νουάρ αποτελεί επίσης η αφήγηση off. Αν και στην κλασική περίοδο, το νουάρ σχετίζεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, συνήθως από τον πρωταγωνιστή, ο Στίβεν Νηλ σημειώνει ότι η τριτοπρόσωπη αφήγηση απαντάται συχνότερα σε φιλμ νουάρ ημι-ντοκιμαντερίστικου στυλ.[16] Κατά την κλασική περίοδο, για παράδειγμα, στην ταινία Η κυρία της λίμνης (1947), η λήψη γίνεται ολοκληρωτικά από την οπτική γωνία του ήρωα Φίλιπ Μάρλοου: το πρόσωπο του πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη Ρόμπερτ Μοντγκόμερι φαίνεται μονάχα μέσα από καθρέφτες.

Σενάριο, χαρακτήρες και σκηνικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια θέματα του είδους είναι η ζήλια, ο φόνος, η προδοσία, ο φαταλισμός, η απιστία.

Το έγκλημα, κυρίως κάποια δολοφονία, είναι στοιχείο σχεδόν όλων των φιλμ νουάρ, με κύριο κίνητρο εκτός από την απληστία τη ζήλια. Η βασική πλοκή συνήθως περιλαμβάνει κάποια έρευνα για την εξιχνίαση του εγκλήματος από έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, έναν αστυνομικό, που συνήθως δρα μόνος του, ή από κάποιον ερασιτέχνη με μεγάλο ενδιαφέρον. Κοινά στοιχεία πολλών σεναρίων είναι το ότι οι πρωταγωνιστές εμπλέκονται σε ληστείες ή τεχνάσματα εξαπάτησης ή σε δολοφονικές συνωμοσίες με στοιχεία την απιστία και τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ ηρώων. Λανθασμένες υποψίες και κατηγορίες είναι επίσης συχνά στοιχεία της πλοκής, όπως και η προδοσία.

Οι ταινίες νουάρ τείνουν να αναπτύσσονται γύρω από ήρωες με περισσότερα ελαττώματα και ηθικά διλήμματα από το μέσο όρο, συχνά ξεπεσμένους χαρακτήρες ή απόκληρους.[17] Το κάπνισμα αποτελεί ευρεία συνήθεια. Αρχετυπικοί χαρακτήρες αποτελούν οι:

  • σκληροτράχηλοι ντετέκτιβ
  • φαμ φατάλ
  • διεφθαρμένοι αστυνομικοί
  • ζηλόφθονες σύζυγοι
  • πράκτορες ασφαλιστικών εταιριών κ.ά.

Οι ταινίες του είδους συνδέονται με κάποιο αστικό σκηνικό και συγκεκριμένα ορισμένες πόλεις, συνήθως το Λος Άντζελες, το Σαν Φρανσίσκο, η Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Κέντρα δράσης αποτελούν μπαρ, νυχτερινά μαγαζιά και λέσχες τυχερών παιχνιδιών. Η κορύφωση πολλών ταινιών λαμβάνει χώρα σε βιομηχανικό σκηνικό π.χ. διυλιστήρια, εργοστάσια, αμαξοστάσια τρένου, μονάδες παραγωγής ενέργειας κ.ά. Στην φαντασία τόσο του κοινού όσο και των κριτικών συχνά, στα φιλμ νουάρ είναι πάντα νύχτα και πάντοτε βρέχει.[18] Στον αντίποδα βρίσκεται μια μεταγενέστερη τάση κυρίως στη νεο-νουάρ εποχή, όπου οι ιστορίες παράνοιας, απάτης, αποπλάνησης και διαφθοράς λαμβάνουν χώρα υπό το φως του ήλιου, συχνά και σε ερημικά τοπία.

Κοσμοθεωρία και ηθική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φιλμ νουάρ συχνά περιγράφεται ως απαισιόδοξο. Οι πιο χαρακτηριστικές ιστορίες περιγράφουν ανθρώπους σε καταστάσεις που μπλέκονται άθελά τους και χωρίς να τις έχουν προκαλέσει οι ίδιοι, παλεύοντας ενάντια στη μοίρα τους, καθώς φαίνονται συχνά "καταδικασμένοι". Οι ταινίες απεικονίζουν έναν κόσμο που είναι εγγενώς διεφθαρμένος και αυτές της κλασικής περιόδου σχετίζονται από πολλούς κριτικούς με το αμερικανικό κοινωνικό τοπίο της εποχής, δηλαδή την έντονη ανησυχία και αποξένωση που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Συχνά το φιλμ νουάρ χαρακτηρίζεται ως "ηθικά ασταθές".[19], αν και ο Κινηματογραφικός Κώδικας Χέιζ υποχρέωνε όλες τις ταινίες της κλασικής περιόδου να δείχνουν ότι η αρετή πάντοτε στο τέλος επιβραβεύεται και η φαυλότητα τιμωρείται αυστηρά, εφόσον δεν συνοδεύεται από όνειδος και λύτρωση. Πολλά μεταγενέστερα νουάρ ξεφεύγουν από αυτό τον κανόνα, με το "κακό να θριαμβεύει" π.χ. στην ταινία Chinatown (1974). Εξάλλου, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι ευφυείς ατάκες των ταινιών, όπως στο Πάθος και Αίμα (1946) και στην Κυρία από τη Σαγκάη (1947), συχνά εμποτισμένες με μικρά σεξουαλικά υπονοούμενα και αυτοαναφορικό χιούμορ.[20]

Φόντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κινηματογραφικές επιρροές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρίτα Χέιγουορθ στην ταινία Τζίλντα, του 1946.

Η αισθητική των ταινιών νουάρ έχει επηρεαστεί βαθύτατα από το γερμανικό εξπρεσιονισμό, καλλιτεχνικό κίνημα των δεκαετιών του ‘10 και του '20 που επηρέασε το θέατρο, τη φωτογραφία, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο. Από την ακμάζουσα κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ και αργότερα υπό την απειλή της ολοένα και επεκτεινόμενης κυριαρχίας των Ναζί δόθηκε η ευκαιρία μετανάστευσης σε πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες του κινηματογράφου που εργάζονταν στη Γερμανία και είτε σχετίζονταν άμεσα με το κίνημα του εξπρεσιονισμού ή υπήρξαν μαθητές παλαιότερων εκπροσώπων του κινήματος.[21] Σκηνοθέτες όπως ο Φριτς Λανγκ, ο Ρόμπερτ Σιόντμακ και ο Μάικλ Κερτίζ έφεραν μαζί τους ένα στυλ με δραματικούς φωτισμούς και μια ψυχολογικά εκφραστική προσέγγιση στο σκηνοθετικό "κάδρο". Για παράδειγμα, η ταινία του Φριτς Λανγκ Ο Δράκος του Ντίσελντορφ (1931),[22] δυο χρόνια πριν από τη φυγή του από τη Γερμανία, είναι ανάμεσα στις πρώτες μεγάλες αστυνομικές ταινίες του ομιλούντος κινηματογράφου με ένα χαρακτηριστικό στυλ σκηνοθεσίας και σενάριο που θυμίζει νουάρ, όπου ο πρωταγωνιστής είναι ένας εγκληματίας.[23] Ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του Λανγκ, η οποία εισήγαγε το θέμα της εγκληματικής παθολογίας.[24]

Το 1931, ο Κερτίζ βρισκόταν στο Χόλιγουντ ήδη μια δεκαετία και παρήγε περίπου 6 ταινίες το χρόνο. Ανάμεσα στις πρώτες ομιλούσες ταινίες του Χόλιγουντ αδιαμφισβήτητα "νουάρ" είναι οι ταινίες του 20.000 χρόνια στο Σινγκ Σινγκ (1932) και Ιδιωτικός Ντετέκτιβ 62 (1933). Εξίσου με το σενάριο και την ατμόσφαιρα πλησιάζει το είδος και η ταινία τρόμου Ο Αόρατος Άνθρωπος (1933), σε σκηνοθεσία του Άγγλου Τζέιμς Γουέιλ και φωτογραφία του Αμερικανού Άρθουρ Έντισον, ο οποίος έπειτα συμμετείχε στην παραγωγή της ταινίας Το Γεράκι της Μάλτας (1941), που θεωρείται ευρέως μια από τις μεγαλύτερες ταινίες νουάρ της κλασικής εποχής τους.[25] Μάλιστα το 1989 θεωρήθηκε αμερικανικός κινηματογραφικός θησαυρός και επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου να διατηρηθεί ως ταινία μεγάλης «ιστορικής, πολιτιστικής και αισθητικής» αξίας.[26]

Την ίδια περίοδο, σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ ήταν και ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, γεννημένος στη Βιέννη αλλά έχοντας μεγαλώσει στις ΗΠΑ. Ταινίες του όπως το Σαγκάη Εξπρές (1932) και Ο Διάβολος είναι γυναίκα (1935) με τον ερωτισμό και τη μπαρόκ αισθητική τους οπτική αντικατοπτρίζουν ιδιαίτερα τα βασικά στοιχεία του φιλμ νουάρ. Η εμπορική επιτυχία της ταινίας του Τζόζεφ φον Στέρνμπεργκ, Οι νύχτες του Σικάγου (1927), έφερε την τάση στο Χόλιγουντ για γκανγκστερικές ταινίες.[27]

Μια επίσης σημαντική παράλληλη του φιλμ νουάρ πορεία, η οποία πιθανότατα το επηρέασε σαν είδος, ήταν ο γαλλικός ποιητικός ρεαλισμός της δεκαετίας του ‘30, με το ρομαντικό μοιρολατρικό του ύφος και τους "καταδικασμένους" του ήρωες.[28] Ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες που δεν αυτοχαρακτηρίζονταν φιλμ νουάρ, ίσως καμιά να μην είχε μεγαλύτερη επίδραση στην ανάπτυξη του είδους από τον αμερικάνικο Πολίτη Κέιν (1941) του Όρσον Ουέλς. Η οπτική του περιπλοκή και το σύνθετο σενάριο, καθώς και η φωνή της αφήγησης από την αρχή ως το τέλος της ταινίας είχαν απήχηση σε δεκάδες κλασικά φιλμ νουάρ.[29]

Το είδος επηρέασε επίσης και ο ιταλικός νεορεαλισμός της δεκαετίας του ‘40 με το ντοκιμαντερίστικο ύφος του που απέπνεε αυθεντικότητα. Το Χαμένο Σαββατοκύριακο (1945) του Μπίλι Γουάιλντερ αφηγείται την ιστορία ενός αλκοολικού με ύφος παρεμφατικό του νεορεαλισμού.[30] Ο Ζυλ Ντασέν στη Γυμνή Πόλη (1948) απέδωσε στους νεορεαλιστές την έμπνευσή του για τη φωτογραφία της ταινίας με μη-επαγγελματίες του είδους. Αυτή η ημι-ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση χαρακτήρισε σημαντικό αριθμό ταινιών στα τέλη του ‘40 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘50.

Λογοτεχνικές επιρροές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια λογοτεχνική επιρροή στο φιλμ νουάρ ήταν η σχολή του αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος του αποκαλούμενου Hardboiled με ηγέτη στην πρώτη της περίοδο τον συγγραφέα Ντάσιελ Χάμετ και έπειτα τον Τζέιμς Κέιν, του οποίου το μυθιστόρημα Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές εμφανίστηκε το 1934, καθώς και τα λεγόμενα "πολτοπεριοδικά" (pulp magazines).[31] Οι κλασικές ταινίες Το Γεράκι της Μάλτας και Το γυάλινο κλειδί (1942) βασίστηκαν σε μυθιστορήματα του Χάμετ, ενώ μυθιστορήματα του Κέιν αποτέλεσαν βάση για τις ταινίες Κολασμένη Αγάπη (1944), Θύελλα σε μητρική καρδιά (1945), Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές (1946) και Slightly Scarlet (1956). Μια δεκαετία νωρίτερα από την "κλασική περίοδο", ένα έργο του Χάμετ αποτέλεσε πηγή για το γκανγκστερικό μελόδραμα City Streets (1931), σε σκηνοθεσία Ρούμπεν Μαμούλιαν και φωτογραφία Λι Γκαρμς, ο οποίος συνεργαζόταν στενά με τον Στέρνμπεργκ. Με μια μίξη ύφους και σεναρίου με πολλά χαρακτηριστικά νουάρ, βγήκε στις αίθουσες ένα μήνα πριν το Μ, Ο Δράκος του Ντίσελντορφ (1931) του Λανγκ και θεωρείται η πρώτη μεγάλη επιτυχία του είδους.[32]

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ σύντομα έγινε ο γνωστότερος εκπρόσωπος της αμερικάνικης σχολής, με πρώτο του έργο τον μεγάλο ύπνο (1939). Τα μυθιστορήματά του έγιναν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, ενώ είχε επιτυχία και σαν σεναριογράφος ταινιών. Ο Τσάντλερ, όπως και ο Χάμετ, επικεντρωνόταν περισσότερο στο χαρακτήρα του ντετέκτιβ στις ιστορίες του, ενώ ο Κέιν δημιουργούσε λιγότερο ηρωικούς πρωταγωνιστές και εστίαζε στην ψυχολογική ανάλυσή τους παρά στην εξιχνίαση του εγκλήματος.[33] Για τη μεγαλύτερη περίοδο της δεκαετίας του ‘40, ένας από τους πιο παραγωγικούς και επιτυχημένους συγγραφείς του είδους ήταν ο Κόρνελ Γούλριτς: κανενός το έργο δεν αποτέλεσε τη βάση για περισσότερα φιλμ νουάρ της κλασικής περιόδου, καθώς στην περίπτωσή του φτάνουν τα 13 (π.χ. Μαύρος Άγγελος (1946), Deadline at Dawn (1946) και Άγχος μέσα στη νύχτα (1947).[34]

Άλλη μια σημαντική λογοτεχνική πηγή για το φιλμ νουάρ υπήρξε ο Γουίλιαμ Μπέρνετ, ο οποίος έγραψε το 1929 το πρώτο του μυθιστόρημα, το Μικρός Καίσαρας, που έγινε επιτυχία το 1931 από τη Warner Bros.. Την επόμενη χρονιά, ο Μπέρνετ προσελήφθη για τη συγγραφή των διαλόγων του Σημαδεμένου, ενώ η ταινία Beast of the City προήλθε από διασκευή ενός από τα βιβλία του και χαρακτηρίζεται ως νουάρ, παρά την πρώιμη εποχή της.[35]

Κλασική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δεκαετίες του ‘40 και του ‘50 γενικότερα θεωρούνται ως η "κλασική περίοδος" του αμερικανικού φιλμ νουάρ. Πλέον, αναφέρεται συχνότερα ως το πρώτο πραγματικό φιλμ-νουάρ η ταινία Ο Ξένος του Τρίτου Ορόφου (1940) του σκηνοθέτη Μπόρις Ίνγκστερ,[36] αν και αρχικά δεν είχε αναγνωριστεί ως το ξεκίνημα μιας νέας τάσης, πόσο μάλλον ενός νέου κινηματογραφικού είδους.[36]

«Όποιος πήγαινε στον κινηματογράφο τακτικά κατά τη διάρκεια του 1946 πιάστηκε στη μέση της βαθιάς μεταπολεμικής αγάπης του Χόλιγουντ για το νοσηρό δράμα. Από τον Ιανουάριο έως τον Δεκέμβριο βαθιές σκιές, εκρηκτικά όπλα, σαδιστές κακοί και ηρωίδες που βασανίζονται από βαθιά ριζωμένες ασθένειες του μυαλού έλαμψαν στην οθόνη σε μια διαφορετική εμφάνιση ψυχονεύρωσης, ανεξήγητου σεξ και δολοφονιών».

Ντόναλντ Μάρσμαν, Life (25 Αυγούστου 1947) [37]

Το Αμάρτημα του Παρελθόντος (1947) του Ζακ Τουρνέρ περιλαμβάνει πολλά στοιχεία νουάρ: πρωταγωνιστή έναν κυνικό ιδιωτικό ντετέκτιβ, τη φαμ φατάλ, πολλά φλάσμπακ με αφήγηση, "σκοτεινή" φωτογραφία και μια μοιρολατρική οπτική. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Ρόμπερτ Μίτσαμ και Τζέιν Γκριρ.

Τα περισσότερα φιλμ νουάρ της κλασικής περιόδου ήταν χαμηλού κόστους ταινίες χωρίς διάσημους ιδιαίτερα πρωταγωνιστές. Σε αυτό το πλαίσιο, καθώς συγγραφείς, σκηνοθέτες, φωτογράφοι κ.ά. δεν περιορίζονταν από συμβατικά στοιχεία που "θα έπρεπε να έχει" κάθε ταινία μεγάλης χολιγουντιανής παραγωγής, ήταν ελεύθεροι σε πειραματισμούς: για παράδειγμα, δυο διαφορετικές τάσεις που προέκυψαν ήταν αρχικά το εξπρεσιονιστικό στυλ και στη συνέχεια το ημι-ντοκιμαντερίστικο. Η αφήγηση με τα περίπλοκα φλάσμπακ δεν ήταν συχνή σε άλλες εμπορικές παραγωγές που δεν ανήκαν στο "είδος". Από άποψη περιεχομένου, η επιβολή του περίφημου Κώδικα Χέιζ στις κινηματογραφικές ταινίες διασφάλιζε το ότι δε θα έπρεπε στις ταινίες ένα έγκλημα να μένει ατιμώρητο, καθώς και να διαπράττεται μοιχεία. Εντός των ορίων αυτών, πολλές ταινίες που χαρακτηρίζονται πλέον ως νουάρ διέθεταν στοιχεία αρκετά ριψοκίνδυνα για την εποχή.

Από άποψη θεματολογίας, τα φιλμ νουάρ ξεχώριζαν για τη συχνότητα που επικεντρώνονταν σε γυναίκες αμφιβόλου ηθικής. Την τάση αυτή σηματοδότησε η ταινία Κολασμένη Αγάπη σε σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ, με την εξέχουσα ερμηνεία της Μπάρμπαρα Στάνγουικ ως η φαμ φατάλ Φύλλις Ντίτριχσον, σαφής νύξη για τη Μάρλεν Ντίτριχ, που έχτισε την πλούσια καριέρα της ερμηνεύοντας παρόμοιους ρόλους. Η εμπορική επιτυχία της ταινίας και οι 7 υποψηφιότητες για Βραβεία Όσκαρ την κατέστησαν ιδιαίτερα σημαίνουσα για τα πρώτα φιλμ νουάρ.[38] Ακολούθησε σειρά ταινιών με πρωταγωνίστριες "κακά κορίτσια", όπως η Ρίτα Χέιγουορθ στην Τζίλντα (1946), η Λάνα Τάρνερ στον Ταχυδρόμο Που Χτυπάει Πάντα Δύο Φορές (1946), η Άβα Γκάρντνερ στους Δολοφόνους (1946) και η Τζέιν Γκριρ στo Αμάρτημα του Παρελθόντος (1947). Το κινηματογραφικό έτερον ήμισύ της είναι ο ιδιωτικός ντέτεκτιβ, που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από ταινίες όπως Το Γεράκι της Μάλτας (1941), με το Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ως Σαμ Σπέιντ, το Λάουρα (1944) με τον Ντέινα Άντριους ως Μαρκ ΜακΦέρσον και το Ραντεβού με τον Θάνατο (1944), με τον Ντικ Πάουελ ως Φίλιπ Μάρλοου.

Η κυριαρχία του ντετέκτιβ ως πρωταγωνιστικού ρόλου μειώθηκε στα φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ‘50, περίοδος η οποία επικεντρώνεται περισσότερο στις ακραίες ψυχολογίες των χαρακτήρων.[39] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Φίλησε με θανάσιμα, (1955) το οποίο είναι βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Μίκι Σπίλαν και εδώ ο πρωταγωνιστής είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Μάικ Χάμερ. Όπως περιγράφεται από τον Πωλ Σράντερ, «η πειραματική σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Όλντρις μεταφέρει το νουάρ στο πιο βαρετό και πιο διεστραμμένο ερωτικό της περιεχόμενο. Ο Χάμερ ανατρέπει τον υπόκοσμο αναζητώντας το «σπουδαίο πράγμα» [το οποίο] αποδεικνύεται - ως αστείο- μια εκρηκτική ατομική βόμβα».[40] Ο Ο Άρχων του Τρόμου (1958) σε στυλ μπαρόκ του Όρσον Γουέλς αναφέρεται συχνά ως το τελευταίο νουάρ της κλασικής περιόδου.[41]

Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν πως το φιλμ νουάρ ποτέ δεν σταμάτησε να υπάρχει, αλλά συνέχισε να εξελίσσεται ακόμα κι όταν το χαρακτηριστικό του οπτικό ύφος άρχισε να φαίνεται ξεπερασμένο και οι μεταβαλλόμενες συνθήκες παραγωγής οδήγησαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις τη βιομηχανία του Χόλιγουντ. Υπό αυτή την οπτική γωνία, οι ταινίες σε ατμόσφαιρα νουάρ μετά τη δεκαετία του ‘50 θεωρούνται συνέχεια των "κλασικών".[42] Πλειοψηφία κριτικών, ωστόσο, δεν θεωρεί τις ταινίες αυτές αυθεντικές νουάρ: το είδος αυτό θεωρείται από αυτή την πλευρά ότι ανήκει σε μια περιορισμένη χρονικά και γεωγραφικά περίοδο και ο,τι επόμενο το χρησιμοποιεί σαν επιρροή και έμπνευση.[43]

Σκηνοθέτες και παραγωγοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνή από το Σε έναν έρημο τόπο (1950), σε σκηνοθεσία Νίκολας Ρέι βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα της συγγραφέα Ντόροθι Χιουζ. Δύο από τους καθοριστικούς ηθοποιούς του νουάρ, η Γκλόρια Γκράχαμ και ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, υποδύονται εραστές που διασταυρώνονται με αστέρες στην ταινία.

Ενώ το πρωτοποριακό νουάρ, Ο Ξένος του Τρίτου Ορόφου, ήταν μια Β movie σκηνοθετημένη από έναν άγνωστο, πολλά από τα φιλμ νουάρ που εξακολουθούν να είναι διαχρονικά ήταν παραγωγές της Α κατηγορίας από γνωστούς κινηματογραφιστές. Κάνοντας το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης με το Γεράκι της Μάλτας (1941), ο Τζον Χιούστον συνέχισε με το Στη βοή της καταιγίδος (1948) και την Ζούγκλα της Ασφάλτου (1950). Οι απόψεις διίστανται για το αν αρκετά θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ ήταν νουάρ εκείνη την εποχή. Ωστόσο τουλάχιστον τέσσερις ταινίες πληρούν τις προϋποθέσεις: Η Σκιά της Αμφιβολίας (1943), Υπόθεση Νοτόριους (1946), Ο Άγνωστος του Εξπρές (1951) και το 13 εγκλήματα ζητούν ένοχο (1956).[44]

Η επιτυχία του Ότο Πρέμινγκερ με τη Λάουρα (1944) βοήθησε σημαντικά στην φήμη του και να αποδειχθεί η προσαρμοστικότητα του νουάρ σε μια εντυπωσιακή ανάδειξη της 20th Century-Fox ως παραγωγού τέτοιων ταινιών. [45] Μεταξύ των πιο διάσημων σκηνοθετών του Χόλυγουντ της εποχής, αναμφισβήτητα κανένας δεν δούλευε πιο συχνά σε νουάρ από τον Πρέμινγκερ. Τα άλλα νουάρ του περιλαμβάνουν το Άγγελοι στον βούρκο (1945), Ο Γκρεμός (1949), Κηλίδες στο πεζοδρόμιο (1950) (όλα για την Fox) και το Δωσ`μου τα χείλη σου (1952). Μισή δεκαετία μετά την Κολασμένη Αγάπη και το Χαμένο Σαβατοκύριακο, ο Μπίλι Γουάλντερ έκανε τη Λεωφόρο της Δύσης (1950) και Το τελευταίο ατού (1951), που δεν ήταν τόσο εγκληματικά δράματα όσο σάτιρες για το Χόλυγουντ και τα μέσα ενημέρωσης.

Το Σε έναν έρημο τόπο (1950) ήταν μια σημαντική επιτυχία του Νίκολας Ρέι. Τα άλλα νουάρ του περιλαμβάνουν το ντεμπούτο του, Ο νόμος της μοίρας (1948) και Επικίνδυνο μονοπάτι (1952), που διακρίνονται για την ασυνήθιστα συμπαθητική αντιμετώπιση των χαρακτήρων που έχουν αποξενωθεί από το κοινωνικό ρεύμα.[46]

Η Ρίτα Χέιγουορθ στο τρέιλερ της Κυρίας από τη Σαγκάη (1947)

Ο Όρσον Γουέλς είχε περιβόητα προβλήματα με τη χρηματοδότηση, αλλά τα τρία φιλμ νουάρ του ήταν καλοπροϋπολογισμένα: Η κυρία από τη Σαγκάη (1947) η οποία έλαβε υποστήριξη κορυφαίου επιπέδου, ενώ Ο Ξένος (1946), η πιο συμβατική του ταινία και Ο άρχων του τρόμου ( 1958), ένα αναμφισβήτητα προσωπικό έργο, χρηματοδοτήθηκαν σε επίπεδα χαμηλότερα αλλά εξακολουθούν να είναι ανάλογα με τις υψηλές κυκλοφορίες.[47] Όπως ο Ξένος, Η γυναίκα της βιτρίνας (1945) του Φριτζ Λανγκ ήταν μια παραγωγή της ανεξάρτητης International Pictures. Η επόμενη ταινία του Λανγκ, η Σκύλα (1945), ήταν ένα από τα λίγα κλασικά νουάρ που λογοκρίθηκαν επίσημα: γεμάτο με ερωτικά υπονοούμενα, απαγορεύτηκε προσωρινά στο Μιλγουόκι, την Ατλάντα και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης.[48] ' Η Σκύλα ήταν μια ημι-ανεξάρτητη παραγωγή, με την υποστήριξη της Universal και της Diana Productions του Λανγκ, της οποίας η συμπρωταγωνίστρια της ταινίας, Τζόαν Μπένετ, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της. Ο Λανγκ, η Μπένετ και ο σύζυγός της, βετεράνος παραγωγός της Universal και επικεφαλής της Diana, Βάλτερ Γουάνγκερ, έκαναν το Μυστικό του 7ου δωματίου (1948) με παρόμοιο τρόπο.[49]

Πριν εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ βρισκόταν στη μαύρη λίστα του Χόλυγουντ, ο Ζυλ Ντασέν έκανε δύο κλασικά νουάρ: τον Δήμιο των κολασμένων (1947) και το επιδραστικό ντοκιμαντέρ Η γυμνή πόλη (1948) που αναπτύχθηκαν από τον παραγωγό Μαρκ Χέλινγκερ ο οποίος είχε συμβόλαιο με τη Universal παρόμοιο με του Γουάνγκερ.[50] Χρόνια νωρίτερα, εργαζόμενος στη Warner Bros., ο Χέλινγκερ είχε παραγάγει τρεις ταινίες για τον Ραούλ Γουόλς, τα πρώιμα νουάρ Η φόνισσα (1940), Manpower (1941) και Ο δραπέτης της Σιέρα (1941), που τώρα θεωρούνται ως σημαντικά έργα στην ανάπτυξη του νουάρ.[51]

Ο Γουόλς δεν είχε καμία σπουδαία φήμη κατά τη διάρκεια του μισού αιώνα του ως σκηνοθέτης, αλλά τα νουάρ του Ο Μεγάλος Αμαρτωλός (1949) και Το συνδικάτο του εγκλήματος (1951) είχαν πρωταγωνιστές διάσημους αστέρες και θεωρούνται σημαντικά παραδείγματα του νουάρ.[52] Άλλοι σκηνοθέτες που συνδέονται με τα κορυφαία νουάρ ταινιών του Χόλυγουντ περιλαμβάνουν τον Έντουαρντ Ντμίτρικ (Ραντεβού με το θάνατο (1944), Διασταυρούμενα πυρά (1947)) - ο πρώτος σημαντικός σκηνοθέτης του νουάρ που έπεσε θύματα της μαύρης λίστας - και επίσης οι Χένρι Χάθαγουεϊ (Το σταυροδρόμι της αμαρτίας (1946), Το φιλί του θανάτου (1947)) και Τζον Φάροου (Το άλλοθι του δολοφόνου (1948), Night Has a Thousand Eyes (1948)).

Οι περισσότερες από τις ταινίες του Χόλυγουντ που θεωρούνται κλασικά νουάρ εμπίπτουν στην κατηγορία της «Β movies».[53] Μερικά ήταν με την πιο ακριβή έννοια, που δημιουργήθηκαν για να προβάλλονται ως δεύτερη επιλογή στις κινηματογραφικές αίθουσες από τα μεγάλα στούντιο ή από ένα από τα μικρότερα, όπως η σχετικά ευκατάστατη Monogram σε πιο τρανταχτές επιχειρήσεις όπως η Producers Releasing Corporation.


Τα φιλμ νουάρ της κλασικής εποχής στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου
1940–49
1950–58

Εκτός Ηνωμένων Πολιτειών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένοι κριτικοί, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, θεωρούν το κλασικό φιλμ νουάρ αποκλειστικότητα των ΗΠΑ, σε αντίθεση με την πλευρά που το αντιμετωπίζει ως παγκόσμιο φαινόμενο:

Μαζί με το γουέστερν, το φιλμ νουάρ ξεχωρίζει ως ένα ιθαγενές αμερικανικό στοιχείο...ένα ξεκάθαρα αμερικάνικο κινηματογραφικό στυλ.[54]

Κατά την κλασική περίοδο, πολλές ταινίες με νουάρ στυλ και θεματολογία δημιουργήθηκαν και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών. Για παράδειγμα, ο σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν λόγω της "μαύρης λίστας" του Χόλιγουντ κατέφυγε στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 και σκηνοθέτησε μια από τις γνωστότερες γαλλικές νουάρ ταινίες, το Ριφιφί (1955). Ο μελετητής Άντριου Σπάισερ υποστηρίζει ότι το βρετανικό φιλμ νουάρ επηρεάστηκε περισσότερο από το γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό παρά από το αμερικανικό εξπρεσιονιστικό ύφος.[55] Η πιο διάσημη κλασική νουάρ βρετανική ταινία είναι Ο τρίτος άνθρωπος (1949) του Κάρολ Ριντ, με φόντο τη μεταπολεμική Βιέννη και ανάμεσα στο καστ δυο Αμερικανούς ηθοποιούς που είχαν εμφανιστεί μαζί στον Πολίτη Κέιν, τον Όρσον Γουέλς και τον Τζόζεφ Κότεν.[56]

Στην Ιταλία, ο Λουκίνο Βισκόντι σκηνοθέτησε την Διαβολικοί εραστές (1943), προσαρμογή της ταινίας Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές, η οποία θεωρείται καθοριστική και για την ανάπτυξη του νεορεαλισμού.[57] Στην Ιαπωνία, ο Ακίρα Κουροσάβα σκηνοθέτησε ταινίες που αναγνωρίζονται ως νουάρ όπως οι: Μεθυσμένος άγγελος (1948), Λυσσασμένος σκύλος (1949), Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα, ως μεταφορά του Άμλετ κ.ά.[58]

Ανάμεσα στα πρώτα νεονουάρ, όρος που χρησιμοποιήθηκε για τις ταινίες που συνειδητά αναφέρονταν στην κλασική παράδοση των παλιών φιλμ, είναι η γαλλική Πυροβολείτε τον Πιανίστα (1960) του Φρανσουά Τριφό. Ταινίες που βγήκαν μετά την κλασική περίοδο σε πολλές χώρες θεωρούνται συνειδητά νεο-νουάρ, όπως για παράδειγμα: Ο Κομφορμίστας (1969, Ιταλία), Ένας Αμερικανός Φίλος, (1977, Γερμανία), Το στοιχείο του εγκλήματος (1984, Δανία) κ.ά. Ο λυσσασμένος σκύλος (1949), σε σκηνοθεσία Ακίρα Κουροσάβα, περιέχει αρκετά στοιχεία φωτογραφίας και αφήγησης σχετικά με το αμερικανικό φιλμ νουάρ.

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ελληνική φιλμογραφία, το 1958 εμφανίζεται Ο άνθρωπος του τρένου του Ντίνου Δημόπουλου, ενώ ίσως η πιο χαρακτηριστική και δημοφιλής ταινία είναι το Έγκλημα στα παρασκήνια, σε σενάριο Γιάννη Μαρή και σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη, με πρωταγωνιστή τον Τίτο Βανδή ως αστυνόμο Μπέκα.

Το 2007 σηματοδότησε μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις ταινίες του είδους νουάρ στον ελληνικό κινηματογράφο, με την προσθήκη σχετικού αφιερώματος στο 48 Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τον τίτλο Σε σκοτεινούς δρόμους. [59] Στο αφιέρωμα αυτό προβλήθηκαν οι ταινίες Ο άνθρωπος του τρένου (1958) του Ντίνου Δημόπουλου, Έγκλημα στα παρασκήνια (1960) του Ντίνου Κατσουρίδη, Εφιάλτης (1961) του Ερρίκου Ανδρέου, Οι αδίστακτοι (1965) του Ντίνου Κατσουρίδη, Ο ζεστός μήνας Αύγουστος (1966) του Σωκράτη Καψάσκη, Ντάμα σπαθί (1966) του Γιώργου Σκαλενάκη, Πανικός (1969) του Σταύρου Τσιώλη, Ληστεία στην Αθήνα (1969) του Βαγγέλη Σερντάρη, Επικίνδυνο παιχνίδι (1982) του Γιώργου Καρυπίδη, Η παρεξήγηση (1983) του Δημήτρη Σταύρακα, Υπόγεια διαδρομή (1983) του Απόστολου Δοξιάδη, Κλειστή στροφή (1991) του Νίκου Γραμματικού, Τα σκυλιά γλύφουν την καρδιά μου (1993) του Νίκου Τριανταφυλλίδη, Στη σκιά του Λέμι Κόσιον (2002) του Νίκου Ζερβού και Πορεία (2004) του Σταύρος Παρχαρίδης. [60]

Δεκαετίες 1960-1970[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και δύσκολα κανείς βρίσκει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε φιλμ νουάρ των πρώτων ετών της δεκαετίας του ‘60 (π.χ. Δυο Γίγαντες Συγκρούονται, 1962) και φιλμ νουάρ των τελών της ίδιας δεκαετίας, νέες τάσεις προέκυψαν στην μετακλασική εποχή: ξεκίνησαν να εμφανίζονται ταινίες που συνειδητά αναγνώριζαν τις κλασικές συμβάσεις του είδους και αναβίωναν, απέρριπταν ή επαναπροσδιόριζαν ιστορικά αρχέτυπα της κλασικής περιόδου. Το είδος αυτό αποκαλείται νεο-νουάρ. Η πιο αναγνωρίσιμη ταινία της περιόδου είναι η Chinatown (1974) του Ρόμαν Πολάνσκι, με φόντο το Λος Άντζελες της δεκαετίας του ‘30, ενώ ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ έφεραν την ατμόσφαιρα του παλιού νουάρ αντιμέτωπου με τη σύγχρονη καθημερινότητα με τον Ταξιτζή (1976), μια οξεία κριτική στην αμερικανική ιστορία. Τα πιο γνωστά φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ‘70 ήταν ουσιαστικά ριμέικ κλασικών ταινιών, ενώ τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης εκείνης της εποχής αναβίωσαν την "σκληροπυρηνική" παράδοση των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Δεκαετίες 1980-1990[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αλλαγή της δεκαετίας ήρθε με την ασπρόμαυρη ταινία του Σκορσέζε Οργισμένο είδωλο, την οποία το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατατάσσει ως την καλύτερη αμερικανική ταινία της δεκαετίας του '80, και ως την τέταρτη καλύτερη όλων των εποχών.[61]

Την περίοδο αυτή, σκηνοθέτες όπως ο Μάικλ Μαν δημιουργούν ταινίες νεο-νουάρ, όπου η κλασική θεματολογία προσαρμόζεται σε σύγχρονο σκηνικό με ανανεωμένο οπτικό στυλ και μουσική επένδυση ροκ ή χιπ χοπ. Στον αντίποδα, η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Τζέιμς Έλροι, αντιπροσωπεύει την ακριβώς αντίθετη άποψη: ένα φιλμ νουάρ επίτηδες ρετρό. Η ιστορία του, με ανήθικους αστυνομικούς και φαμ φατάλ φαίνεται να βγαίνει κατευθείαν από ταινία του 1953, έτος στο οποίο διαδραματίζεται και η πλοκή του έργου.[62] Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ μετά την τεράστια επιτυχία του με την ταινία Se7en (1995), δημιούργησε το περίφημο Fight Club, μια sui generis μείξη νουάρ αισθητικής, κωμωδίας στα όρια του παραλόγου, σεναρίου με πολλές ερμηνείες και σατιρικής διάθεσης.[63]

Δουλεύοντας γενικότερα με μικρότερα μπάτζετ, τα αδέλφια Τζόελ και Ίθαν Κοέν δημιούργησαν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα νεο-νουάρ, την ταινία Φάργκο (1996)[64]. Η χαρακτηριστική εργογραφία του Ντέιβιντ Λιντς συνδυάζει στοιχεία του φιλμ νουάρ με σενάρια που επικεντρώνονται σε περίπλοκους χαρακτήρες, όπως ο ψυχοπαθής δολοφόνος του Ντένις Χόπερ στο Μπλε Βελούδο (1986) και ο γεμάτος ψευδαισθήσεις πρωταγωνιστής της Χαμένης λεωφόρου (1996). Ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ επίσης σμίγει το σουρεαλισμό και την ατμόσφαιρα νουάρ στην ταινία Γυμνό Γεύμα (1991), εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μπάροους. Η Σάρον Στόουν ως Κάθριν Τραμέλ, αρχετυπική σύγχρονη φαμ φατάλ, πρωταγωνιστεί στην εμπορική επιτυχία Βασικό Ένστικτο (1992). Η διαβολική της φύση συνοδεύεται από έναν προκλητικό ενδυματολογικό κώδικα, όπως εμφανίζεται στην περίφημη σκηνή της ανάκρισης.[65]

Ίσως οι αμερικανικές ταινίες που αντανακλούν περισσότερο τις κλασικές νουάρ πρώτης τάξης ταινίες με στοιχεία B-movie, είναι αυτές του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κουέντιν Ταραντίνο,[66] π.χ. Reservoir Dogs (1992) και Pulp Fiction (1994). Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η βρετανική μινι-σειρά Η Μπαλάντα ενός Ντετέκτιβ (1986), σε σενάριο Ντένις Πότερ, αφηγείται την ιστορία ενός συγγραφέα μυστηρίου ονόματι Φίλιπ Μάρλοου.

Δεκαετία 2000[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αδερφοί Κοέν καταφεύγουν στην νουάρ παράδοση ξανά με την ταινία Ο Άνθρωπος που δεν ήταν Εκεί (2001), ένα ασπρόμαυρο μελόδραμα τοποθετημένο χρονικά στο 1949. Η ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, Οδός Μαλχόλαντ (2001), συνέχισε το χαρακτηριστικό του ύφος, θέτοντας το κλασικό νουάρ φόντο του Λος Άντζελες ως το θέατρο ενός ψυχολογικού παζλ. Ανάμεσα στους σκηνοθέτες του είδους της δεκαετίας αυτής βρίσκεται και ο Κρίστοφερ Νόλαν, με τα έργα του Memento (2000), το ριμέικ του Insomnia και τα σκοτεινά Batman Begins (2005) και Ο Σκοτεινός Ιππότης (2008).[67] Η πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία ταινίας νεο-νουάρ θεωρείται η Αμαρτωλή Πόλη (2005) του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, μια στυλιζαρισμένη ασπρόμαυρη ταινία με παράξενες έγχρωμες πινελιές,[68] που στηρίζεται σε μια σειρά κόμικ του Φρανκ Μίλερ. Παρομοίως, εικονογραφημένες νουβέλες υπήρξαν έμπνευση για τις ταινίες Ο δρόμος της απώλειας (2002) του Σαμ Μέντες και Το Τέλος της Βίας (2005) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Η τηλεοπτική σειρά Veronica Mars έφερε μια πιο νεανική χροιά στο φιλμ νουάρ.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Φιλμ νουάρ: είδος γκανγκστερικής αστυνομικής ταινίας", λεξικό Μ. Τριανταφυλλίδη
  2. Merriam-Webster Dictionary, Film noir
  3. Naremore (2008), pp. 4, 15–16, 18, 41; Ballinger and Graydon (2007), pp. 4–5, 22, 255.
  4. Neale (2000), p. 166; Vernet (1993), p. 2; Naremore (2008), pp. 17, 122, 124, 140; Bould (2005), p. 19.
  5. Ballinger and Graydon (2007), p. 3.
  6. Borde and Chaumeton (2002), p. 2.
  7. See, e.g, Ballinger and Graydon (2007), p. 4; Bould (2005), p. 12; Place and Peterson (1974).
  8. See, e.g., Naremore (2008), p. 167–68; Irwin (2006), p. 210.
  9. Ottoson (1981), pp. 2–3.
  10. Schatz (1981), pp. 111–15.
  11. Silver (1996), pp. 4, 6 passim. Δείτε επίσης Bould (2005), pp. 3, 4; Hirsch (2001), p. 11.
  12. Silver (1996), pp. 3, 6 passim. Δείτε επίσης Place and Peterson (1974).
  13. Silver (1996), pp. 7–10.
  14. Encyclopedia Brittanica - Film noir
  15. Βαλούκος, Στάθης (2003–2004). Ιστορία του κινηματογράφου. τόμος Α'. Αθήνα: Εκδόσεις Αιγόκερως. σελ. 655. ISBN 978-960-322-192-0. 
  16. Neale (2000), σελ. 166–67 n. 5.
  17. βλ. π.χ. Naremore (2008), σελ. 25; Lyons (2000), σελ. 10.
  18. βλ. π.χ. Bould (2005), σελ. 18; Hirsch (2001), σελ. 213; Christopher (1998), σελ. 7.
  19. βλ. π.χ. Naremore (2008), σελ. 163; Lyons (2000), σελ. 14, 32.
  20. Sanders (2006), σελ. 100.
  21. Bould (2005), pp. 24–33.
  22. Cine.gr
  23. Ballinger and Graydon (2007), pp. 9–11.
  24. Artu.gr - Μ του Fritz Lang[νεκρός σύνδεσμος]
  25. Davis (2004), σελ. 194. Δες επίσης Ballinger and Graydon (2007), σελ. 133; Ottoson (1981), σσ. 110–111.
  26. «Το γεράκι της Μάλτας, το Νο 1 φιλμ νουάρ». Πολιτισμός. TA NEA On-line. 28 Αυγούστου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2011. 
  27. Ballinger and Graydon (2007), p. 6.
  28. Spicer (2007), σελ. 26, 28; Ballinger and Graydon (2007), σελ. 13–15; Bould (2005), σελ. 33–40.
  29. Ballinger and Graydon (2007), σελ. 20; Schatz (1981), σελ. 116–22; Ottoson (1981), σελ. 2.
  30. Biesen (2005), p. 207.
  31. Κορίνης, Τζίμμυ (23-07-2010). «Pulp magazines - Στην εποχή της Μάσκας». Τεύχος 53 (Artapress.gr). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-04-13. https://web.archive.org/web/20110413234652/http://artapress.gr/authors/51. Ανακτήθηκε στις 27-01-2011. 
  32. βλ. e.g., Ballinger and Graydon (2007), σελ. 6; Macek (1980), σελ. 59–60.
  33. Irwin (2006), σελ. 71, 95–96.
  34. Irwin (2006), σελ. 123–24, 129–30.
  35. White (1980), σελ. 17.
  36. 36,0 36,1 Βλ. π.χ. Ballinger and Graydon (2007), σελ. 19; Irwin (2006), σελ. 210; Lyons (2000), σελ. 36; Porfirio (1980), σελ. 269.
  37. Marshman (1947), pp. 100–1.
  38. βλ. π.χ. Naremore (2008), σελ. 81, 319 n. 13; Ballinger and Graydon (2007), σελ. 86–88.
  39. See, e.g., Ballinger and Graydon (2007), p. 30; Hirsch (2001), pp. 12, 202; Schrader (1972), pp. 59–61 [in Silver and Ursini].
  40. Schrader (1972), p. 61.
  41. See, e.g., Silver (1996), p. 11; Ottoson (1981), pp. 182–183; Schrader (1972), p. 61.
  42. βλ. π.χ. Ballinger and Graydon (2007), σελ. 19–53.
  43. βλ. π.χ. Hirsch (2001), σελ. 10, 202–7; Silver and Ward (1992), σελ. 6; Ottoson (1981), σελ. 1.
  44. See, e.g., entries on individual films in Ballinger and Graydon (2007), pp. 34, 190–92; Silver and Ward (1992), pp. 214–15; 253–54, 269–70, 318–19.
  45. Biesen (2005), p. 162.
  46. Ballinger and Graydon (2007), pp. 188, 202–3.
  47. For overview of Welles's noirs, see, e.g., Ballinger and Graydon (2007), pp. 210–11. For specific production circumstances, see Brady, Frank, Citizen Welles: A Biography of Orson Welles (1989), pp. 395–404, 378–81, 496–512.
  48. Bernstein (1995).
  49. McGilligan (1997), pp. 314–17.
  50. Schatz (1998), pp. 354–58.
  51. See, e.g., Schatz (1981), pp. 103, 112.
  52. See, e.g., entries on individual films in Silver and Ward (1992), pp. 97–98, 125–26, 311–12.
  53. See Naremore (2008), pp. 140–55, on "B Pictures versus Intermediates".
  54. Silver and Ward (1992), σελ. 1.
  55. Spicer (2007), σελ. 9.
  56. Spicer (2007), σελ. 16, 91–94, 96, 100; Ballinger and Graydon (2007), σελ. 144, 249–55; Lyons (2000), σελ. 74, 81, 114–15.
  57. Spicer (2007), σελ. 13, 28, 241; Ballinger and Graydon (2007), σελ. 264, 266.
  58. Ballinger and Graydon (2007), σελ. 266–68.
  59. Πούπου, Άννα (2018). «Η περίπτωση του ελληνικού φιλμ νουάρ τη δεκαετία του 1960». Journal of Modern Greek Studies. 
  60. Ράμμου, Ελένη (2007). 48ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού. σελ. 268-285. 
  61. «AFI's 100 Years...100 Movies—10th Anniversary Edition». American Film Institute. 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2011. 
  62. Naremore (2008), σελ. 275; Wager (2005), σελ. 83; Hanson (2008), σελ. 141.
  63. Wager (2005), σελ. 101–14.
  64. Hirsch (1999), σελ. 245–47; Maslin (1996).
  65. Williams (2005), σελ. 229.
  66. James (2000), pp. xviii–xix.
  67. Ballinger and Graydon (2007), σελ. 49, 51, 53, 235.
  68. «Neo Noir Movies at the Box Office». Box Office Mojo. Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2010. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ballinger, Alexander, and Danny Graydon (2007). The Rough Guide to Film Noir. London: Rough Guides. ISBN 1-84353-474-6
  • Bould, Mark (2005). Film Noir: From Berlin to Sin City. London and New York: Wallflower. ISBN 1-904764-50-9
  • Butler, David (2002). Jazz Noir: Listening to Music from Phantom Lady to The Last Seduction. Westport, Conn.: Greenwood. ISBN 0-275-97301-8
  • Gorman, Ed, Lee Server, and Martin H. Greenberg, eds. (1998). The Big Book of Noir. New York: Carroll & Graf. ISBN 0-7867-0574-4
  • Hanson, Helen (2008). Hollywood Heroines: Women in Film Noir and the Female Gothic Film. London and New York: I.B. Tauris. ISBN 1-84511-561-9
  • Hayde, Michael J. (2001). My Name's Friday: The Unauthorized But True Story of Dragnet and the Films of Jack Webb. Nashville, Tenn.: Cumberland House. ISBN 1-58182-190-5
  • Hirsch, Foster (2001 [1981]). The Dark Side of the Screen: Film Noir. New York: Da Capo. ISBN 0-306-81039-5
  • Naremore, James (2008). More Than Night: Film Noir in Its Contexts, 2d ed. Berkeley, Los Angeles, and London: University of California Press. ISBN 0-520-25402-3
  • Sanders, Steven M. (2006). "Film Noir and the Meaning of Life", in The Philosophy of Film Noir, ed. Mark T. Conard, pp. 91–106. Lexington: University Press of Kentucky. ISBN 0-8131-9181-5
  • Schrader, Paul (1972). "Notes on Film Noir", Film Comment 8, no. 1 (collected in Silver and Ursini, Film Noir Reader [1]).
  • Wager, Jans B. (2005). Dames in the Driver's Seat: Rereading Film Noir. Austin: University of Texas Press. ISBN 0-292-70966-8

Πηγές και εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]