Φαλαινοκέφαλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φαλαινοκέφαλος
Ενήλικος φαλαινοκέφαλος σε ζωολογικό κήπο της Γερμανίας
Ενήλικος φαλαινοκέφαλος σε ζωολογικό κήπο της Γερμανίας
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελεκανόμορφα (Pelecaniformes)
Οικογένεια: Φαλαινοκεφαλίδες [1] (Balaenicipitidae)
Γένος: Φαλαινοκέφαλος (Balaeniceps) (Gould, 1850) M
Είδος: B. rex
Διώνυμο
Balaeniceps rex (Φαλαινοκέφαλος ο βασιλεύς)
Gould, 1850

Ο Φαλαινοκέφαλος [1][2][i] είναι πελεκανόμορφο πτηνό της οικογενείας των Φαλαινοκεφαλιδών,[1] που απαντάται στην αφρικανική ήπειρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Balaeniceps rex και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[3][4]

Ο φαλαινοκέφαλος, από τα πλέον περίεργα σε εμφάνιση πτηνά λόγω του «παράδοξου» ράμφους του, μέχρι πρόσφατα αποτελούσε ταξινομικό γρίφο για τους επιστήμονες, οι οποίοι διαφωνούσαν για το εάν έπρεπε να ταξινομηθεί στην τάξη των Πελαργόμορφων ή των Πελεκανόμορφων. Μετά από μακροχρόνιες έρευνες αποφασίστηκε το δεύτερο, ωστόσο, κατ’ ουδένα τρόπο η «υπόθεση» έχει κλείσει οριστικά. Αντίθετα, είναι μάλλον προσωρινή, δεδομένου ότι οι έρευνες συνεχίζουν να βρίσκονται σε εξέλιξη και νέα δεδομένα ανατρέπουν τα παλαιότερα και τούμπαλιν. Εκείνο που, μάλλον, έχει οριστικοποιηθεί είναι η οικογένεια Φαλαινοκεφαλίδες (Balaenicipitidae) όπου ανήκει, και της οποίας αποτελεί τον μοναδικό εκπρόσωπο (μονοτυπικό taxon όπως και το γένος) (βλ. Συστηματική Ταξινομική).

Αποτελεί για τους ορνιθολόγους, ένα από τα πέντε πιο αγαπητά πτηνά της αφρικανικής ηπείρου.[5]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους (Balaeniceps) είναι σύνθετη και αποτελείται από δύο επί μέρους συνθετικά με ξεκάθαρη σημασία: balaena «φάλαινα» + ceps < căput-căpitĭs < kaput (πρωτοϊνδοευρ.) «κεφαλή».[6][7] Η ονομασία παραπέμπει στο ογκώδες ράμφος του πτηνού που μοιάζει με το εμπρόσθιο τμήμα του ρύγχους φάλαινας, τουλάχιστον όπως το «είδε» ο Άγγλος ορνιθολόγος Τζον Γκούλντ (J. Gould), ο οποίος έδωσε την ονομασία στο γένος, το 1850.

Η λατινική ονομασία του είδους rex σημαίνει «βασιλεύς, βασιλιάς», με άγνωστο τον περαιτέρω λόγο χρησιμοποίησής της.

Η αγγλική λαϊκή ονομασία shoebill < shoe «παπούτσι» + bill «ράμφος», σχετίζεται και πάλι με το παρουσιαστικό του ράμφους του πτηνού, όπως το φαντάστηκε η τοπική παράδοση. Από αυτή την ονομασία προέκυψαν και οι τεχνητές λαϊκές ονομασίες σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές (βλ. Άλλες ονομασίες).

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1850, από τον Άγγλο ορνιθολόγο Τζον Γκουλντ (John Gould, 1804-1881), μέσω κάποιων δειγμάτων δέρματος του πτηνού που έφθασαν στα χέρια του από την περιοχή του Άνω Λευκού Νείλου.[8] Λίγα χρόνια αργότερα, τα πρώτα ζωντανά άτομα μελετήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο, το πτηνό ήταν γνωστό, τόσο στους αρχαίους Αιγυπτίους όσο και στους Άραβες.

Παραδοσιακά ταξινομείτο με τους πελαργούς στην τάξη Ciconiiformes (Πελαργόμορφα). Μάλιστα, η θέση του στη συγκεκριμένη κατηγορία ενισχύθηκε από την ταξινόμηση κατά Sibley-Ahlquist, η οποία συμπεριέλαβε επίσης μεγάλο αριθμό -μη συνδεδεμένων μεταξύ τους- taxa. Όμως, πρόσφατες έρευνες κατέδειξαν τη στενή φυλογενετική σχέση του φαλαινοκέφαλου με τους πελεκάνους [9] (με βάση ανατομικές συγκρίσεις) ή τους ερωδιούς [10] (με βάση βιοχημικές ενδείξεις). Τέλος, μελέτη DNA του 2008, δείχνει ότι το πτηνό πρέπει να αποτελεί τμήμα των Πελεκανόμορφων (Pelecaniformes).[11]

Η διαφωνία επικεντρώθηκε κυρίως στη «χάραξη διαχωριστικής γραμμής» μεταξύ Πελαργόμορφων και Πελεκανόμορφων, ή αν πρέπει αυτός ο διαχωρισμός καν να υφίσταται. Δεδομένου ότι οι κορμοράνοι και οι συγγενείς τους, πιθανόν να μην είναι στην πραγματικότητα Πελεκανόμορφα, μια λύση που υιοθετήθηκε από ορισμένους σύγχρονους ερευνητές είναι να συγχωνευθούν ο «πυρήνας» των Πελεκανόμορφων με τα Πελαργόμορφα. Ο φαλαινοκέφαλος, μαζί με τον φυλογενετικά κοντινό σφυροκέφαλο (Scopus umbretta) είναι οι «ελλείποντες κρίκοι» που συνδέουν πελεκάνους και πελαργούς, και η ενσωμάτωση της γενεαλογικής κλαδιστικής γραμμής των πελεκάνων στα Πελαργόμορφα, εκφράζει αυτή την υπόθεση πιο ικανοποιητικά από ό, τι άλλες.

Μέχρι στιγμής, δύο συγγενείς του φαλαινοκέφαλου έχουν περιγραφεί από απολιθώματα: το γένος Goliathia από τις αρχές του Ολιγόκαινου της Αιγύπτου και το γένος Paludavis από το Ανώτερο Μειόκαινο της ίδιας χώρας. Έχει υποτεθεί ότι, το «αινιγματικό» απολιθωμένο Eremopezus της Αφρικής ήταν, επίσης, συγγενικό, αλλά με ανεπιβεβαίωτες θεωρίες. Το μόνο που είναι γνωστό από το γένος Eremopezus είναι ότι ήταν πολύ μεγάλο πουλί, με χαρακτηριστικά εύκαμπτο το ένα (1) πόδι, που τού επέτρεπε να χειρίζεται τη βλάστηση ή τη λεία του.

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης εξάπλωσης του είδους Balaeniceps rex

Το είδος εξαπλώνεται στην κεντρική τροπική Αφρική, από το Νότιο Σουδάν μέσω τμημάτων του Α. Κονγκό, προς τη Ρουάντα, την Ουγκάντα και τη Δ. Τανζανία. Όπως είναι προφανές από τον χάρτη, οι πληθυσμοί ακολουθούν τον ρου του Νείλου, ειδικά στη ΒΔ. Ουγκάντα και σε παρακείμενες βορειότερες περιοχές του Νοτίου Σουδάν. Οι πιο απομονωμένοι πληθυσμοί έχουν αναφερθεί από την Κένυα, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Β. Καμερούν (;), τη ΝΔ. Αιθιοπία και το Μαλάουι (βλ. και Κατάσταση Πληθυσμού). Ωστόσο, είναι πολύ περιορισμένο τοπικά, με εξαιρετικά διάσπαρτους πληθυσμούς.[12]

Τυχαία, περιπλανώμενα άτομα αναφέρονται από τη Λεκάνη του Οκαβάνγκο στην Μποτσουάνα και τον άνω ρου του ποταμού Κονγκό. Η κατανομή του είδους φαίνεται να συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με εκείνη του παπύρου (Cyperus papyrus) και των Δίπνοων ιχθύων (lungfish).

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φαλαινοκέφαλος είναι μη αποδημητικό, καθιστικό πτηνό, με περιορισμένες εποχικές μετακινήσεις που εξαρτώνται από τυχόν αλλαγές των ενδιαιτημάτων του, τη διαθεσιμότητα τροφής και τον βαθμό όχλησης από τον άνθρωπο.[13] Στο Νότιο Σουδάν υπάρχουν τακτικές εποχικές μετακινήσεις μεταξύ εδαφών διατροφής και εδαφών αναπαραγωγής.[14]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φαλαινοκέφαλος αναπαράγεται και σιτίζεται σε εποχικά πλημμυρισμένα έλη [15] όπου η βλάστηση κυριαρχείται από παπύρους (Cyperus papyrus), καλάμια (Phragmites spp., Typha spp.) και αγρωστώδη (ιδιαίτερα του γένους Miscanthidium).[16] Συχνά απαντάται σε περιοχές με άφθονη επιπλέουσα βλάστηση, πάλι κυρίως από πάπυρο.[17] Στις κεντρικότερες αφρικανικές εκτάσεις, χρησιμοποιεί επίσης μόνιμους βάλτους χωρίς πάπυρο, όπως το Μαλαγκαράσι (Malagarasi) στην Τανζανία [18] και τη λίμνη Βικτόρια στην Ουγκάντα.[19]

Μη αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναζητά την τροφή του συνήθως σε ρηχά νερά,[20] όπου κάνει χρήση καλώς οριοθετημένων διόδων ανάμεσα στη βλάστηση που έχουν δημιουργηθεί από τις κινήσεις των μεγάλων θηλαστικών.[20] Έχει την τάση να αποφεύγει περιοχές όπου η βλάστηση είναι πολύ πυκνή ώστε να είναι αδιάβατη, ή είναι ψηλότερη από τη ράχη του.[21] Έχει αναφερθεί ότι προτιμάει τα νερά που δεν οξυγονώνονται καλά, εκεί όπου τα ψάρια αναγκάζονται να βγουν στην επιφάνεια για να αναπνεύσουν, και ως εκ τούτου αλιεύονται πιο εύκολα [22] και, για το λόγο αυτό, θεωρείται ότι δεν συχνάζει σε βάλτους που καλύπτονται μόνον από πάπυρο.[22] Στο Νότιο Σουδάν, έχει γίνει γνωστό ότι, τρέφεται σε ορυζώνες και άλλες πλημμυρισμένες φυτείες.[21]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτρέτο φαλαινοκέφαλου

Ο φαλαινοκέφαλος είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα είδη όχι μόνον του κόσμου των πτηνών αλλά και του ζωϊκού βασιλείου, γενικότερα. Αυτό οφείλεται στο εξαιρετικά ιδιόμορφο κεφάλι του που, με το ασυνήθιστο και «αταίριαστο» ράμφος του, δίνει στο πτηνό όψη που έχει χαρακτηριστεί από «κωμική έως άσχημη». Το γενικότερο παρουσιαστικό του θυμίζει κάτι ανάμεσα σε πελεκάνο -στο κεφάλι- και σε πελαργό -στα κάτω άκρα.

Είναι ψηλό πουλί, με μεγάλο άνοιγμα πτερύγων και με τα αρσενικά λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά. Ο γενικότερος χρωματισμός του πτερώματος στο πάνω μέρος είναι γκριζωπός-μπλε, με όλα τα καλυπτήρια φτερά να έχουν λεπτές, λευκωπές παρυφές που δίνουν την αίσθηση μικρών ρομβοειδών ραβδώσεων στο σώμα του πτηνού. Τα φτερά του στέμματος του κεφαλιού προεξέχουν συχνά προς τα πίσω, σχηματίζοντας ένα μικρό λοφίο. Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι πιο ανοικτόχρωμη, λευκωπή, ενώ η ουρά έχει το ίδιο χρώμα με το πτέρωμα (γκρι-μπλε).

Ο λαιμός είναι σχετικά μικρότερος και παχύτερος από ό, τι σε άλλα παρυδάτια, καλοβατικά πτηνά με μακρείς ταρσούς όπως οι ερωδιοί και οι γερανοί. Οι σκουρόχρωμοι ταρσοί είναι αρκετά μεγάλοι, με κύριο χαρακτηριστικό το ιδιαίτερα μεγάλο μεσαίο δάκτυλο του ποδιού που, πιθανόν βοηθάει το πουλί να ισορροπεί στην υδρόβια βλάστηση, ενώ κυνηγάει. Η ίριδα είναι γκριζογαλανή.

Το ράμφος του φαλαινοκέφαλου είναι, αναμφίβολα, το πλέον χαρακτηριστικό του στοιχείο. Είναι πολύ μεγάλο (βλ. Βιομετρικά στοιχεία), ογκώδες και μοιάζει «αταίριαστο» και αποκομμένο απο το υπόλοιπο κρανίο. Η ρινοθήκη έχει μακριά και προεξέχουσα μέση ραχιαία γραμμή (culmen), που καταλήγει σε οξύ, αγκιστρωτό προς τα κάτω άκρο. Η γναθοθήκη σχηματίζει ευρεία γωνία με το πρόσωπο που, σε συνδυασμό με την καμπυλωτή προς τα πάνω πορεία της, δίνει ένα ανεπαίσθητο «μειδίαμα» στην έκφραση του πτηνού, που τονίζει τον κωμικό του χαρακτήρα. Το χρώμα του ράμφους είναι σαρκόχρωμο-ροδαλό με αδρές, ακανόνιστες γκρίζες πινελιές. Παρά την -φαινομενικά- αθώα του μορφή, αποτελεί ισχυρό φονικό όπλο, με κοφτερές ακμές που λειτουργούν σαν μαχαίρια και είναι σε θέση να αποκεφαλίσουν τη λεία (βλ. Κυνήγι).

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 100 έως 140 εκατοστά
  • Ύψος: 110 έως 140 (-152) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 230 έως 260 εκατοστά
  • Μήκος χορδής εκάστης πτέρυγας: 58,8 έως 78 εκατοστά
  • Μήκος μέσης ραχιαίας γραμμής ράμφους (culmen): 18,8 έως 24 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 21,7 έως 25,5 εκατοστά
  • Μήκος μεσαίου δακτύλου ποδός: 16,8 έως 18,5 εκατοστά
  • Βάρος: μέσος όρος 4 έως 7 κιλά, (♂ 5,6 κιλά, ♀ 4,9 κιλά)

(Πηγή:[21]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ράμφος του φαλαινοκέφαλου αποτελεί φονικό όπλο για τη λεία του

Οι φαλαινοκέφαλοι είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ιχθυοφάγα πτηνά αλλά, ταυτόχρονα, δεινοί θηρευτές ευρύτατου φάσματος σπονδυλωτών των υγροτόπων όπου συχνάζουν. Το προτιμώμενο είδος θηράματος είναι ο δίπνοος ιχθύς Protopterus aethiopicus και ο πολυπτερόμορφος Polypterus senegalus. Επίσης, στο διαιτολόγιο συμπεριλαμβάνονται διάφορα είδη τιλάπια (Tilapia spp.) και γατόψαρα (Clarias spp. ).

Στα υπόλοιπα σπονδυλωτά, συμπεριλαμβάνονται βατράχια, νερόφιδα, βάρανοι του Νείλου (Varanus niloticus), μέχρι και νεογνά κροκόδειλων. Σπανιότερα, τρέφεται με χελώνες, σαλιγκάρια, τρωκτικά και μικρά υδρόβια πουλιά. Υπάρχει μία (1) αναφορά για επίθεση σε νεαρές αντιλόπες Kobus leche, αλλά μη επιβεβαιωμένη.

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεδομένου ότι διαθέτει ισχυρό και αιχμηρό ράμφος, ο φαλαινοκέφαλος αποτελεί εξαιρετικό θηρευτή, από τους κορυφαίους της τροφικής αλυσίδας των ενδιαιτημάτων του. Άλλωστε, συχνά εστιάζει σε θηράματα μεγαλύτερα από εκείνα που κυνηγούν τα άλλα μεγάλα παρυδάτια πτηνά. Οι ιχθύες που αλιεύονται είναι συνήθως 15 έως 50 εκατ. σε μήκος και ζυγίζουν περίπου 500 γραμ., αν και έχουν αλιευθεί άτομα μήκους 1 μέτρου. Τα φίδια είναι συνήθως 50-60 εκατοστά.

Ο φαλαινοκέφαλος είναι γνωστός για την εξαιρετικά αργή κίνησή του και την τάση του να παραμένει εντελώς ακίνητος ακόμη και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι αρκετά ευαίσθητος στην ανθρώπινη όχληση και μπορεί να εγκαταλείψει τη φωλιά του εάν ενοχληθεί. Ωστόσο, κατά την αναζήτηση τροφής, ιδιαίτερα εάν υπάρχει πυκνή βλάστηση, παραμένει ήρεμος κοντά στους ανθρώπους, αρκεί να καλύπτεται. Όπως προαναφέρθηκε, προσελκύεται από κακώς οξυγονωμένα νερά όπου τα ψάρια συχνά βγαίνουν στην επιφάνεια για να αναπνεύσουν. Εντυπωσιακό για ένα πτηνό αυτού του μεγέθους είναι ότι, μπορεί να ισορροπεί πάνω σε επιπλέουσα βλάστηση, κάπως σαν ένα γιγαντιαίο γιακάνα (jacana), αν και ο -παρομοίου μεγέθους και περιστασιακά συμπατρικός- ερωδιός Γολιάθ (Ardea goliath) είναι επίσης γνωστός ότι μπορεί να στέκεται στην υδρόβια βλάστηση.

Ο φαλαινοκέφαλος συνήθως τρέφεται σε θολά νερά και είναι μοναχικό πτηνό, αναζητώντας την τροφή του, σε απόσταση τουλάχιστον 20 μέτρων το ένα από το άλλο, ακόμη και όταν υπάρχουν πυκνές ομάδες. Παραμονεύει υπομονετικά τη λεία του, με αργό βηματισμό, όπως κάνουν οι ερωδιοί. Όταν το θήραμα έχει εντοπιστεί, κινείται ακόμη πιο αργά ή, συχνά, «παγώνει» εντελώς ακίνητος. Σε αντίθεση με ορισμένα μεγάλα καλοβατικά πτηνά, ο φαλαινοκέφαλος κυνηγάει αποκλειστικά μέσω της όρασης και δεν είναι γνωστό ότι συμμετέχουν και απτικά συστήματα στη διαδικασία θήρευσης. Όταν το θήραμα είναι σε απόσταση βολής, επιτίθεται αστραπιαία και βίαια με θανατηφόρο κτύπημα του ράμφους του. Ωστόσο, ανάλογα με το μέγεθος του θηράματος, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το κτύπημα μέχρι την κατάποση της λείας, μπορεί να υπερβαίνει τα 10 λεπτά. Περίπου το 60% των επιθέσεων καταλήγουν σε επιτυχία, ενώ το νερό και η βλάστηση που -αναγκαστικά- αρπάζονται μαζί με το θήραμα, εκχέονται ή/και απορρίπτονται από τα χείλη του ράμφους.

  • Περιστασιακά, οι φαλαινοκέφαλοι παρακολουθούν τους ιπποπόταμους, ώστε να επωφεληθούν από τις κινήσεις τους, καθώς τα τεράστια θηλαστικά αναγκάζουν τα ψάρια με την ανάδευση που προκαλούν, να βγουν στην επιφάνεια.[21]

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν πετάει, ο φαλαινοκέφαλος διατηρεί τις πτέρυγες σε οριζόντια θέση, ενώ -όπως συμβαίνει με τους πελεκάνους και τα μαραμπού, ο λαιμός τραβιέται προς τα πίσω, σε σχήμα S. Ο αριθμός των φτεροκοπημάτων κυμαίνεται στα 150 κτυπήματα ανά λεπτό, περίπου, είναι δηλαδή αργός, παρόμοιος με εκείνους των μεγάλων πελαργών. Οι κύκλοι εναλλαγής κτυπημάτων/παύσεων είναι περίπου 7 δευτερόλεπτα, που σημαίνει ότι το γυροπέταγμα (gliding) του φαλαινοκέφαλου τον τοποθετεί μεταξύ των μεγάλων πελαργών και του Κόνδορα των Άνδεων (Vultur gryphus). Όταν αιφνιδιάζεται, συνήθως προσπαθεί να πετάξει όχι περισσότερο από 100 έως 500 μ. από την προηγούμενη θέση του.[21] Μακρινές πτήσεις πραγματοποιούνται σπάνια, και μόνον λίγες πέρα από την ελάχιστη απόσταση αναζήτησης τροφής -περίπου 20μ.- έχουν καταγραφεί. Κατά την πτήση, αν το εντυπωσιακό του ράμφος δεν μπορεί να γίνει ορατό, η σιλουέτα του μοιάζει με εκείνη ενός πελαργού ή κόνδορα, αλλά το πτέρωμά και η ουρά του έχουν ένα ιδιαίτερο μπλε-γκρι χρώμα.

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φαλαινοκέφαλοι παραμένουν συνήθως σιωπηλοί, αλλά κροταλίζουν τα ράμφη τους στη φωλιά, όπως οι πελαργοί.[20] Όταν ερωτοτροπούν, αρθρώνουν καλέσματα που μοιάζουν με μουγκανητά αγελάδας, καθώς και υψίσυχνες κραυγές.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαλαινοκέφαλος σε ζωολογικό κήπο της Σιγκαπούρης

Η μοναχική φύση του φαλαινοκέφαλου επεκτείνεται και στις αναπαραγωγικές του συνήθειες. Οι φωλιές σπάνια ξεπερνούν τις 3 ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, σε αντίθεση με τους ερωδιούς, τους κορμοράνους, τους πελεκάνους και τους πελαργούς, που κυρίως φωλιάζουν κατά αποικίες. Το ζευγάρι μένει ενωμένο για μια ζωή, ενώ υπερασπίζεται σθεναρά ζωτικό χώρο έκτασης 2-4 χμ². Στις ακραίες -βόρειες και νότιες- περιοχές εξάπλωσης, το φώλιασμα αρχίζει αμέσως μετά το τέλος της περιόδου των βροχών. Σε πιο κεντρικές περιοχές, μπορεί να αρχίζει κατά το τέλος της υγρής περιόδου, προκειμένου η εκκόλαψη να συμπέσει στην αρχή της επόμενης. Και οι δύο γονείς συμμετέχουν στην οικοδόμηση τη φωλιάς, η οποία κατασκευάζεται σε «πλωτή εξέδρα», ή πάνω σε μικρή νησίδα, μετά τον καθαρισμό περιοχής περίπου 3 μέτρων σε ακτίνα. Είναι μεγάλη και πλατιά, 1 έως 1.7 μ. σε πλάτος, συχνά βυθισμένη εν μέρει στο νερό και μπορεί να έχει μέχρι και 3 μ. βάθος. Είναι κατασκευασμένη από υδρόβια βλάστηση και, σε πείραμα στο Σουδάν, ήταν σε θέση να στηρίξει το βάρος ενός ενήλικου άνδρα (!), αν και αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα.

Η γέννα αποτελείται απο 1 έως 3 λευκά αυγά, διαστάσεων 80 έως 90 Χ 56 έως 61 χιλιοστών και βάρους 164 γραμμαρίων, περίπου. Η επώαση διαρκεί περίπου 30 ημέρες και πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα. Οι νεοσσοί σιτίζονται και επιτηρούνται στενά, ιδιαίτερα από το θηλυκό. Στους βάλτους Bangweulu της Ζάμπια, τα κύρια είδη θηραμάτων με τα οποία σιτίζονται οι νεοσσοί είναι γατόψαρα (Clarias gariepinus) και νερόφιδα, ενώ στην Ουγκάντα, γατόψαρα και δίπνοοι ιχθύες. Η τροφή δίνεται αναμασημένη, από τον οισοφάγο του γονέα κατ' ευθείαν στο ράμφος του νεοσσού. Οι γονείς, παρόλο που γεννούν πιο πολλούς, σπάνια μεγαλώνουν περισσότερους από έναν (1) νεοσσό, ενώ εφιστούν την προσοχή τους στον επόμενο, μόνο σε περίπτωση που ο μεγαλύτερος πεθαίνει ή είναι αδύναμος. Η πτέρωση (fledging) επιτυγχάνεται σε περίπου 105 ημέρες και τα μικρά πουλιά μπορούν να πετάξουν γύρω στις 112 ημέρες. Ωστόσο, εξακολουθούν να τροφοδοτούνται, πιθανώς για ένα μήνα ή περισσότερο μετά από την απόκτηση πτερώματος. Θα πάρει στους νεαρούς φαλαινοκέφαλους 3 χρόνια, περίπου, μέχρι να ωριμάσουν σεξουαλικά,[21] ενώ η διάρκεια ζωής τους μπορεί να φθάσει και τα 50 χρόνια.

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μεγαλύτερο τμήμα των περιοχών εξάπλωσής του, το είδος απειλείται από την καταστροφή και την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του, το κυνήγι, την όχληση και τη σύλληψη για παράνομο εμπόριο.[17][23]. Οι βιότοποί του μετατρέπονται για καλλιέργεια και βοσκή, ενώ τα βοοειδή είναι γνωστό ότι μπορεί να ποδοπατήσουν τις φωλιές τους.[24] Το είδος θηρεύεται ως τροφή αλλά και για λόγους τοπικής κουλτούρας, π.χ. επειδή θεωρείται κακός οιωνός. Επίσης πολλά άτομα αιχμαλωτίζονται για εμπόριο ζωολογικών κήπων, ένα πρόβλημα ιδιαίτερα έντονο στην Τανζανία, όπου οι συναλλαγές είναι ακόμη νόμιμες.[24] Επαφές με ιθαγενείς στους βάλτους Bangweulu (Ζάμπια) δείχνουν, ότι τα αυγά που συλλέγονται και οι νεοσσοί που αιχμαλωτίζονται, προορίζονται για κατανάλωση και πώληση, πιθανότατα σε ζωολογικούς κήπους ή σε συλλέκτες.[25]. Πέντε νεοσσοί ανά μήνα εκτιμάται ότι αιχμαλωτίστηκαν για εμπόριο, μόνο σε μία (1) περιοχή το 2011, με μόνο 2 από αυτούς να επιβιώνουν.[26] Το 2007, άγνωστος αριθμός ατόμων που εισήχθησαν παράνομα από την Τανζανία, κατασχέθηκαν από τις αρχές της Δανίας στην Κοπεγχάγη,[27] ενώ τουλάχιστον δύο πουλιά είχαν εξαχθεί από την Τανζανία σε ζωολογικό κήπο στις ΗΠΑ.[28]

Το μικροεμπόριο αποτελεί σοβαρή απειλή για τις μικρούς, τοπικούς πληθυσμούς, όχι όμως στον συνολικό πληθυσμό,[29] αν και πρόσφατες εκθέσεις δείχνουν ότι τα επίπεδα της διαταραχής και του εμπορίου δεν είναι βιώσιμα στη Ζάμπια.[30] Στην ίδια χώρα, οι πυρκαγιές και η ξηρασία απειλούν τα ενδιαιτήματα του πτηνού, ειδικά στην Bangweulu, όπου η μείωση είναι εμφανής,[31] ενώ υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για παγίδευση και διώξεις.[31] Πολλές φωλιές ποδοπατούνται από μεγάλα φυτοφάγα ζώα που τρέφονται σε βάλτους.[15] Οι πολεμικές συγκρούσεις στη Ρουάντα και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, έχουν διαταράξει τις προστατευόμενες περιοχές (π.χ. στο Εθνικό Πάρκο Ακαγκέρα).[31] Ταυτόχρονα, η διάδοση των όπλων έχει διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό το κυνήγι του είδους. Στο Νότιο Σουδάν, προπύργιο του φαλαινοκέφαλου, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από την καταστροφή των βάλτων με παπύρους, από τα βοοειδή και από τις πυρκαγιές.[32]

Μεταξύ 1952 και 1980 η περιοχή με βάλτους Sudd του Νότιου Σουδάν αυξήθηκε [33] από 6.700 χμ² σε 19.200 χμ². Ενώ αυτό το ενδιαίτημα νωρίτερα απειλείτo από την αποξήρανση, λόγω σχεδίων για την κατασκευή του Καναλιού Τζόνγκλεϊ (Jonglei Canal), τα σχέδια αυτά δεν υποστηρίζονται πλέον, αν και οι αγωγοί και των σχετικά συστήματα της βιομηχανίας πετρελαίου αποτελούν πάντοτε απειλή.[34] Η κατασκευή πολλών φραγμάτων κατά μήκος του Κάτω Νείλου θα επιτρέψει την τεχνητή χειραγώγηση της στάθμης του νερού στο Sudd.[24] Στο Μαλαγκαράσι (Malagarasi), οι μεγάλες περιοχές του δάσους Μιόμπο (Miombo) δίπλα σε βάλτους, αποψιλώνονται για την καλλιέργεια του καπνού και τη γεωργία, ενώ ο ιθαγενής πληθυσμός που περιλαμβάνει αλιείς, αγρότες και ημι-νομάδες βοσκούς, αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς κατά τις τελευταίες δεκαετίες.[18] Στην περιοχή αυτή, οι εμπρησμοί της ξηρής περιόδου και τα βοοειδή που βόσκουν στην περιοχή (πυρήνα του είδους) είναι σοβαροί και επεκτεινόμενοι κίνδυνοι, ενώ οι πρώτοι ορυζώνες έχουν εμφανιστεί στις παρυφές των -σημαντικών για το είδος- βάλτων. Επίσης, στο Malagarasi, μια (1) σιδηροδρομική γραμμή έχει διχοτομήσει βάλτους και ορυζώνες σε ορισμένες από τις βασικές περιοχές του.[27] Αναφορές ατόμων εκτός των βασικών τους εδαφών, μπορεί να οφείλεται στη μετατόπιση των πληθυσμών από τις πυρκαγιές, κατά τα χρόνια με ξηρασία.[18]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συνολικός πληθυσμός έχει υπολογιστεί σε 5.000-8.000 άτομα.[23] και μια συνολική εκτίμηση πληθυσμού μικρότερη από 10.000 άτομα υποστηρίζεται από τους Dinesen και Baker (2006). Το φάσμα των 5.000-8.000 ατόμων ισοδυναμεί χονδρικά με 3.300-5.300 ώριμα άτομα. Η τάση είναι καθοδική.

Αυτό το σπάνιο είδος ταξινομείται από την IUCN ως Τρωτό (Vulnerable, κριτήρια C2 a(ii)), επειδή εκτιμάται ότι έχει μικρό πληθυσμό μέσα σε ευρεία περιοχή εξάπλωσης. Ο πληθυσμός βρίσκεται σε συνεχή πτώση λόγω θήρας, διαταραχής των περιοχών φωλιάσματος, καθώς και από την τροποποίηση και την αποψίλωση των ενδιαιτημάτων του από πυρκαγιές.[35]

Παρά το παρουσιαστικό του, ο φαλαινοκέφαλος είναι από τα «αγαπημένα» είδη των ορνιθολόγων

Το είδος έχει ευρεία αλλά πολύ τοπική κατανομή στους μεγάλους βάλτους από το Νότιο Σουδάν μέχρι τη Ζάμπια. Η αριθμητική προσέγγιση των εθνικών εκτιμήσεων που προτείνονται από τον Τ. Dodman in litt. (2002) για τα Wetlands International (2002) είναι: Νότιο Σουδάν: περίπου 5.000 άτομα (50-80% του συνολικού πληθυσμού, Ουγκάντα: 100-150, (αλλά πιθανόν πάνω από 200), δυτική Τανζανία: 100-500, Ζάμπια: <500, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό: <1.000, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (ακανόνιστο), Ρουάντα: <50 και Αιθιοπία : <50. Το 1997, ο πληθυσμός υπολογιζόταν σε 12.000-15.000 άτομα (Rose and Scott 1997), αλλά μια πιο πρόσφατη κριτική κάνει μια συντηρητική εκτίμηση σε 5.000-8.000 άτομα. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ χαμηλό, ανάλογα με την έρευνα για τους πληθυσμούς του Νότιου Σουδάν. Εκτίμηση 3.830 ατόμων δόθηκε για την περιοχή Sudd (συμπεριλαμβανομένων των περιοχών του Zeraf Reserve).[36]

Συνολικός πληθυσμός κάτω από 10.000 άτομα υποστηρίζεται από μια επανανασκόπηση της βιβλιογραφίας, στην οποία η έκταση ορισμένων υγροβιότοπων βρέθηκε να έχει υπερεκτιμηθεί κατά πολύ από τις προηγούμενες μελέτες. Έρευνες τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2005 υποστηρίζουν την άποψη ότι υπάρχουν μερικές εκατοντάδες άτομα στην περιοχή Malagarasi της Τανζανίας (Briggs 2007). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το είδος μειώνεται στην Τανζανία, τη Ζάμπια και τη Ρουάντα, με πτώση ίσως και στην Ουγκάντα, ενώ μπορεί να απειλείται περισσότερο από ότι προκύπτει από τις διαθέσιμες πληροφορίες.[19]

Σχέδια δράσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρέχοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το είδος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της CITES.
  • Ένα Σχέδιο Δράσης για τη Διατήρηση Μοναδικού Είδους (Single Species Conservation Action Plan) αναπτύσσεται από το 2012, συμπεριλαμβανομένου ενός Εργαστηρίου των ενδιαφερόμενων μερών, με εκπροσώπους όλων των συμμετεχόντων.
  • Γίνονται βήματα στο Νότιο Σουδάν για να ενημερωθεί καλύτερα ο πληθυσμός και να βελτιωθεί η κατάσταση των προστατευομένων περιοχών.
  • Πολλές βασικές περιοχές ανήκουν στη Σύμβαση Ramsar σε θέσεις στο Νότιο Σουδάν, την Ουγκάντα, την Τανζανία και τη Ζάμπια.

Μελλοντικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Συμφωνημένες δράσεις διατήρησης του είδους, επρόκειτο να τεθούν σε εφαρμογή το 2012 και παρέχονταν στο Σχέδιο Δράσης για τη Διατήρηση Μοναδικού Είδους. *Προσδιορισμός των βασικών περιοχών για την παρακολούθηση και τη διεξαγωγή τακτικών ερευνών.
  • Επιλογή σημαντικών τομέων για την προστασία του.
  • Μείωση της όχλησης και δημιουργία ζωνών ανάσχεσης σε προστατευόμενες περιοχές.[27]
  • Επιβολή της νομοθεσίας σε προστατευόμενες περιοχές.[27]
  • Δημιουργία προγραμμάτων περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης που θα επικεντρώνονται στην αποτροπή του κυνηγιού.
  • Ενθάρρυνση περαιτέρω ανάπτυξης του οικοτουρισμού που θα επικεντρώνονται γύρω από το είδος.
  • Διερεύνηση για το ενδεχόμενο εμφάνισης εποχικών μετακινήσεων.[24]
  • Παρακολούθηση των ποσοστών μετατροπής οικοτόπων σε όλη την επικράτεια.
  • Υποβολή, εκ νέου, της πρότασης για την αναβάθμιση των ειδών στο Παράρτημα Ι της CITES και εφαρμογή ελέγχου του εμπορίου.
  • Καθορισμός του πληθυσμού στους βάλτους του Sudd και της τάσης του [31] και να βελτιωθούν οι εθνικές και παγκόσμιες εκτιμήσεις του πληθυσμού.
  • Αξιολόγηση της βιωσιμότητας του πληθυσμού στην περιοχή της Γκαμπέλα (Gambela) στην Αιθιοπία, μια περιοχή υπό υψηλή πίεση από γεωργικές μεταβολές.

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εναλλακτικές ονομασίες Παπουτσομύτα και Τσοκαρομύτα που καταγράφονται σε κάποια παλαιότερα έντυπα ή εκδόσεις, είναι η απόδοση της αγγλικής λαϊκής ονομασίας Shoebill (βλ. Ονοματολογία) για τον Φαλαινοκέφαλο.[37]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Για την ακριβή απόδοση της ονομασίας του γένους από τη λατινική γλώσσα στην ελληνική, βλ. Ονοματολογία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 ΠΛ: 12, 672
  2. ΠΛΜ: 59, 138
  3. Howard and Moore, p. 89
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=174891
  5. Matthiessen
  6. http://www.myetymology.com/latin/caput.html
  7. ΠΛΜ: 59, 485
  8. http://ibc.lynxeds.com/species/shoebill-balaeniceps-rex
  9. Mayr
  10. Hagey et al
  11. Hackett et al
  12. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22697583
  13. Hancock & Kushan
  14. Guillet, 1978
  15. 15,0 15,1 Renson
  16. Hancock et al, 1992
  17. 17,0 17,1 Baker
  18. 18,0 18,1 18,2 Dinesen & Baker
  19. 19,0 19,1 Dinesen in litt. 2007
  20. 20,0 20,1 20,2 del Hoyo et al
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 21,5 Hancock et al
  22. 22,0 22,1 Guillet, 1987
  23. 23,0 23,1 Τ. Dodman in litt. 2002
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 Briggs
  25. Roxburgh et al
  26. Ngwenyama in litt. 2011
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 Dinesen in litt., 2007
  28. Dodman in litt. 2007
  29. Briggs, 2007
  30. Dodman in litt. 2011
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 Dodman in litt. 2002
  32. Nikolaus
  33. Howell et al
  34. Dodman in litt. 2008
  35. http://www.iucnredlist.org/details/full/22697583/0
  36. Fay et al
  37. Σ.Φ.Β.Π. Editions Rencontre S. A. Lausanne, 1975

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Editions Rencontre S. A. Lausanne, 1975, ελληνική έκδοση «Σύνδεσμος Φίλων Βιβλίων Ποιότητας», (Σ.Φ.Β.Π)
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Baker, N. E. 1996. Tanzania waterbird count - January 1995: the first coordinated count of the major wetlands of Tanzania.
  • Balaeniceps rex. Fsbio-hannover.de.
  • BirdLife International
  • Briggs, P. 2007. Top billing: Shoebill. Africa - Birds & Birding 12(1): 50-54.
  • Buxton, L., Slater, J. and Brown, L.H. 1978. The breeding behaviour of the shoebill or whale-headed stork Balaeniceps rex in the Bangweulu Swamps, Zambia. African Journal of Ecology 16(3): 201-220.
  • del Hoyo, J. Elliott, A. & Sargatal, J. (editors). (1992) Handbook of the Birds of the World. Volume 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions. ISBN 84-87334-10-5
  • Dinesen, L.; Baker, M. 2006. Status of Shoebill Balaeniceps rex in Malagarasi, Tanzania. Bulletin of the African Bird Club 13: 37-44.
  • Fay, M.; Elkan, P.; Marjan, M.; Grossmann, F. 2007. Aerial Surveys of Wildlife, Livestock, and Human Activity in and around Existing and Proposed Protected Areas of Southern Sudan, Dry Season 2007. In: Wildlife Conservation Society (ed.), Southern Sudan Technical Report.
  • Guillet, A. 1987. Distribution and conservation of the shoebill (Balaeniceps rex) in the southern Sudan. Biological Conservation 13: 39-49.
  • Guillet, A. 1979. Aspects of the foraging behaviour of the shoebill. Ostrich 50: 252-255.
  • Hackett, SJ; Kimball, RT; Reddy, S; Bowie, RC; Braun, EL; Braun, MJ; Chojnowski, JL; Cox, WA; Han, KL et al. (2008). "A phylogenomic study of birds reveals their evolutionary history". Science 320 (5884): 1763–8. doi:10.1126/science.1157704. PMID 18583609.
  • Hagey, J. R.; Schteingart, C. D.; Ton-Nu, H.-T. & Hofmann, A. F. (2002). "A novel primary bile acid in the Shoebill stork and herons and its phylogenetic significance". Journal of lipid research 43 (5): 685–90. PMID 11971938.
  • Hancock & Kushan, Storks, Ibises and Spoonbills of the World. Princeton University Press (1992), ISBN 978-0-12-322730-0.
  • Howell, P.; Lock, M.; Cobb, S. 1988. The Jonglei Canal: impact and opportunity. Cambridge University Press, Cambridge.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Matthiessen, Peter (1991). African Silences. New York: Random House. p. 56. ISBN 0-679-40021-4.
  • Mayr, Gerald (2003). "The phylogenetic affinities of the Shoebill (Balaeniceps rex)". Journal für Ornithologie. doi:10.1046/j.1439-0361.2003.03002.x.
  • Nikolaus, G. 1987. Distribution atlas of Sudan's birds with notes on habitat and status. Zoologischesforschungs Institut und Museum Alexander Koenig, Bonn.
  • Renson, G. 1998. Observations sur la reproduction du Bec-en-sabot Balaeniceps rex en Zambie de 1992 à 1997. Alauda 66: 81-96.
  • Rose, P. M.; Scott, D. A. 1997. Waterfowl population estimates. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Roxburgh, L.; Buchanan, G. M. 2010. Revising estimates of the Shoebill (Balaeniceps rex) population size in the Bangweulu Swamp, Zambia, through a combination of aerial surveys and habitat suitability modelling. Ostrich 81(1): 25-30.
  • Roxburgh, L.; Stjernstedt, B.; Mwizabi, D.; Droppelmann, K. 2006. Technical report: Shoebill survey in Bangweulu Swamps, Zambia under the Wetlands International "AEWA/BUWAL IWC 2006".
  • Stevenson, Terry and Fanshawe, John (2001). Field Guide to the Birds of East Africa: Kenya, Tanzania, Uganda, Rwanda, Burundi. Elsevier Science, ISBN 978-0856610790
  • Wetlands International. 2002. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Williams, J.G; Arlott, N. A Gield Guide to the Birds of East Africa. Collins. ISBN 0-00-219179-2.