Γίββων (ζωολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Υλοβατίδες)
Γίββων[1][2]
Υλοβάτης ο λαρ (Hylobates lar)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Πρωτεύοντα (Primates)
Υποτάξη: Απλόρρινοι (Haplorrhini)
Υπεροικογένεια: Ανθρωποειδή (Hominoidea)
Οικογένεια: Υλοβατίδες (Hylobatidae)
Γκρέι, 1870

Κατανομή στην Νοτιοανατολική Ασία
Γένη

Υλοβάτης (Hylobates)
Χούλοκ (Hoolock)
Νομάσκος (Nomascus)
Συμφάλαγγος (Symphalangus)

Γίββωνες ονομάζονται όλα τα μέλη της οικογένειας Υλοβατίδες των Ανθρωποειδών (πίθηκοι). Η οικογένεια διαιρείται σε τέσσερα γένη βάσει του αριθμού των διπλοειδών χρωμοσωμάτων τους: Υλοβάτης - Hylobates (44), Χούλοκ - (Hoolock) (38), Νομάσκος (Nomascus) (52), και Συμφάλαγγος (Symphalangus) (50).[2][3]

Οι γίββωνες αποκαλούνται επίσης κατώτεροι πίθηκοι, και διαφέρουν από τους μεγάλους πιθήκους (κοινός χιμπαντζής, μπονόμπο, άνθρωπος, γορίλας και ουρακοτάγκος) στο μέγεθος (με τους γίββωνες να είναι αρκετά μικρότεροι από τους υπόλοιπους πιθήκους), στον περιορισμένο βαθμό φυλετικού διμορφισμού και σε άλλες μικρές ανατομικές διαφορές που θυμίζουν περισσότερο τις μαϊμούδες παρά τους μεγάλους πιθήκους.

Έχουν πολύ μακριά χέρια, σχεδόν δύο φορές μακρύτερα από ότι το υπόλοιπο σώμα τους, όπως επίσης και μακριά πόδια, περίπου 30% μακρύτερα από το κορμί τους. Οι γίββωνες είναι δενδρόβιοι και κινούνται ανάμεσα στα δέντρα μόνο με τα χέρια τους, αρπάζοντας το ένα κλαδί μετά το άλλο με μεγάλη άνεση (ταλαντεύσεις από δέντρο σε δέντρο). Είναι γνωστοί για την αξιοπρόσεχτη φωνή τους και τρέφονται με καρπούς, τρυφερά φύλλα, μπουμπούκια, λουλούδια, αλλά και αυγά και έντομα. Την τροφή τους πρώτα την πιάνουν με τα χέρια και μετά την βάζουν στο στόμα. Έχουν μακρείς κυνόδοντες για να καθαρίζουν τους σκληρούς καρπούς καθώς και για την πάλη μεταξύ τους.

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Groves, C. (2005). Wilson, D. E.· Reeder, D. M, επιμ. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 178–181. ISBN 0-801-88221-4. OCLC 62265494. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2011. 
  2. 2,0 2,1 Mootnick, A.; Groves, C. P. (2005). «A new generic name for the hoolock gibbon (Hylobatidae)». International Journal of Primatology 26 (26): 971–976. doi:10.1007/s10764-005-5332-4. 
  3. 3,0 3,1 Geissmann, Thomas (Δεκέμβριος 1995). «Gibbon systematics and species identification» (PDF). International Zoo News 42: 467–501. http://gibbons.de/main/papers/pdf_files/1995gibbon_systematics_big.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-08-15. 
  4. Thomas Geissmann. "Gibbon Systematics and Species Identification" (web version). Ch.3: "Adopting a Systematic Framework" Retrieved: 2011-04-05.
  5. Hoolock is derived from the Greek word ξυλοκόπος (ξῦλοκὀπος) "wood-cutter"