Τσαρούχι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το υπόδημα. Για την βραχονησίδα του Κορινθιακού, δείτε: Τσαρούχι (νησίδα).
Τσαρούχι, το υπόδημα των ευζώνων (φωτογραφία από παράταξη της Προεδρικής Φρουράς)

Το τσαρούχι είναι ελαφρύ, δερμάτινο χειροποίητο ανδρικό ή γυναικείο υπόδημα με ή χωρίς φούντα[1] το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές των Βαλκανίων και της Τουρκίας μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως υποδήματα μαζί με τη φουστανέλα και με τη στολή των Ευζώνων.

Η αρχική τους ονομασία ήταν «πίγγες»[2] ενώ η σημερινή λέξη που προσδιορίζει τα συγκεκριμένα υποδήματα πιστεύεται ότι προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Στην Ιταλία υπάρχουν όμως μυτερά υποδήματα ονομαζόμενα «chiòchiera» («τσιότσιερα») ή «ciòcia» κάτι που επιτρέπει να υποθέσουμε την Ιταλική καταγωγή της ονομασίας. Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.

Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.

Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες από το ίδιο δέρμα.

Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρ' όλα αυτά είναι ευρέως γνωστό υπό τον όρο «τσαρούχι». Την εποχή που τα ευζωνικά τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, στις φούντες ήταν τοποθετημένα αιχμηρά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν στις μάχες εκ του συστάδην.[3]


Εκφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τσαρούχια, αν και χρησιμοποιούνται σήμερα επίσημα (στην Ελλάδα) μόνο από την Προεδρική Φρουρά, ή ως τουριστικά αναμνηστικά είδη (σουβενίρ), έχουν πάρει ήδη τη θέση τους σε δημώδεις εκφράσεις όπως:

  • «έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι», κάτι που υποδηλώνει ότι η γλώσσα έγινε σκληρή σαν τσαρούχι σε περιπτώσεις δίψας,
  • «μπήκε με τα τσαρούχια» σε προσωπικές επιτυχίες.
  • «θα σας πάρουμε με τα τσαρούχια», θα σας νικήσουμε κατά κράτος.
  • «κοιμάται με τα τσαρούχια», εκτός πραγματικότητας.
  • «βγήκε με τα τσαρούχια», παμψηφεί.

Παροιμίες:

  • «Μικρός διάβολος τρανά τσαρούχια», περιοχή Βοΐου.
  • «Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ' την πίτα», Αρκαδία
  • «Ο χωριάτης κι αν πλουτίσει, το τσαρούχι δεν τ’ αφήνει»
  • «Μη θέλοντας ο ζωγράφος, μα θέλοντας ο βλάχος φόρησ’ ο Χριστός τσαρούχια»

Επίσης, στην αργκό των ευζώνων η έκφραση «σπάω το τσαρούχι» σημαίνει χτυπάω δυνατά το πόδι μου στο έδαφος, κατά τη διάρκεια του ευζωνικού βηματισμού. Στους δημοτικούς χορούς, η έκφραση «λύγισε τσαρούχι» ή «κάνε τσαρούχι» σημαίνει να λυγίσει κανείς το πέλμα του ποδιού προς τα επάνω (κατά το χαρακτηριστικό σχήμα του τσαρουχιού). Τέλος, στη περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 το τσαρούχι του Έλληνα τσολιά υπήρξε το πιο δημοφιλές θέμα τόσο στις γελοιογραφίες της εποχής και στις θεατρικές επιθεωρήσεις όσο και στα ευθυμογραφήματα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ελληνικές Φορεσιές, Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, β' έκδοση, Αθήνα 2005, σελ. 271.
  2. Παπαντωνίου, Ιωάννα (2000). Η Ελληνική ενδυμασία. Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. σελ. 242. ISBN 960-7059-10-7. 
  3. «Προεδρική Φρουρά: Στολές». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2017.