Τσελιγκάτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Τσέλιγκας)

Ως τσελιγκάτο ορίζεται ιδιότυπος κοινωνικός και παραγωγικός μηχανισμός, που αποτελούνταν από συγγενικές κυρίως οικογένειες. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι ορεινοί κάτοικοι προτίμησαν την κτηνοτροφία ως προσφορότερη από τη γεωργία[1] . Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η παρεμφερής ανάπτυξη βιοτεχνιών, που επεξεργάζονταν τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας, παρατηρείται η μετάβαση των κτηνοτρόφων από τις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στις οργανωμένες, που δε στηρίζονται σε σχέσεις αίματος, αλλά στο κοινό επαγγελματικό συμφέρον. Τότε εμφανίζεται το τσελιγκάτο, ως παραγωγικός συνεταιρισμός, με πυρήνα του τη διευρυμένη οικογένεια, οικονομικά εύρωστη, με σημαντικά κοπάδια στη διάθεσή της[2]. Με αυτή την οικογένεια συνεταιρίζονται άλλες συζυγικές οικογένειες ή διευρυμένες με μικρότερες οικονομικές δυνατότητες που τις χαρακτηρίζουν οι μεταξύ τους σχέσεις συγγένειας[3].

Ο λόγος που θεωρείται άξιος αναφοράς και ανάλυσης ο τρόπος ζωής των μελών των τσελιγκάτων είναι ο οργανωτικός δυναμισμός τους και η αντοχή του θεσμού στο χρόνο, που είχε ως συνέπεια την προστασία του επαγγέλματος των κτηνοτρόφων ακόμη και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες καθώς ζούσαν σε καλύβες, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Είχαν όμως το πλεονέκτημα να είναι ελεύθεροι, να μην ανήκουν σε φεουδάρχες και να είναι αυτάρκεις. Χαρακτηριστικό της δυναμικής του τσελιγκάτου ήταν η θέσπιση κανόνων αποκλειστικά μεταξύ των μελών του και η απουσία εποπτεύουσας ή άλλης αρχής που να διατάζει για τον τρόπο λειτουργίας τους.

Το ανθρώπινο δυναμικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανθρώπινο δυναμικό του τσελιγκάτου επιμεριζόταν ιεραρχικά σε διάφορους ρόλους: Στην κορυφή βρισκόταν ο τσέλιγκας, ως επικεφαλής και υπεύθυνος για όλες τις δραστηριότητες του τσελιγκάτου. Εκπροσωπούσε το τσελιγκάτο έναντι τρίτων κλείνοντας συμφωνίες (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος), ήταν υπόλογος στις Αρχές του κράτους, καθόριζε τα καθήκοντα των μελών, φρόντιζε για τη διαβίωσή τους είχε την αποκλειστική ευθύνη για την προμήθεια προϊόντων από την αγορά και την αρμοδιότητα για τις πιστωτικές λειτουργίες με τους σμίχτες και τους τσοπάνους. Πριν από κάθε μετακίνηση ο τσέλιγκας, μαζί με τους αρχηγούς των οικογενειών του τσελιγκάτου έκανε τους λογαριασμούς και μοίραζε τα κέρδη με κριτήριο τον αριθμό των ζώων που διέθετε ο καθείς. Από την πλευρά τους οι τσοπάνηδες έπαιρναν τη προσυμφωνημένη «ρόγα» (μισθό), με την προϋπόθεση πάντα ότι θα απέμενε ένα χρηματικό ποσό μετά από τον υπολογισμό των πιστώσεων που είχαν καταγραφεί στον προσωπικό τους λογαριασμό[4]. Έπονταν οι σμίχτες, αρχηγοί των οικογενειών που κατείχαν καίριες θέσεις στην παραγωγική διαδικασία. Ακολουθούσαν τα μέλη των οικογενειών που συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες. Τελευταίος εργασιακός παράγοντας είναι οι τσοπάνηδες, ως έμμισθοι.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα, νομαδικού βίου στον ελλαδικό χώρο, αποτέλεσαν οι Σαρακατσάνοι και κάποιοι Βλαχόφωνοι. Οι πρώτοι, επικέντρωσαν το επαγγελματικό τους ενδιαφέρον αποκλειστικά στην κτηνοτροφία, ενώ οι δεύτεροι ασχολήθηκαν περισσότερο με τη διαχείριση των κτηνοτροφικών προϊόντων, γεγονός που στη συνέχεια τους οδήγησε στη δημιουργία μιας εμπορευματικής τάξης. Στο τσελιγκάτο της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας απαντάται ο συνεταιρισμός στην πρωτόγονη μορφή του. Παρόμοιους συνεταιρισμούς συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδος όπως οι σμίχτες, οι σερμπιές, τα μιτάτα, τα παραδιάρικα και τα κοινάτα.

Τα μέλη του τσελιγκάτου είναι νομάδες κτηνοτρόφοι που ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά, διαφορετικής δυναμικότητας μεταξύ τους. Και αυτό γιατί είναι αυτονόητο ότι ήταν απαραίτητοι οι τσέλιγκες, που είχαν κοπάδια, στοιχειώδη μόρφωση, γνώση της βοσκοϊκανότητας καθώς και κοινωνικές σχέσεις αλλά χρειάζονταν παράλληλα για τη λειτουργία του τσελιγκάτου και οι τσοπάνοι, που είχαν μικρό μεν κοπάδι αλλά συνείσφεραν με την εργασία τους. Ο τρόπος ζωής τους επέτρεψε να διατηρήσουν τα εθνολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις κρατήθηκαν ατόφια σε όλο τη διάρκεια ύπαρξης του θεσμού του τσελιγκάτου. Η επαφή και η σχέση τους με τη φύση και τα ζώα ήταν στενή και αλληλένδετη καθώς εξαρτιόταν καθολικά ο βιοπορισμός τους. Παρόλο που η εκπαίδευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη λόγω του τρόπου ζωής τους (συχνές μετακινήσεις), είχαν καταφέρει να έχουν αίσθηση του λόγου και του ρυθμού μέσα από τις αφηγήσεις και τα τραγούδια τους.

Μνημειώδης ήταν η συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του τσελιγκάτου, ως αναγκαία μάλλον συνθήκη καθώς δεν υπήρχαν πιστωτικοί οργανισμοί που να εξυπηρετούν τους μεμονωμένους κτηνοτρόφους. Όταν κάποιος ήθελε να φτιάξει το δικό του κοπάδι για να μην είναι απλώς τσοπάνος και να αναπτύξει αυτονομία, βοηθιόταν από τους συγγενείς και τους συγχωριανούς του, οι οποίοι του πήγαιναν από ένα ζώο. Το ίδιο έκαναν εάν κάποιος έχανε το κοπάδι του, διαμορφώνοντας με άλλα λόγια ένα είδος «κοινωνικής ασφάλισης». Επίσης, οι φτωχοί κτηνοτρόφοι χρηματοδοτούνταν άτοκα από το τσελιγκάτο, ως μέσο επιβίωσης και ευημερίας. Η αλληλοβοήθεια μεταξύ τους φαίνεται στις διάφορες δραστηριότητες του εργασιακού και κοινωνικού τους βίου, όπως το κούρεμα των ζώων και το χτίσιμο των σπιτιών. Αυτού του τύπου η αλληλεγγύη μεταξύ τους σε συνάρτηση με την αυτάρκεια των αγαθών παρείχε στα μέλη του τσελιγκάτου μεγάλο βαθμό αυτονομίας και συνεπώς μικρό εκχρηματισμό της οικονομίας τους.

Αξιοσημείωτη ήταν η στενή σχέση ανάμεσα στον ποιμενικό και στο ληστρικό κόσμο. Αρκετοί ληστές έβρισκαν καταφύγιο στο τσελιγκάτο, όπου και συχνά επένδυαν τη λεία από τις ληστείες που διέπρατταν. Η συμμορία είχε σαν κύρια πηγή ανεφοδιασμού της τη στάνη, ενώ παράλληλα της εξασφάλιζε την αναγκαία κάλυψη και προστασία.

Δραστηριότητες και κοινωνική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάγκη μετακίνησης των Σαρακατσάνων και ορισμένων Βλαχόφωνων (αυτών που είχαν υιοθετήσει το ναμαδικό βίο) με όλα τα μέλη της οικογένειάς τους, σε μια κυκλική και επαναλαμβανόμενη διαδικασία, καθόριζε την κοινωνική τους οργάνωση και τους θεσμούς. Ιδιαίτερο γνώρισμα, των νομαδικών αυτών κοινωνιών ήταν η συγγένεια, η οποία όριζε σε μεγάλο βαθμό την οργάνωση των ανθρώπων σε γένη και όχι η εντοπιότητα, όπως συνέβαινε στο μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Όμοια με τη διευρυμένη οικογένεια και τα μέλη του τσελιγκάτου ανέπτυσσαν μεταξύ τους πνεύμα αλληλεγγύης. Αναφέρεται ότι η ομαδική συσπείρωση οδήγησε στην καλλιέργεια συγκινητικών εθίμων αλληλοβοήθειας και συνεργασίας σε κοινοτικές, αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες[5]. Με αυτόν τον τρόπο το τσελιγκάτο πήρε μορφή ομαδικής ζωής, που εξασφάλιζε, μέσω της συνεργασίας, την υπεράσπιση των συμμετεχόντων έχοντας στόχο το κοινό συμφέρον. Παράλληλα, υπήρξε ιεράρχηση, η διάταξη και το μέγεθος των καλυβών αποκαλύπτουν με σαφήνεια τις δομές των νομαδικών αυτών κοινωνιών. Ο τσέλιγκας, ως αρχηγός κατείχε τη μεγαλύτερη καλύβα. Μια μικρή ομάδα καλυβών ανήκε στις εκτεταμένες οικογένειες, ενώ οι συζυγικές οικογένειες διέμεναν στις απομονωμένες καλύβες.

Η σχέση τους με την θρησκεία ήταν πολύ στενή και τηρούσαν ευλαβικά τα μυστήρια. Οι γιορτές του Χριστιανισμού ήταν ενταγμένες στην καθημερινότητά τους και τις συνόδευαν με χορούς και τραγούδια. Μέσω του γάμου και κατ’ επέκταση των παιδιών έβλεπαν την ευκαιρία για κοινωνική κατανομή της εργασίας.

Το τσελιγκάτο εκτός της κοινωνικής δομής που εκπροσωπούσε αλλά και της παραγωγικής διαδικασίας που εκτελούσε υπήρξε στήριγμα στους αγώνες των Ελλήνων, τόσο κατά την Επανάσταση του 1821 όσο και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η παροχή τροφίμων και ρουχισμού αλλά και η προσωπική συμμετοχή μέσω των αντάρτικων ήταν ένα μόνο μέρος της συμβολής τους στην αντίσταση.

Παρακμή των παραδοσιακών μορφών οργάνωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις αρχές του εικοστού αιώνα πραγματοποιείται η εγκατάσταση των Σαρακατσάνων από τα ορεινά στις πεδιάδες. Από νομάδες κτηνοτρόφοι που ήταν σταδιακά γίνονται γεωργοί-κτηνοτρόφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι, επιστήμονες. Συγκεκριμένα μετά την επανάσταση και με την προοδευτική απελευθέρωση της χώρας, το 1870 η κτηνοτροφία δέχεται ισχυρό πλήγμα με τη μείωση αιγοπροβάτων ένεκα της αύξησης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Μείωση των βοσκοτόπων συντελέστηκε και με τη μετανάστευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922, όταν έγιναν απαλλοτριώσεις μεγάλων ιδιοκτησιών, για να τους δοθεί γη. Η παρακμή και η σταδιακή εξαφάνιση του τσελιγκάτου έγινε με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (1917- 1925) και τη συνακόλουθη εντατικοποίηση των καλλιεργειών, θέτοντας τέρμα στην αγρανάπαυση[6].

Το τέλος του θεσμού ήρθε κατά τη δεκαετία του ’60 όταν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής αλλά και νωρίτερα (η απελευθέρωση της χώρας, η μετανάστευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι πολιτικές που δεν στήριξαν τους αγρότες και ο εκσυγχρονισμός) επέβαλαν την αλλαγή στον τρόπο ζωής τους. Ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα είχε αρχίσει να διαφαίνεται η φθίνουσα πορεία. Η εγκατάλειψη του βουνού, η ενασχόληση με τη γεωργία και η στροφή προς άλλα επαγγέλματα έφερε σταδιακά την παρακμή του τσελιγκάτου.

Αναδιοργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διοικητική αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους (1938) υποχρέωσε με νόμο όλους τους νομάδες να εγγραφούν στα δημοτολόγια, με συνέπεια να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Έτσι, ήρθαν σε επαφή με αξίες διαφορετικές από τις δικές τους και έγιναν φορείς αλλαγών. Αγόρασαν θερινά ή χειμερινά λιβάδια για την εξασφάλιση της κτηνοτροφίας προκειμένου να αποκτήσουν μόνιμη διαμονή. Οι συζυγικές οικογένειες αυτονομήθηκαν αγοράζοντας γη, και απελευθερώθηκαν από τον οικονομικό συνεταιρισμό του τσελιγκάτου. Το σύστημα παραγωγής μεταβλήθηκε και στο εξής οι Σαρακατσάνοι εκμεταλλεύτηκαν παράλληλα και τη γεωργία. Ως ήταν φυσικό άλλαξε η φυσιογνωμία του αρχηγού της οικογένειας με αυτήν του εκμεταλλευτή-επιχειρηματία. Οι παραδοσιακές γνώσεις αντικαταστάθηκαν από τις νέες τεχνικές και τα παιδιά υποχρεώθηκαν να πάνε στα σχολεία.

Σταδιακά οι Σαρακατσάνοι εγκατέλειψαν τα στοιχεία της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, ωστόσο ο νομαδισμός συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του ’70. Τα πρώτα μεταπολεμικά στοιχεία για τη νομαδική κτηνοτροφία μας τα δίνει η Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία κατέγραψε όλες σχεδόν τις οικογένειες των Σαρακατσάνων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της υπήρχαν 10.604 οικογένειες μεταβατικών και εδραίων Σαρακατσάνων με 1.729.141 γιδοπρόβατα[7]. Κατόπιν τα τσελιγκάτα και τα κονάκια έσβησαν. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής τους επιζεί μόνον ως μνήμη.

Ένας Θεσμός Επιτυχούς Αυτοδιαχείρισης Των Κοινών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως έχει ειπωθεί από τον Hardin, την Ostrom και άλλους ερευνητές, οι βοσκότοποι αποτελούν κλασικό παράδειγμα πόρων οι οποίοι εντάσσονται στην κατηγορία των κοινών.[8] Ο θεσμός του τσελιγκάτου αποτέλεσε μια σημαντική δομή διακυβέρνησης των πόρων αυτών και συντέλεσε σε μια αποτελεσματική αυτοδιαχείριση των βοσκοτόπων.[9] Οι βοσκότοποι αποτελούσαν τη βάση της παραγωγικής δομής του τσελιγκάτου. Για να διατηρούνται οι βοσκότοποι σε καλή κατάσταση, τα μέλη του ανέπτυξαν μια σειρά άτυπων θεσμικών ρυθμίσεων και κανόνων που απέτρεπαν την ελεύθερη πρόσβαση από μη εξουσιοδοτημένα άτομα και διασφάλιζαν την αποτελεσματική χρήση και οικειοποίηση του πόρου, προστατεύοντάς τον από την τραγωδία και την καταστροφή. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των ζώων που διατηρούσαν δεν ήταν απεριόριστος, έπρεπε να ανταποκρίνεται στη βοσκοϊκανότητα των βοσκοτόπων.[10] Επίσης χρησιμοποιούσαν τεχνικές βόσκησης που προστάτευαν και ταυτόχρονα αύξαναν την αποδοτικότητα των βοσκοτόπων, για παράδειγμα το σύνολο των ζώων χωριζόταν σε μικρότερα κοπάδια, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, και επιλεγόταν ένα συγκεκριμένο τμήμα του βοσκοτόπου. Επιπλέον, δεν επιτρεπόταν η βόσκηση σε ένα βοσκότοπο, αν η βλάστηση δεν είχε ακόμα ετοιμαστεί και αναπτυχθεί σε σημείο ώστε να μην προκληθούν ανεπανόρθωτες ζημιές.[11] Το αποτέλεσμα όλων αυτών των πρακτικών ήταν να περιορίσουν τις δραστηριότητες αλόγιστης χρήσης και να προστατεύσουν τον πόρο. Ο Παπαναστάσης (2003) χαρακτηριστικά αναφέρει ότι όσο υπήρχε το καθεστώς του τσελιγκάτου δεν είχε σημειωθεί καμιά περίπτωση υποβάθμισης των πόρων αυτών.[12] Αντίθετα τα τελευταία χρόνια οι βοσκότοποι στη χώρα μας αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα υποβάθμισης.

Ως θεσμός το τσελιγκάτο είχε πολλά κοινά στοιχεία με τους σύγχρονους οικονομικούς συνεταιρισμούς καθώς η οργάνωσή του βασιζόταν στην αρχή της συλλογικής οργάνωσης και δράσης[13]

Το τσελιγκάτο αποτελεί έναν πόρο που ανήκει στην κατηγορία των κοινών. Αποτελούνταν από μία ομάδα κτηνοτρόφων με κοινά χαρακτηριστικά, τα όρια της οποίας ήταν σαφώς ορισμένα και πέραν αυτών κανένας άλλος δεν είχε δικαίωμα στη γη. Ένα από τα στοιχεία που συντέλεσαν στην μακροχρόνια πορεία του τσελιγκάτου ήταν η επαρκής γνώση του αντικειμένου από την μεριά των κτηνοτρόφων, όπως για παράδειγμα η βοσκοϊκανότητα του πόρου. Επίσης, το γεγονός ότι οι ομάδες του ήταν μικρές σε αριθμό επέτρεψε την συνεργασία μεταξύ τους αλλά και τον εύκολο εντοπισμό όσων δεν συμμορφώνονταν σύμφωνα με τους κανόνες, που οι ίδιοι θέσπιζαν. Πιο αναλυτικά, ο τσέλιγκας ήταν εκείνος που όριζε τις ομάδες, οι οποίες έπρεπε να επιβάλλουν κυρώσεις στους παραβάτες. Συνεπώς, το κόστος των μηχανισμών επίλυσης διαμαχών ήταν χαμηλό καθώς ήταν οι ίδιοι που ασκούσαν τον έλεγχο. Σημαντικό είναι ότι δεν υπήρχε αμφισβήτηση των θεσμών του τσελιγκάτου από εξωτερικές διοικητικές αρχές. Τέλος, λόγω του μικρού συστήματος λειτουργίας του τσελιγκάτου δεν υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα λειτουργιών και οργάνωσης.

ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ

  Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο θεσμός του τσελιγκάτου εμφανίστηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και επικράτησε μέχρι τα τέλη του 1960. Για να μπορέσουν να διατηρήσουν το τσελιγκάτο ως μια παραγωγική δραστηριότητα , τα άτομα που συμμετείχαν σε αυτό όριζαν συλλογικά κάποιους κανόνες με τους οποίους δεν δίνονταν η δυνατότητα σε ξένους να έχουν πρόσβαση στα βοσκοτόπια αυτά. Η οικονομική εξάρτηση της ομάδας από τον πόρο, τα όρια που έχουν προσδιοριστεί για την βοσκοικανότητα του, η εξασφάλιση του χαμηλού κόστους διαχείρισης του, η υπακοή των μελών στους κανόνες και στις κυρώσεις που ίδιοι αποφάσισαν, ο σεβασμός τους στους θεσμούς αυτούς και η δυνατότητα διαμόρφωσης αυτών από την ομάδα είναι μερικά από τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για να διατηρηθεί το τσελιγκάτο.  Παράλληλα διασφάλιζαν την αποτελεσματική χρήσης και οικειοποίηση του πόρου.   Όσο πιο μικρός ήταν ο αριθμός της ομάδας που συμμετείχαν τόσο εύκολα ήταν να εντοπιστεί όταν κάποιος δεν τηρούσε τους κανόνες χρήσης του βοσκότοπου. Η ομάδα αποτελούνταν από τον τσέλιγκα, κάποια άτομα τους λεγόμενους σμίχτες και μέχρι δέκα βοσκούς (Αρσενίου 1972), οι οποίοι ορίζανε την επιτροπή παρακολούθησης και έλεγχαν να μην εισέρχονται ξένοι βοσκοί στο δικό τους βοσκοτόπι.  Ο συνολικός αριθμός των ζώων του κάθε βοσκού μπορούσε να αυξηθεί μέχρι τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην βοσκοικανότητα της βοσκήσιμης γης του τσελιγκάτου. Μέσω των λειτουργικών κανόνων ελέγχανε και περιορίζανε την αλόγιστη χρήση του. Αυτό είχε ως συνέπεια να μπορούν να συντηρήσουν τον πόρο σε βέλτιστο σημείο ώστε να μπορεί να αναπτύσσεται και να διατηρηθεί μακροχρόνια.

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Θανόπουλος Γ., 80.
  2. Αναφέρεται πως το μέγεθος του τσελιγκάτου ποίκιλε ανάλογα με το μέγεθος του κοπαδιού – πυρήνα. Σε μερικές περιπτώσεις τσελιγκάτα αριθμούσαν μερικές χιλιάδες ζώων και δεκάδες οικογενειών. Βλ. Θανόπουλος Γ., 83.
  3. Δεν αποκλειόταν, ωστόσο, η περίπτωση έλλειψης συγγενικών δεσμών. Βλ. θανόπουλος Γ., Σπαθάρη- Μπεγλίτη Ε., 116-117.
  4. Βλ. θανόπουλος Γ., Σπαθάρη - Μπεγλίτη Ε., 83.
  5. Βλ. Θανόπουλος Γ., 80.
  6. Βλ. Θανόπουλος Γ., 81.
  7. Βλ. Χατζημιχάλη Αγγ., 1953 «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες-Τα ισνάφια», L’ Hellenisme Contemporain, Αθήνα.
  8. Αρβανιτίδης και Νασιώκα, 2015, σ. 44
  9. Αρβανιτίδης και Νασιώκα, 2015, σ. 46-47
  10. Αρβανιτίδης και Νασιώκα, 2015, σ. 48
  11. Αρβανιτίδης και Νασιώκα, 2015, σ. 48-49
  12. Αρβανιτίδης και Νασιώκα, 2015, σ. 47
  13. Αρβανιτίδης, Π. Νασιώκα, Φ. (2015) «Το Τσελιγκάτο: Ένας Θεσμός Επιτυχούς Αυτοδιαχείρισης Των Κοινών», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλεξάκης Ε. (2003). Τα τσελιγκάτα και οι μετακινήσεις των Αρβανιτοβλάχων κτηνοτρόφων της Ηπείρου, Γεωγραφίες, 5, 114-134.
  • Αρβανιτίδης Π.,Νασιώκα Φ., 2015, «Το Τσελιγκάτο: Ένας Θεσμός Επιτυχούς Αυτοδιαχείρισης Των Κοινών», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τ. 16, τχ.64, σσ. 39-55.
  • Αρβανιτίδης Π., Νασιώκα Φ. (2014). Το τσελιγκάτο: ένας θεσμός επιτυχούς αυτοδιαχείρισης των κοινών, Το βήμα των κοινωνικών επιστημών.
  • Θανόπουλος Γ., 2002, «Αγροτική και ποιμενική ζωή» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Α, Ε.Α.Π., Πάτρα.
  • Θανόπουλος Γ., Σπαθάρη- Μπεγλίτη Ε., 2002, «Παραδοσιακή διατροφή» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Α, Ε.Α.Π., Πάτρα.
  • Χατζημιχάλη Α., 1953, «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες-Τα ισνάφια», L’ Hellenisme Contemporain, Αθήνα.
  • Ostrom E. (1990). Governing the Commons, Cambridge: Cambridge University Press.
  • Δαμιανάκος, Σ. 2003. Κοινωνική ληστεία και αγροποιμενικός πολιτισμός στην Ελλάδα. Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός. Αθήνα, Πλέθρον, σελ. 65-97.

ΠΗΓΕΣ

http://artinews.gr/%CE%BF%CE%B9-%CF%82%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82.html 

https://www.vlahoi.net/politismos/tseligata-vlahon-sarakatsanon  

https://www.pemptousia.gr/2018/10/tseligkato-ke-keratziliki-i-ikonomiki-drastiriotita-ton-vlachon/