Κίνημα των Γιαγιάδων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Το Κίνημα των Γιαγιάδων)

Το κίνημα των Γιαγιάδων ήταν κίνημα στη Σάμο στο οποίο πρωτοστάτησαν γόνοι της ισχυρής τοπικής οικογενείας των Γιαγιάδων κατά τα έτη 1912 - 1925.[1]

Η κατάσταση στην Ελλάδα και στη Σάμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κίνημα εκδηλώθηκε σε διάφορες φάσεις σε μια ταραγμένη περίοδο για την Ελλάδα, μέσα σε συνεχή πολεμική δραστηριότητα λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του Εθνικού Διχασμού, της εκστρατείας στη Μικρά Ασία και της μικρασιατικής καταστροφής. Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, διάδοχος του Σαμίου Θεμιστοκλή Σοφούλη στην πρωθυπουργία και στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, με αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Κονδύλη. Αυτή η συγκυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα με κυριότερα την εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού, την αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων, των οποίων ο αριθμός άγγιζε ή και υπερέβαινε το ενάμισι εκατομμύριο, μια σειρά οικονομικών σκανδάλων στις προμήθειες του στρατού κατά την πρόσφατη εκστρατεία της Μ. Ασίας, καθώς και την απέλαση του Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από τους Τούρκους ως μη έχων νόμιμο διαβατήριο, μια προσπάθεια των Κεμαλικών να εξουθενώσουν τον εξαιρούμενο από τη συνθήκη της Λωζάννης περί ανταλλαγής πληθυσμών ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης. Ως αποτέλεσμα, ξέσπασε μια σειρά απεργιών την Άνοιξη και κατόπιν η αποχώρηση των Μικρασιατών πληρεξουσίων από την Δ΄ Εθνοσυνέλευση, μετά από αποτυχημένους χειρισμούς της κυβέρνησης στο θέμα της αποκατάστασής τους. Οι Μικρασιάτες αμέσως μετά δήλωσαν ότι θα στηρίξουν μια πιθανή δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου, ο οποίος από τις αρχές Ιουνίου άρχισε να αρθρογραφεί στις εφημερίδες της εποχής απειλώντας απροκάλυπτα πλέον την κυβέρνηση με στρατιωτική επέμβαση. Εν τω μεταξύ, σημειώθηκαν τριγμοί στο εσωτερικό της συγκυβέρνησης με φήμες για παραίτηση του Αντιπροέδρου και Υπουργού Εσωτερικών Γεωργίου Κονδύλη, φήμη που έμελλε να επιβεβαιωθεί τις 26 Ιουνίου προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης.

Από την άλλη πλευρά, η Σάμος είχε γνωρίσει κατά τις τελευταίες δεκαετίας της αυτονόμου Σαμιακής Πολιτείας σημαντική εσωτερική ανάπτυξη. Οι σημαντικές φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις είχαν δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία του τόπου. Η βιοτεχνία με κέντρο το Καρλόβασι και το Βαθύ πραγματοποίησε αλματώδη βήματα προόδου απασχολώντας πολλές εκατοντάδες ανθρώπων στα βυρσοδεψεία. Ακόμη, η αγροτική παραγωγή με κυριότερο σημείο αναφοράς την οινοπαραγωγή, την ελαιοκαλλιέργεια και τα καπνά όχι μόνο δεν έμεινε στάσιμη αλλά εξελίχθηκε αξιοποιώντας τις νέες μεθόδους καλλιέργειας. Επίσης το εμπόριο ήταν σημαντικός πυλώνας στήριξης της σαμιακής οικονομίας. Η Σάμος, τόπος που χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια αγαθών, είχε σχετικά περιορισμένες εισαγωγές, ενώ εξήγαγε ως επί το πλείστον αγροτικά και βιοτεχνικά προϊόντα κυρίως προς τα γειτονικά μικρασιατικά παράλια αλλά και προς άλλα σημαντικά εμπορικά κέντρα του κόσμου. Τέλος, η ναυτιλία και η ναυπηγική γνώρισαν ανοδική πορεία σε συνδυασμό με μακρές περιόδους πολιτικής σταθερότητας. Σε αυτά τα πλαίσια, η Σάμος κατέστη ελκυστική για αρκετούς εμπόρους, τεχνίτες και βιοτέχνες που αναζητούσαν ευνοϊκότερες συνθήκες. Έτσι, η Σάμος την εποχή της Ένωσης με την Ελλάδα το 1913 ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας.

Οι πρώτες προσπάθειες για Ένωση, η επίτευξη του στόχου και οι αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έως τις αρχές του 20ου αιώνα, με εξαίρεση τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της Σαμιακής Πολιτείας, δεν παρατηρήθηκε σημαντικό επαναστατικό ρεύμα στη Σάμο. Όμως, την είσοδο του αιώνα συνοδεύει η «εισβολή» ιδεών, ιδεολογιών και αξιών που μέχρι πρότινος δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο αξιακό σύστημα του δυτικού κόσμου, με κυριότερη ιδεολογία τον Εθνικισμό, που επήλθε κατά την κατάρρευση των αυτοκρατοριών σε συνδυασμό με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών. Τότε κάνει την εμφάνισή της στη Σάμο μια ολιγομελής αλλά δυναμική ομάδα διανοουμένων με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή Σοφούλη που προσπαθεί να εμφυσήσει στους Σαμιώτες την επιθυμία να εκδιώξουν τον οθωμανικό στρατό που παράνομα είχε φέρει στη Σάμο ο Ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης και να εντάξουν τη Σάμο στο ελληνικό κράτος. Παράλληλα, σημαντική κινητικότητα παρατηρήθηκε με την εισαγωγή τυφεκίων από τον Πειραιά, χωρίς όμως την άδεια των ελληνικών αρχών. Ορισμένοι συντηρητικοί καθώς και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησαν να αποτρέψουν τους Σαμιώτες από μια πιθανή επανάσταση, μιας και κάτι τέτοιο πιθανόν να επέφερε την απώλεια των προνομίων που κατείχε η Σάμος και να προκαλούσε ρήξη στις σχέσεις Ελλάδας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως, οι συντηρητικές φωνές δεν μπόρεσαν να υποσκελίσουν τις ριζοσπαστικές και το 1912 ξεκινά και επίσημα η επανάσταση για την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Συμμετέχουν με ενθουσιασμό και οι Γιαγιάδες. «Διαβαίνουμε το θαλάσσιο Ρουβίκωνα της Σμύρνης για την Ένωση της Σάμου με την Ελλάδα», γράφει ο Ιωάννης Γιαγιάς, κάτι που ανεπίσημα φαίνεται να αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Σοφούλης.

Όταν επήλθε η ένωση, η ένταξη της Σάμου στο κράτος δεν υπήρξε ομαλή. Οι ελληνικές αρχές αγνόησαν την ήδη υπάρχουσα οργανωτική δομή και όρισαν ένα πιο συγκεντρωτικό σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης. Η Σάμος από ένα ακμάζον πριγκηπάτο έγινε η παραμεθόριος μιας φτωχής χώρας και οι τοπικοί παράγοντες, όπως οι Γιαγιάδες, όχι απλά δε διεύρυναν αλλά απώλεσαν παντελώς την ισχύ που είχαν, όχι όμως και την επιρροή τους στον τοπικό πληθυσμό. Επιπλέον, το εμπόριο στράφηκε προς δυσμάς, προς την κυρίως Ελλάδα, με αποτέλεσμα να χαθούν σημαντικά έσοδα για την τοπική οικονομία. Ακόμη, επιβλήθηκε βαριά φορολογία στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή με αποτέλεσμα να μεταναστεύσει το 3% του πληθυσμού. Οι Γιαγιάδες, που ανέκαθεν υποστήριζαν ότι η Σάμος όφειλε να διατηρήσει κάποια προνόμια που είχε επί Ηγεμονίας, κατηγορούσαν τον Σοφούλη ως υπαίτιο για την γενικότερη εικόνα παρακμής που παρουσίαζε η Σάμος αλλά και για την απώλεια της εξουσίας που οι ίδιοι κατείχαν μέσα από την αμφισβήτηση της δράσης τους υπέρ της ένωσης. Ακόμη και ότι προσπάθησε να εκτοπίσει τον Μαραθόκαμπο από κάθε διοικητική λειτουργία, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ιωάννης Γιαγιάς στα απομνημονεύματά του. Τη δυσαρέσκεια μεγάλωσε δε η άφιξη Κρητικών χωροφυλάκων στο νησί για την τήρηση της τάξεως.

Η Πρώτη Φάση του Κινήματος (1914)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1914, ο Κωνσταντίνος Γιαγιάς κλήθηκε στο στρατό ως απλός οπλίτης, κάτι που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητικό. Παρόλ᾿ αυτά, κατόπιν προτροπών του αδελφού του Ιωάννη, ακολούθησε τους άλλους Μαραθοκαμπίτες κληρωτούς. Δυο εβδομάδες μετά ο Κωνσταντίνος Γιαγιάς επέστρεψε στη Σάμο, όχι όμως ως λιποτάκτης αλλά ως αρχηγός στάσεως, δεδομένου ότι τον ακολουθούσαν κι άλλοι. Ο Ιωάννης Γιαγιάς τότε, σχεδόν αναγκάστηκε να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος για να αποφευχθούν τα χειρότερα που θα μπορούσε να προκαλέσει ο παρορμητικός, αυθόρμητος κι ανώριμος χαρακτήρας του Κωνσταντίνου. Το σημαντικότερο γεγονός της πρώτης αυτής φάσης του κινήματος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η «εξέγερσις των γυναικών των τελευταίων τάξεων» υπό την ηγεσία της αδελφής των Γιαγιάδων στον Μαραθόκαμπο, που ακολούθησε την ύψωση της σημαίας της Σαμιακής Πολιτείας σε εκεί εκκλησία, και που ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς πράξεων εντυπωσιασμού από πλευράς Γιαγιάδων. Κατόπιν, οι Αρχές, για να αποδυναμώσουν το κίνημα εξορίζουν τους συγγενείς των Γιαγιάδων στη Στερεά Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι Γιαγιάδες να χάσουν σημαντικό έρεισμά τους στην τοπική κοινωνία και οι ελλαδικές αρχές να επιτύχουν το στόχο τους εν μέρει.

Β΄ Φάση (1916)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο χρόνια μετά, το 1916, το κίνημα αναζωπυρώνεται. Σε μια έρευνα της Χωροφυλακής στο σπίτι των Γιαγιάδων, ο Γεώργιος Γιαγιάς δολοφόνησε έναν χωροφύλακα, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν πάλι οι διώξεις. Στο μεταξύ, ο Εθνικός Διχασμός βενιζελικών – φιλοβασιλικών αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του και οι Γιαγιάδες προσχωρούν στη φιλοβασιλική μερίδα αφού ο μεγάλος τους αντίπαλος Θεμιστοκλής Σοφούλης είχε ενταχθεί στο Κόμμα Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εξοπλίζουν τους υποστηρικτές τους και αναλαμβάνουν ένοπλη δράση εναντίον των βενιζελικών της Σάμου συνεχίζοντας να διαφεύγουν της σύλληψης. Η κατάσταση όμως ανατράπηκε το 1917. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του με το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης ιδρύουν κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη ξεχωριστή από αυτή της Αθήνας που παρέμενε πιστή στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄. Σκοπός του Βενιζέλου ήταν η έξοδος της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που μαινόταν τότε, στο πλευρό της Αντάντ. Έτσι ο Εθνικός Διχασμός έλαβε σάρκα και οστά. Η Σάμος εντάχθηκε στην επικράτεια του «Κράτους της Θεσσαλονίκης». Όμως η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα ρευστή και το βενιζελικό στοιχείο όχι απλά δεν είχε εδραιωθεί εκεί αλλά μάλλον διωκόταν. Γι᾿αυτό το λόγο και έπειτα από πρόταση του βενιζελικού αξιωματικού Θεόδωρου Πάγκαλου δημιουργήθηκαν ένοπλα καταδιωκτικά αποσπάσματα «αμυνιτών» με αποστολή την ανάκτηση του ελέγχου των περιοχών όπου κυριαρχούσαν οι φιλοβασιλικοί, ως απάντηση στη δράση που αυτοί είχαν αναλάβει. Παρόμοια αποσπάσματα σχηματίστηκαν και στη Σάμο, τα οποία έδωσαν με τους Γιαγιάδες και τους συνεργάτες τους, τον Δημήτριο Αυτιά και τον πρώτο εξάδελφό τους Κωνσταντίνο Πήττα, μια σειρά μαχών και αψιμαχιών στις πλαγιές του Κέρκη. Στις 30 Ιουνίου 1917, τα αποσπάσματα των αμυνιτών, σε συνεργασία με διμοιρίες Κρητικών χωροφυλάκων, αποκλείουν τους Γιαγιάδες στο χωριό Κοσμαδαίοι, αλλά οι Γιαγιάδες κατορθώνουν να διαφύγουν μετά από πολύωρη σκληρή μάχη που περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια ο Ιωάννης Γιαγιάς στα απομνημονεύματά του. Σκοτώνεται, όμως, ο Γεώργιος Γιαγιάς. Κατά την είσοδό τους στο χωριό, αμυνίτες και χωροφύλακες το πυρπολούν και καίνε ζωντανές τη μητέρα και την αδελφή των Γιαγιάδων. Τελικώς, ο Ιωάννης Γιαγιάς συνελήφθη στα Μέγαρα και φυλακίστηκε στη Σύρο.

Γ΄ Φάση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τις εκλογές, όμως, του 1920 και την ήττα των Φιλελευθέρων του χορηγήθηκε αμνηστία κατέλαβε τη θέση του γραφέως Β΄ τάξεως παρά τη κενεί θέσει» στην Ικαρία. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, επιχειρεί να οργανώσει απόβαση στη Μίλητο σε συνεργασία με τους Άγγλους για τη διευκόλυνση του ελληνικού στρατού χωρίς όμως επιτυχία. Η εγκυρότητα αυτού του γεγονότος αμφισβητείται γιατί δεν είναι πρακτικά δυνατόν να συνεργάζονται με τους Άγγλους και ταυτόχρονα με τη φιλοβασιλική και άρα γερμανόφιλη και συνεπώς αντιαγλλική κυβέρνηση Γούναρη, αφού, όπως λέγεται, ο Ιωάννης Γιαγιάς ήταν συνεργάτης του Δημητρίου Γούναρη, στο πλευρό του οποίου παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του μετώπου το 1922 στη Μ. Ασία.

Τότε επιστρέφουν στη Σάμο. Στις 17 Οκτωβρίου 1922 καταλαμβάνουν το Καρλόβασι. «Ήρχισεν αμέσως η στρατολογία εθελοντών και η επιστράτευσις των μαθητών της Εμπορικής Σχολής δια την αντιγραφήν προκηρύξεων, με αίτημα την μεταβολή του πολιτεύματος εις νέον καθεστώς σήμερον και δημοκρατίαν ανεξάρτητον υπό την προστασίαν της Κοινωνίας των Εθνών και στηριζομένης επί του δόγματος της αυτονομίας του θεσπισθέντος μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμον και επικροτηθέντος υφ’ όλων των λαών.», γράφει ο Ιωάννης Γιαγιάς. Το σχέδιο όριζε να προχωρήσουν μέσα από τον ορεινό όγκο του Καρβούνη και να καταλάβουν το Βαθύ ξεσηκώνοντας παράλληλα και τις γύρω περιοχές. Παρ᾿όλ᾿αυτά, σύμφωνα πάντα με τα απομνημονεύματα του Ιωάννη Γιαγιά, διαφωνίες με τον αδελφό του Κωνσταντίνο οδήγησαν στην τελική αποτυχία του Κινήματος όταν «και κατέρρευσε και η Ανεξάρτητος Δημοκρατία, υποστάσα την άγριαν επίθεσιν υπερτέρων δυνάμεων και του μισθοφορικού τάγματος των προσφύγων Μικρασιατών του Μανώλη Σοφούλη». Έχει αναφερθεί ότι στόχος ήταν να δημιουργηθεί στήριγμα στο βασιλιά Κωνσταντίνο του οποίου η κυβέρνηση κατέρρεε μπροστά στο βάρος της ήττας στη Μικρά Ασία, αλλά ποιος ο λόγος να στηρίξουν κάποιον που είχε ήδη πέσει; Οι τρεις αδελφοί παραμένουν στο βουνό. Αργότερα, θα καταφύγουν στην Ιταλοκρατούμενη Πάτμο. Επειδή, όμως, οι ίδιοι ήταν παραβάτες του νόμου οι Ιταλικές αρχές δεν μπορούσαν να τους υποθάλψουν. Έτσι, αναγκάζονται να καταφύγουν στους Αρκούς, νησάκι ανατολικά της Πάτμου πλήρως ελεγχόμενο από πειρατές και λαθρεμπόρους. Λέει ο Γιαγιάς: «αυτοεξόριστοι -νέοι Ροβινσώνες- πάνω σ’ αυτά τα νησάκια (…) καταδιωκόμενοι από το βρυκολακιασμένο ένταλμα της καταλυθείσης Ηγεμονίας, της αυτόνομης πολιτείας της Σάμου, που το φάντασμά της μας καταδιώκη σαν να λέγη: Για την προδοσία που κάνατε στην ΠΑΝΕΛΕΥΘΕΡΗ τότε πατρίδα σας, τη Σάμο, το έγκλημα που κάνατε να με καταργήσετε, το φάντασμά μου θα σας παρακολουθή μέρα και νύχτα. (...) Λίγο πολύ, όλοι ήσαν οπλισμένοι (…) Μ’ όλα ταύτα, εδώ πάνω στο νησί αν και την ώρα τους την περνούσαν πίνοντας χορταστικά το φκιαγμένο στη στιγμή ούζο με το χταποδάκι, στο καφενεδάκι ή πάνω στις κουβέρτες των καϊκιών, δεν επήλθε ποτέ ρήξις μεταξύ τους. Τυχόν μικροδιαφοραί υπάγοντο εις την δικαιοδοσίαν της διαιτησίας μας. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες».

Γ΄ Φάση (1925)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την πάροδο τριών χρόνων, ο εισαγγελέας της Σάμου ανέσυρε τη δικογραφία των Γιαγιάδων και όρισε δικάσιμο. Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ζητά την απόσυρση της δικογραφίας με επιχείρημα το ότι τα περισσότερα αδικήματα είχαν παραγραφεί. Στην πραγματικότητα φοβάται ότι οι Γιαγιάδες θα πραγματοποιήσουν τις απειλές τους για επίθεση στη Σάμο. Ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνείται πεισματικά επικαλούμενος την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Τελικά πείθεται, αλλά είναι πλέον αργά. Τον Ιούνιο 1925 οι Γιαγιάδες αναδραστηριοποιούνται με νέο σχέδιο. Τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου 1925 αποβιβάστηκαν στο Μαραθόκαμπο. Τον προτιμούν γιατί είναι ευκολότερο γι᾿αυτούς να εδραιωθούν, μιας κι εκεί βρίσκονταν οι περισσότεροι υποστηρικτές τους, δεκαπέντε τον αριθμό. Κατόπιν, καταλαμβάνουν τρία οχήματα και κατευθύνονται προς το Καρλόβασι το οποίο και θέτουν υπό τον έλεγχο τους με εξαιρετική ευκολία εξουδετερώνοντας τους άντρες του εκεί σταθμού της Χωροφυλακής. Έπειτα, χωρίς να έχουν περάσει ούτε τρεις ώρες, επιτίθενται στο Βαθύ, την πρωτεύουσα, με άλλα τέσσερα λεωφορεία, για «το σάλτο μορτάλε», όπως λέει ο Ιωάννης Γιαγιάς, όπου καταλαμβάνουν τη διοίκηση Χωροφυλακής και συνεπικουρούμενοι από τους σαράντα καταδίκους που απελευθέρωσαν από τις φυλακές νίκησαν σε αψιμαχία τους σαράντα στρατιώτες που υπηρετούσαν στο νησί πιάνοντας τους κυριολεκτικά στον ύπνο. Αφαίρεσαν, ακόμη, από το κοινοτικό ταμείο της νήσου το ποσό των 75.000 δραχμών και από το ταμείο του εκεί υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας 1.000.000 δραχμές. Συλλαμβάνουν, ακόμη, το Δήμαρχο, το Νομάρχη και λοιπούς αξιωματούχους. Το πρωί της ίδιας ακόμα ημέρας, συγκεντρώνουν τους κατοίκους της πρωτεύουσας στην κεντρική πλατεία. Ο Ιωάννης Γιαγιάς, σε μια κίνηση αμφισβητούμενη και αμφιλεγόμενη, υψώνει τις σημαίες των τριών Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας. Στην προκήρυξη που αναγιγνώσκεται την οποία και υπογράφουν οι Γιαγιάδες και κάποιος Παντέλογλου, στην οποία ζητείται η παραίτηση της Κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου και υπογραμμίζεται η κακοδιοίκηση ως κυριότερο πρόβλημα της χώρας. Έπειτα, καλούν τους κατοίκους σε επιστράτευση με σεβαστή επιτυχία, καθώς ο αριθμός των ενόπλων υποστηρικτών τους έφτασε τους 400, ενώ ορισμένοι πιο τολμηροί και υπερβολικοί, είναι η αλήθεια, ανεβάζουν τον αριθμό σε 1.000 έως και 2.000.

Η καταστολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο διοικητής της εν Σάμω Χωροφυλακής Χριστακόπουλος, που του είχε επιτραπεί να μεταβεί στη Χίο με τους άνδρες του, αποστέλλει σειρά τηλεγραφημάτων στην Κυβέρνηση, την οποία ενημερώνει με έναν κάπως υπερβολικό τρόπο για τα καθέκαστα. Επικρατεί σύγχυση και το θέμα δεν αργεί να διαδοθεί στον Τύπο. Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες κατηγορούν τους φιλοβασιλικούς ότι υποκίνησαν το Κίνημα και οι φιλοβασιλικές αρνούνται κατηγορηματικά οιανδήποτε ανάμειξη της φιλοβασιλικής παράταξης και δεν υιοθετούν το Κίνημα αλλά υπογραμμίζουν την πλήρη αποδιοργάνωση του κράτους και αρνούνται κατηγορηματικά ότι οι Γιαγιάδες έχουν την υποστήριξη ξένων Δυνάμεων. Αντιπαραβάλλουν, δε, τους Γιαγιάδες με τα «μεγάλα ονόματα» των βενιζελικών στρατιωτικών και δηλώνουν ρητώς ότι οι Σαμιώτες στασιαστές είναι καταφανώς ανώτεροι «παντός κυρίου Πλαστήρα» Αργότερα, θα προβάλλουν τη συμπάθειά τους προς τους Γιαγιάδες με μια σειρά από άρθρων που σταματά το 1940, («Ο Αληθινός των Βίος: Έλληνες αληθείς, υιοί Έλληνος αληθούς», «Εις ταξείδιον με τον Γιαγιά», αφήγηση του Ιωάννου Γιαγιά κ.α.). Η Κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, κάνει συσκέψεις επί συσκέψεων. Ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εθνικής Άμυνας Γεώργιος Κονδύλης, με φήμη ειδικού στην αντιμετώπιση κρίσεων, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Συγκεντρώνει δύναμη αποτελούμενη από 10.000 έμπιστους άνδρες από στρατιωτικές μονάδες των Αθηνών, τα αντιτορπιλλικά «Λέων» και «Ιέραξ» και τα ανιχνευτικά «Σφενδόνη» και «Βέλος», ενώ δίνεται εντολή να ετοιμαστεί το «Αβέρωφ» για παν ενδεχόμενο. Η γενική αρχηγία ανατίθεται στον ικανό πλοίαρχο Ιωάννη Δεμέστιχα. Στις 8 Ιουνίου, η ισχυρή αυτή δύναμη αφίκεται στα νερά της Σάμου. Ο Δεμέστιχας αποκλείει το νησί με τις δυνάμεις που διέθετε και αποβιβάζει μέρος των πεζοναυτών του στο Μαραθόκαμπο τον οποίο καταλαμβάνει με χαρακτηριστική ευκολία, γιατί οι στασιαστές είχαν καταφύγει στα βουνά και ξεκινά κυκλωτική επίθεση στο Βαθύ, όπου έκαναν απόβαση οι υπόλοιποι στρατιώτες. Μένουν οι Γιαγιάδες κι άλλοι λίγοι άνθρωποι κυνηγημένοι στα βουνά. Ο Δεμέστιχας διενεργεί προανάκριση. Ο Ιωάννης Γιαγιάς προλαβαίνει να διαφύγει στα μικρασιατικά παράλια, ενώ ο Κωνσταντίνος Γιαγιάς συνεχίζει να κρύβεται με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί λίγο αργότερα από δηλητηρίαση, σύμφωνα με το θρύλο που σχηματίστηκε γύρω από το πρόσωπο του πιο γνωστού από τους Γιαγιάδες.

Έτσι κατεστάλη οριστικά το Κίνημα των Γιαγιάδων, όχι όμως και η δράση τους, που συνεχίζεται έως και το 1977 με το θάνατο του Ιωάννη Γιαγιά, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου και πρόεδρος της κοινότητας Μαραθοκάμπου με αρκετά πυκνή δημοσιογραφική δράση, με σκοπό να δικαιωθεί ο ίδιος και οι λοιποί Γιαγιάδες ως πρωτοστάτες της Ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα, συντάσσει τα Απομνημονεύματά του, όπου αρνείται κατηγορηματικά ότι το Κίνημα είχε σκοπόν «αυτονομιακόν» και παρουσιάζει τη θυελλώδη ζωή της οικογενείας Γιαγιά από τη δική του οπτική γωνία. Εκεί, μάλιστα, γράφει ότι η γενική αρχηγία του Κινήματος είχε ανατεθεί στον «Στρατηγόν Μεταξάν» και επρόκειτο να οργανώσουν εν ευθέτω χρόνω εξεγέρσεις στο έμπεδο Αθηνών – Πειραιώς, καθώς και στασιαστικά Κινήματα στη Χίο και τη Λέσβο. Αν και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί μέχρι τώρα, δείχνει πόσο δικτυωμένοι ήταν οι Γιαγιάδες και το πόσο φιλόδοξοι ήταν. Δε δίσταζαν, καθώς φαίνεται, να απευθύνονται με παρρησία, με θάρρος και με θράσος στον καθένα. Το Σεπτέμβριο, μάλιστα, του 1925, ο Ιωάννης Γιαγιάς απέστειλε επιστολή στην Κοινωνία των Εθνών, της οποίας ζητούσε την αρωγή καθώς και την επιστροφή των τουρκικών οικογενειών που είχαν εκδιωχθεί από τη Σάμο. Φυσικά, αφ᾿ης στιγμής το ελληνικό κράτος κατέστησε γνωστό ότι πρόκειται περί ατόμου επικηρυγμένου από τις Αρχές, το θέμα δεν πήρε περαιτέρω διαστάσεις.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]