Τονισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη γλωσσολογία ο τόνος είναι ένα διακριτικό σημείο που συνοδεύει ένα γράμμα και δίνει φωνητικές πληροφορίες για την προφορά του. Υπάρχουν διαφόρων ειδών τόνοι σε διαφορετικές γλώσσες: ο μουσικός τονισμός αφορά στην οξύτητα της φωνής και καθορίζει το ύψος (ψηλό/χαμηλό) της φωνής σε σχέσης με μη τονισμένες συλλαβές. Ο δυναμικός τονισμός αφορά την ένταση της φωνής και δηλώνει ότι η τονιζόμενη συλλαβή πρέπει να προφερθεί με μεγαλύτερη ένταση από τις μη τονιζόμενες συλλαβές.

Μουσικό τονισμό, για παράδειγμα, έχουν η Κινεζική και κάποιες αφρικανικές γλώσσες). Σε κάποιες γλώσσες και ιδιώματα, συνυπάρχει ο μουσικός με τον δυναμικό τονισμό (Σουηδικά, γλώσσες της Βαλτικής, Σλοβενική, γερμανικά ιδιώματα). Η Νέα Ελληνική έχει αποκλειστικά δυναμικό τονισμό.[1]

Ο τονισμός στην ελληνική γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, εικάζεται ότι χρησιμοποιούνταν ο μουσικός τονισμός. Δηλαδή, η τονιζόμενη συλλαβή προφερόταν σε υψηλότερο (λεπτότερο) μουσικό τόνο από τις υπόλοιπες και όχι πιο δυνατά από αυτές (όπως στον δυναμικό τονισμό). Η θεωρία αυτή ενισχύεται από την παρατήρηση πως οι τόνοι δεν επηρεάζουν τον ρυθμό στα μέτρα της ποίησης, κάτι που θα συνέβαινε αν χρησιμοποιούνταν δυναμικός τονισμός. Επιπλέον έμμεσες ενδείξεις υπέρ του μουσικού τονισμού δίνουν κάποιες περιγραφές από την αρχαιότητα.[1]

Σε μερικά νεοελληνικά ιδιώματα, αλλά και στην νεοελληνική (μερικές φορές) διατηρείται ο μουσικός τονισμός, σε συνύπαρξη όμως με τον δυναμικό τονισμό[1].

Από τους τελευταίους αιώνες π.Χ., είχε αρχίσει να υπερισχύει ο δυναμικός τονισμός, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να εκλείπει και η διάκριση μακρών από βραχέα φωνήεντα. Αυτές οι εξελίξεις εκτιμάται πως εμφανίστηκαν στον προφορικό λόγο αρκετά πριν την ποίηση, στην οποία μπορούν πιο εύκολα να εντοπιστούν[2].

Γραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορία των τόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαιότητα η ελληνική γραφή ήταν μόνο κεφαλαιογράμματη και χωρίς τόνους. Η εφεύρεση των τόνων αποδίδεται στον Αλεξανδρινό γραμματικό Αριστοφάνη τον Βυζάντιο (τέλος 3ου - αρχές 2ου αιώνα π.Χ.) και γενικότερα στους "Αλεξανδρινούς Φιλόλογους", με σκοπό την πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου και των μελικών ποιητών. Λόγω της αντικατάστασης του μουσικού τονισμού από τον δυναμικό ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, η ανάγνωση των κλασικών κειμένων είχε καταστεί ιδιαίτερα δύσκολη. Οι μαθητές και οι λόγιοι χρειάζονταν κάποια διακριτικά σημάδια για να αναγνωρίζουν σωστά τις λέξεις και να αποδίδουν σωστά το μέτρο γιατί θεωρούσαν ότι είχε χαθεί η σωστή προσωδιακή εκφορά και μουσικότητα του Ελληνικού Λόγου. Έτσι καθιερώθηκε σταδιακά η εφεύρεση του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, που αρχικά όμως χρησιμοποιήθηκε μόνο σε ορισμένα λογοτεχνικά έμμετρα έργα (απουσιάζει από καθημερινά κείμενα, όπως επιστολές και έγγραφα) και μάλιστα καθόλου συστηματικά (συχνότατα έχει προστεθεί από άλλο γραφέα ή διορθωτή).[2]

Η πρώτη σποραδική χρήση των τόνων εντοπίζεται σε φιλολογικούς παπύρους του 1ου αι. π.Χ. Χρειάστηκαν όμως πολλοί αιώνες για να αρχίσει να γενικεύεται η χρήση τους και μόνο από τον 8ο μ.Χ. αιώνα[3], ή κατ' άλλη εκδοχή τον 10ο αι.[4], και έπειτα φαίνεται ότι ίσως είχαν πια καθιερωθεί.

Οι τόνοι στη νεοελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ελληνική γραφή ο τόνος (΄) σημειώνεται πάνω από τα φωνήεντα (έτσι χρησιμοποιούνται τα: ά, έ, ή, ί, ό, ύ, ώ) για να σημειωθεί η έμφαση στην αντίστοιχη συλλαβή. Σε περιπτώσεις που η συλλαβή χαρακτηρίζεται από δίψηφο φωνήεν ο τόνος τοποθετείται στο δεύτερο γράμμα (δηλαδή: αί, αύ, εί, εύ, ηύ, οί, ού, υί). Ο τόνος μπορεί να συνδυαστεί και με διαλυτικά σε περιπτώσεις που το φωνηεντικό σύμπλεγμα πρέπει να διαχωριστεί σε δύο ξεχωριστά φωνήεντα (π.χ.: Μαΐου, Ταΰγετος). Στην περίπτωση κεφαλαίων στην αρχή των λέξεων (είτε επειδή η λέξη είναι όνομα είτε επειδή είναι λέξη στην αρχή πρότασης) ο τόνος τοποθετείται αριστερά από το γράμμα (π.χ. Άραχθος). Στην κεφαλαιογράμματη γραφή κανονικά δεν χρησιμοποιείται ο τόνος (π.χ. ΕΛΛΑΔΑ). Όταν η χρήση τού τόνου είναι επιθυμητή στην κεφαλαιογράμματη γραφή ο τόνος κατά παράδοση δεν μπαίνει αριστερά από το γράμμα αλλά πάνω ή δεξιά από το γράμμα (δηλαδή π.χ. όχι «ΕΛΛΆΔΑ», αλλά ΕΛΛΑ΄ΔΑ).[εκκρεμεί παραπομπή] Στην ελληνική γραφή τονίζονται όλες οι πολυσύλλαβες λέξεις και μερικές μονοσύλλαβες (οι μονοσύλλαβες κυρίως για την αποσαφήνιση τού νόηματός τους, π.χ. το διαζευκτικό ή διαφέρει έτσι από άρθρο, το πώς ("με ποιον τρόπο") από το πως ("ότι"), το πού από το που κλπ). Κάθε λέξη μπορεί να έχει μέχρι έναν τόνο. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της έγκλισης τόνου: όταν μια λέξη τονίζεται στην προπαραλήγουσα και ακολουθεί αδύνατος τύπος της κτητικής αντωνυμίας (μου, σου κλπ.), τότε τονίζεται και η τελευταία συλλαβή της (π.χ. "νόημά του"). Το φαινόμενο αυτό προέρχεται από την αρχαία ελληνική, στην οποία τονίζονταν και οι μονοσύλλαβες λέξεις, οπότε ο τόνος των κτητικών μετά από προπαροξύτονες λέξεις αναβιβαζόταν στη λήγουσα των λέξεων αυτών που προηγούνταν.

Ιδιαίτερα σημαντικός για την ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) είναι ο κανόνας της τρισυλλαβίας. Κατά τον κανόνα αυτόν ο τόνος δεν μπορεί ποτέ να αναβιβαστεί πριν την τρίτη από το τέλος συλλαβή μιας λέξης ή, με άλλη διατύπωση, δεν μπορούν και οι τρεις τελευταίες συλλαβές μιας λέξεις να είναι άτονες. Στην αρχαία ελληνική ο κανόνας αυτός δεν αφορούσε συλλαβές με τη σημερινή έννοια, αλλά χρόνους: δεν μπορούσε μια λέξη να καταλήγει σε πάνω από τρεις άτονους χρόνους με τα μακρά φωνήεντα να λογίζονται ως δύο και τα βραχέα ως ένας χρόνος.

Παλαιότερα η ελληνική γραφή περιλάμβανε τρεις τόνους: την οξεία´ ), τη βαρεία ( ` ) και την περισπωμένη ( ) που ονομαζόταν και "οξυβάρεια" ή "οξυβαρεία", επειδή αποτελούσε συνδυασμό οξείας και βαρείας ( ´` ). Αυτό το σύστημα γραφής (που περιλαμβάνει επίσης δύο πνεύματα: την ψιλή και την δασεία) λέγεται πολυτονικό. Αντικαταστάθηκε επίσημα από το μονοτονικό το 1982. Το μονοτονικό δεν χρησιμοποιεί τα πνεύματα και αντικαθιστά τα τρία είδη τόνου με ένα μόνο, που λέγεται απλώς "τόνος" και έχει γενικά την μορφή της οξείας. Σε ένα ενδιάμεσο στάδιο καταργήθηκε η βαρεία και αντικαταστήθηκε από την οξεία. Οι γραφομηχανές αυτής της εποχής δεν είχαν βαρεία. Κάποια βιβλία όμως συνεχίζουν να εκδίδονται ακόμα και σήμερα στο πολυτονικό σύστημα γραφής, με ή χωρίς βαρείες.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 376
  2. 2,0 2,1 Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 377
  3. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 378
  4. ">L.D Reynolds & N.G Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, Μ .Ι.Ε.Τ., 1989, σελ.25

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (επιμ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης), Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο, Αθήνα 1999.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]