Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα
Κείμενο του έργου σε έναν από τους παπύρους της Οξυρρύγχου
ΣυγγραφέαςΑχιλλεύς Τάτιος
ΤίτλοςΤὰ κατὰ Λευκίππην καὶ Kλειτoφῶντα
Γλώσσααρχαία ελληνικά

Το Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα είναι μυθιστόρημα που γράφτηκε ανάμεσα στο 172-196[1], από τον Έλληνα συγγραφέα Αχιλλέα Τάτιο ή Στάτιο[2] από την Αλεξάνδρεια. Κέντρο της πλοκής του είναι η Αίγυπτος. Το μυθιστόρημα είναι μη ιστορικό, πιθανώς το αρχαιότερο μη ιστορικό που έχει διασωθεί, και υπακούει στο στερεότυπο έρωτας-χωρισμός-επανένωση. Παρόλο που ερευνητές όπως ο Μέρκελμπαχ (Merkelbach) αποδίδουν τούτο το στερεότυπο σε επιδράσεις των ελληνιστικών μυστηριακών θρησκειών[3], θα ήταν ορθότερο πιθανώς –αν αναζητάμε τέτοιου είδους πιθανές κατά τα άλλα επιδράσεις- να στραφούμε περισσότερο στον ελληνικό μύθο και τις πλατωνικές αντιλήψεις περί ψυχής. Η άποψη για παράδειγμα πως με το φιλί έρχεται κανείς σε επαφή με την ψυχή του άλλου, πέρα από εναγώνια αναζήτηση της ένωσης και της κοινωνίας, χαρακτηριστική σε μια πολύβουη αλλά ταυτόχρονα μοναχική κοινωνία όπως η ελληνιστική, αντιπροσωπεύει πλατωνικές μάλλον απόψεις. Οι αναζητούμενες από τον Μέρκελμπαχ επιδράσεις θα μπορούσαν πιθανώς να στραφούν προς την κατεύθυνση της μαγείας, την οποία φαίνεται να έχει διδαχθεί η θεραπαινίδα της Λευκίππης στη συγκεκριμένη στιγμή της πρώτης επαφής των δύο νέων.

Το μυθιστόρημα κατά την ελληνιστική περίοδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καινοτομία για την ελληνιστική περίοδο, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικό είδος από τον πεζό, αφηγηματικό του λόγο και αντλεί τη θεματολογία του από φανταστικές περιπετειώδεις ιστορίες, γεμάτες έρωτα, ταξίδια και ενίοτε μονόλογους ή διάλογους κοινωνικού προβληματισμού. Το σκηνικό μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η πλοκή του μυθιστορήματος, είτε είναι ιστορικό είτε όχι, αντικατοπτρίζει τις ατομικιστικές ιδιαιτερότητες του ελληνιστικού κόσμου[4], μέσα στον οποίο περιπλανούνται οι χαρακτήρες του, ακολουθώντας ένα στερεότυπο αφηγηματικό σχήμα[5]. Ο όρος μυθιστορία –τον οποίο προσπάθησε να εισάγει αργότερα ο Κοραής[6]- προσιδιάζει σε λογοτεχνικό είδος του οποίου το περιεχόμενο είναι εντελώς φανταστικό και μη πραγματικό.

Η ιερότητα του φιλιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμμονή του Κλειτοφώντα στην αναζήτηση του φιλιού, μια μακρά σκηνή της πρώτης συνάντησης του νέου με τη Λευκίππη, είναι καταρχήν μια αντανάκλαση της εσωτερικής αγωνίας του ανθρώπου της ελληνιστικής περιόδου να ενωθεί, να συντροφέψει και ενδεχομένως να σταθεροποιήσει κοινωνικά τη θέση του μέσω της δημιουργίας οικογένειας. Αυτή η αγωνία είναι φυσική, αν συνειδητοποιήσουμε ότι εξαρχής η αρχαϊκή και κλασική ελληνική κοινωνία αναζητούσε τη σταθεροποίησή της στην ευημερία του οίκου και μετήλθε όλων των μέσων προκειμένου να προστατέψει τη δομική της λίθο. Η μετάβαση από τον οίκο στην πυρηνική οικογένεια, με τη στενότερη σημασία της, δεν αναιρεί τις ψυχικές πιέσεις που δέχεται ο πολίτης της ελληνιστικής περιόδου να αναζητήσει ένα σταθερό κέντρο επιβίωσης. Τούτη η μετάβαση ίσως φαίνεται ακόμα καλύτερα τους βυζαντινούς χρόνους, κατά τους οποίους η πυρηνική οικογένεια διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στη συγκρότηση της κοινωνικής δομής. Στη συνέχεια της εξέλιξης του έργου οι δύο νέοι χωρίζονται και διέρχονται μέσω σειράς δοκιμασιών, κατά τις οποίες κατορθώνουν να διατηρήσουν την αρχική τους ερωτική έλξη, έως την τελική τους επανένωση.

Ένα άλλο επίπεδο ερμηνείας μας οδηγεί στην αντίληψη της ιερότητας του φιλιού. Ήδη στις κοινωνίες της 2ης Π.Κ.Ε. χιλιετηρίδας τόσο στην βόρεια Αφρική όσο και στην Ευρώπη ή την Ασία οι άνθρωποι πλησιάζουν τα πρόσωπά τους σε μια συμβολική χειρονομία πνευματικής ένωσης μέσω της ανταλλαγής της ανάσας[7]. Οι άνθρωποι που μοιράζονται έναν κοινό πολιτισμό, μοιράζονται επίσης και ένα κοινό λεξικό, με το οποίο μπορούν και μεταφράζουν τις κοινωνικές συμπεριφορές τους. Η ελληνιστική περίοδος διαθέτει το λήμμα φιλί στην κοινωνική λεξικογραφία της και πιθανώς κατέχει τα πρωτεία στην υιοθέτηση του ερωτικού φιλιού ως κανόνα ερωτικής συμπεριφοράς. Μια άλλη ερμηνεία, περισσότερο πεζή, θέλει το φιλί να είναι ανάμνηση της προμασημένης τροφής την οποία μεταβίβαζαν οι μητέρες στα νεογνά σε πρωτόγονες κοινωνίες και συνεπώς είναι σύμβολο προστασίας και φροντίδας. Οποιαδήποτε εκδοχή και αν υιοθετήσει κανείς, η αναζήτηση του φιλιού είναι αναζήτηση κοινωνίας και τούτο συνειδητά ή ασυνείδητα ο συγγραφέας το αποδίδει στη συγκεκριμένη σκηνή του έργου του. Συνεπώς, αντί να αισθάνεται κανείς ως ηδονοβλεψίας ή ωτακουστής, όπως έχει μεταφερθεί από την κριτική[8], θα μπορούσε πιθανώς να αισθανθεί μάρτυρας μιας σκηνής στην οποία η ανάγκη για επικοινωνία είναι τόσο καθοριστική, ώστε εργάζεται τέχνας.

Το ζήτημα της εγκράτειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αιδώς και η εγκράτεια της Λευκίππης είναι φαινομενική στην αρχική σκηνή της συνάντησης -ουσιαστική στην εξέλιξη της πλοκής του έργου- αλλά αποτελεί ένα από τα ακλόνητα στοιχεία της θεματικής του έργου σε όλη του την έκταση. Στη συγκεκριμένη σκηνή επικρατεί πιθανώς μια επικούρεια εκτροπή στην αναζήτηση της ηδονής. Η επικούρεια φιλοσοφία παρούσα εν δυνάμει -όπως και η στωική άλλωστε- στη λογοτεχνική παραγωγή, θεωρεί την εκτροπή αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των ηθικών συμβουλών. Πρέσβευε πως, εφόσον ένας άνθρωπος ακολουθεί την επικούρεια διδασκαλία, επιδιώκοντας την ηδονή και αποφεύγοντας τον πόνο, κάθε εκτροπή των ατόμων του νου του αποτελεί αφορμή για ελεύθερη απόφαση για πράξη[9]. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά σε μια επικούρεια εκτροπή, που δεν αποκλείει όμως το ηθικό μέτρο.

Επιφανειακά ρηχό, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από αρκετούς ερευνητές. Όμως, σε βαθύτερο επίπεδο ερμηνείας του, σίγουρα καταγράφει ακόμη και ψυχικές προδιαθέσεις, ήθη και έθιμα της εποχής του και μεταφέρει –σε ό,τι αφορά στους χαρακτήρες του- μια ψυχογραφική εικόνα της εποχής του.

Σημειώσεις - παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αχιλλέως Αλεξανδρέως Τατίου, Λευκίππη και Κλειτοφών, (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1990, 31
  2. Κατά το λεξικό Σουίδα, λήμμα Αχιλλεύς Στάτιος, Αλεξανδρεύς
  3. Αχιλλέως Αλεξανδρέως Τατίου, ό.π., 44
  4. Λεντάκης Β., 2001, «Το μυθιστόρημα», στο Γράμματα I: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τομ. Β΄, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, ΕΑΠ Πάτρα, 186.
  5. Λεντάκης Β., 2001, 180.
  6. Hagg T., 2000, Το αρχαίο μυθιστόρημα, (μτφρ. Τζ. Μαστοράκη), Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 27
  7. Perella, Ν. 1969, The Kiss Sacred and Profane: An Interpretative History of Kiss Symbolism and Related Religio-Erotic Themes. University of California Press, Berkeley and Los Angeles, 4-6
  8. Λεντάκης Β., ό.π. 193.
  9. Long A.A., 1997, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, (μτφρ. Σ. Δημόπουλος – Μ. Δραγώνα-Μονάχου), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 106.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αχιλλέως Αλεξανδρέως Τατίου, Λευκίππη και Κλειτοφών, (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1990.
  • Λεντάκης Β., 2001, «Το μυθιστόρημα», στο Γράμματα I: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τομ. Β΄, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, ΕΑΠ Πάτρα.
  • Hagg T., 2000, Το αρχαίο μυθιστόρημα, (μτφρ. Τζ. Μαστοράκη), Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα.
  • Long A.A., 1997, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, (μτφρ. Σ. Δημόπουλος – Μ. Δραγώνα-Μονάχου), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα.
  • Perella, Ν., 1969, The Kiss Sacred and Profane: An Interpretative History of Kiss Symbolism and Related Religio-Erotic Themes. University of California Press, Berkeley and Los Angeles