Σύνταγμα Δωδεκανησίων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σύνταγμα Δωδεκανησίων
Φωτογραφία από την ημέρα της ορκωμοσίας του Συντάγματος Δωδεκανησίων.
Χώρα Ελλάδα
Κλάδος20η Μεραρχία Πεζικού
ΥπαγωγήΤμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας
ΣυμπλοκέςΜάχη της Βεύης
Διοίκηση
ΔιοικητήςΑνχης Ιωάννης Νικολάου
Αξιοσημείωτοι
διοικητές
1ο Τάγμα:
Τχης Μάρκος Κλαδάκης,
2ο Τάγμα:
Τχης Παναγιώτης Γεωργαντόπουλος,
3ο Τάγμα:
Τχης Κωνσταντίνος Δρανδάκης

Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων εθελοντών ήταν εθελοντικό στρατιωτικό σώμα που συγκροτήθηκε από Δωδεκανήσιους λίγο μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με την εισβολή της Ιταλίας, και μέχρι την παράδοση τις χώρας στις γερμανικές δυνάμεις εισβολής.

Συγκρότηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και η Δωδεκανησιακή παροικία θεώρησε ότι ήταν καταλληλότερη ευκαιρία για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων, που τελούσαν υπό ιταλική κατοχή από το 1912. Με επικεφαλής τη Δωδεκανησιακή Νεολαία Αθηνών έγιναν δυναμικές εκδηλώσεις στην Αθήνα και παράλληλα ζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιτραπεί η εθελοντική κατάταξη στον ελληνικό στρατό των Δωδεκανησίων εθελοντών, που είχαν ιταλική υπηκοότητα. Παρά τις τρομακτικές αδυναμίες του τακτικού στρατού η κυβέρνηση δέχτηκε το αίτημα και στις 13 Νοεμβρίου 1940 το Γενικό Στρατηγείο με την Α.Π. 10234 διαταγή συγκρότησε “Σύνταγμα Δωδεκανησίων” βασιζόμενο στις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις της Δωδεκανησιακής παροικίας για τον αριθμό των μελών της. Κυριότερος λόγος για τη συγκρότηση του Συντάγματος ήταν η ανάγκη του Γενικού Στρατηγείου για πρόσθετες δυνάμεις, που από κοινού με τους Βρετανούς θα αναλάμβαναν την απόκρουση της επερχόμενης γερμανικής επίθεσης.

Παρουσιάστηκαν 1.924 Δωδεκανήσιοι εθελοντές κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και μορφωτικού επιπέδου και τελικά κρίθηκαν ικανοί οι 1.586, όμως είχε συγκροτηθεί σύνταγμα, του οποίου η πολεμική σύνθεση απαιτούσε πάνω από 3.500 άντρες και έτσι η υπολειπόμενη δύναμη συμπληρώθηκε με στρατιώτες καταγόμενους τόσο από άλλα νησιά όσο και με εφέδρους του πολεμικού ναυτικού. Η οργάνωση του νεοσύστατου Συντάγματος ανατέθηκε στον καταγόμενο από την Σύμη λοχαγό Μάρκο Κλαδάκη, ο οποίος είχε αποταχθεί λόγω πολιτικών φρονημάτων και λόγω του πολέμου είχε ανακληθεί στην ενεργό υπηρεσία. Οι εθελοντές εκπαιδεύτηκαν κυρίως ως τυφεκιοφόροι και πολυβολητές και στη συντριπτική τους πλειοψηφία εντάχθηκαν στην μάχιμη δύναμη του Συντάγματος, ενώ τα τμήματα διοίκησης και υποστήριξης διέθεταν ελάχιστους.

Η συγκρότηση “Συντάγματος Δωδεκανησίων” δημιούργησε στην παροικία και στους καταταγέντες εθελοντές την πεποίθηση ότι αποστολή τους θα ήταν η απελευθέρωση των Δωδεκανήσων. Όμως οι αρμόδιοι αξιωματικοί του Ναυτικού κατέστησαν σαφές ότι επιχειρήσεις στα Δωδεκάνησα μπορούσαν να γίνουν μόνο σε συνεργασία με το βρετανικό ναυτικό και ότι δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός για κατάληψη των Δωδεκανήσων. Επίσης ο Υπαρχηγός του Γενικού Στρατηγείου, υποστράτηγος Χρήστος Καράσσος, είχε δηλώσει[1] κατ' επανάληψη στον Κλαδάκη ότι η απελευθέρωση των Δωδεκανήσων θα κατοχυρωνόταν στο αλβανικό μέτωπο. Επίσης η συγκρότηση του Συντάγματος Δωδεκανησίων ενόχλησε την Τουρκία, της οποίας ο πρέσβης με διαδοχικά διαβήματα τόνισε το τουρκικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα, ενώ οι Βρετανοί επεσήμαναν στην ελληνική κυβέρνηση, ότι η ενόχληση της Τουρκίας έβλαπτε τα συμμαχικά συμφέροντα[2].

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύνθεση του Συντάγματος Δωδεκανησίων ανά νησί προέλευσης των εθελοντών καταγράφεται[3] από τον οργανωτή του Συντάγματος και εν συνεχεία διοικητή του Ιου Τάγματος, Μάρκο Κλαδάκη, ως εξής: Αστυπάλαια 12, Κάλυμνος 433, Κάρπαθος 309, Κάσος 25, Καστελλόριζο 48, Κως 109, Λειψοί 3, Λέρος 98, Νίσυρος 67, Πάτμος 20, Ρόδος 126, Σύμη 262, Τήλος 8, Χάλκη 9, κάτοικοι εξωτερικού 57, ήτοι σύνολο 1.586. Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία του Κλαδάκη περιλαμβάνουν μόνο τους άνευ ελληνικής υπηκοότητας εθελοντές, ενώ στο Σύνταγμα εντάχθηκαν και ορισμένοι Δωδεκανήσιοι, που είχαν την ελληνική υπηκοότητα και ήδη υπηρετούσαν στον τακτικό Ελληνικό Στρατό.

Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων στελεχώθηκε με αξιωματικούς, που είχαν πολεμική εμπειρία από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μακεδονικό Μέτωπο ή τη Μικρασιατική εκστρατεία, αλλά είχαν αποταχθεί από το μεταξικό καθστώς λόγω της ανάμιξής τους στα κινήματα του 1933 και 1935 και ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία με την κήρυξη του πολέμου. Μετά από σύντομη, αλλά εντατική εκπαίδευση στου Γουδή οι Δωδεκανήσιοι εθελοντές ορκίστηκαν στις 12 Ιανουαρίου 1941 και παρέλαβαν την πολεμική σημαία. Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων αποτέλεσε τον πυρήνα της 20ης Μεραρχίας, που άρχισε να συγκροτείται εκ των ενόντων στις 12 Φεβρουαρίου 1941, για να ενισχύσει το Αλβανικό Μέτωπο και ήταν το μοναδικό πλήρως επανδρωμένο, πλήρως στελεχωμένο και πλήρως εξοπλισμένο σύνταγμά της.

Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 4 Μαρτίου σε σύσκεψη Ελλήνων και Βρετανών επιτελών αποφασίστηκε η συγκρότηση νέου τμήματος στρατιάς, του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ), αποτελούμενου από τις Μεραρχίες XII και 20 και με αποστολή την άμυνα του κορμού της Ελλάδας σε περίπτωση παραβίασης της βασικής αμυντικής γραμμής Μπέλες-Νέστος (Μεταξά).

Από τις 28 Μαρτίου το ΤΣΚΜ και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα απετέλεσαν το Συγκρότημα W υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ουίλσον και τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Παπάγου. Το Συγκρότημα W ασχολήθηκε εντατικά με την οργάνωση του εδάφους και έκανε σοβαρές αμυντικές εργασίες[4], αλλά η αμυντική αξία της γενικής τοποθεσίας Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Αλιάκμων σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη της γραμμής Μπέλες-Νέστος. Επιπλέον η επέκταση βόρεια του Αμύνταιου απορρόφησε όλες τις εφεδρείες, το δε ανάπτυγμα της εν λόγω τοποθεσίας ήταν περίπου 170 χιλιόμετρα με αποτέλεσμα να κατέχεται αραιά και να μην προσφέρεται για παρατεταμένη άμυνα[5].

Στις 6 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν ταυτόχρονα στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία (γραμμή Μπέλες-Νέστος) και τη νότια Γιουγκοσλαβία. Στις 8 Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Σκόπια και το ΤΣΑΜ (Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας) διατάχθηκε να συνθηκολογήσει. Ξαφνικά οι Γερμανοί βρέθηκαν να απειλούν και την ελληνο-γιουγκοσλαβική μεθόριο αποδεικνύοντας πόσο προβληματική ήταν η απόφαση της Ελλάδας να βασίσει την άμυνά της στην εξ αρχής αβέβαιη γιουγκοσλαβική αντίσταση. Ο αιφνιδιασμός δεν επέτρεψε στο Συγκρότημα W να κινηθεί έγκαιρα στην προβλεπόμενη και ασφαλή για το ίδιο δεύτερη γραμμή άμυνας. Υποχρεώθηκε να τροποποιήσει ελαφρώς και ανεπαρκώς τις θέσεις του με σκοπό να καλύψει τα απειλούμενα νώτα των ελληνικών στρατευμάτων στην Αλβανία. Έπρεπε να εξασφαλισθούν αρχικά η στενωπός Κλειδίου και εν συνεχεία η στενωπός Κλεισούρας, το υπόλοιπο δε Συγκρότημα W να συμπτυχθεί σε νέες θέσεις στο Σινιάτσικο (όρος Άσκιο). Το Συγκρότημα W ανέθεσε την φύλαξη της στενωπού  Κλειδίου σε μία πρόχειρα οργανωθείσα ελληνοσυμμαχική δύναμη, υπό τον Αυστραλό στρατηγό Μακέυ. Το δεξί του Αποσπάσματος Μακέυ αποτέλεσε το Σύνταγμα Δωδεκανησίων, που λόγω της διαμορφωθείσας κατάστασης δεν μπορούσε πλέον να έχει καμία επικοινωνία με τις ελληνικές προϊστάμενες αρχές του (20η Μεραρχία και ΤΣΚΜ).

Στις 9 Απριλίου παραδόθηκε στους Γερμανούς η Θεσσαλονίκη, το απόγευμα παραδόθηκε η Μπίτολα (Μοναστήρι) και το βράδυ το Σύνταγμα Δωδεκανησίων είχε ολοκληρώσει την εγκατάστασή του στη νέα αμυντική γραμμή, όπου οι πλαγιές των υψωμάτων παρουσίαζαν το μειονέκτημα να είναι βατές στο μέτωπο προς τον εχθρό και απόκρημνες στα νώτα της παράταξης. Σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου στο Σύνταγμα προσκολλήθηκε και ένα τμήμα του 9ου Σ.Τ. (Συνοριακού Τομέα), ενός ισχνού τάγματος προκάλυψης με ελαττωματικό οπλισμό, ελάχιστα πυρομαχικά και σοβαρότατα προβλήματα πειθαρχίας, που οδήγησαν στην λήψη σκληρών μέτρων[6].

Στις 10 Απριλίου οι Γερμανοί κατείχαν όλη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στράφηκαν αμέσως στη διάνοιξη της στενωπού Κλειδίου. Το απόγευμα έφθασε άλλο ένα ισχνό και προβληματικό τάγμα προκάλυψης, ο 10ος Σ.Τ., όμως διοικητής του ήταν ο συνταγματάρχης Σέργιος Αριστοτέλης και δεν μπορούσε να τεθεί υπό τις διαταγές του διοικητή του Συντάγματος, που ήταν αντισυνταγματάρχης. Έτσι η 20η Μεραρχία με την Α.Π. 13082 διαταγή συγκρότησε το Απόσπασμα Σεργίου, το οποίο περιελάμβανε το Σύνταγμα Δωδεκανησίων, το συνοδό πυροβολικό και τα δύο προβληματικά τάγματα προκάλυψης[7]. Η συνολική δύναμη του Αποσπάσματος ξεπερνούσε τους 5.000 πεζούς, αριθμός επικίνδυνα μεγάλος για την σχεδιαζόμενη σύμπτυξη μετά από 3 ημέρες ενώπιον πανίσχυρου και ταχυκίνητου εχθρού. Παρά την επιμονή των Ελλήνων επιτελών να επιτραπεί η άμεση σύμπτυξη σημαντικού μέρους των πεζών του Αποσπάσματος, οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν και προδιέγραψαν την θλιβερή συνέχεια.

Μάχες με τους Γερμανούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη της Βεύης (1941)

Η Σωματοφυλακή SS Αδόλφος Χίτλερ είχε αναλάβει την διάνοιξη της στενωπού Κλειδίου και τα μεσάνυχτα της 10ης προς 11η Απριλίου ισχυρή δύναμη αναγνώρισης των Waffen SS επεχείρησε να καταλάβει το ύψωμα Γκλάβα, αλλά απωθήθηκε από τα δραστικά πυρά του Συντάγματος Δωδεκανησίων. Στα αριστερά των Δωδεκανησίων ομάδα αγγλόφωνων Γερμανών παραπλάνησε τους Αυστραλούς, διείδυσε στις γραμμές τους και έφυγε παίρνοντας 22 αιχμαλώτους και 3 βαρέα πολυβόλα[8] [9] [10].

Στις 11 Απριλίου οι Γερμανοί επεχείρησαν αναγνωριστική επίθεση κατά του Ντελίνσκι Ντολ αλλά το Σύνταγμα Δωδεκανησίων τους απώθησε πέρα από την Κέλλη. Βέβαια σε περίπτωση επίθεσης τεθωρακισμένων δεν είχε καμία απολύτως δυνατότητα αμύνης, διότι δεν διέθετε κανένα αντιαρματικό όπλο. Το ίδιο βράδυ (11 προς 12 Απριλίου) ο σύνδεσμος μεταξύ του ΙΙΙου Τάγματος Δωδεκανησίων και των αυστραλιανών δυνάμεων “διεκόπη υπό των Βρετανών άνευ προειδοποιήσεως και δι΄ άγνωστον λόγον[11]. Οι διοικητές των Ταγμάτων Ι & ΙΙΙ απέτυχαν να έλθουν σε επαφή με τους Συμμάχους, διότι η αυστραλιανή φρουρά, προφανώς φοβούμενη επανάληψη του περιστατικού της προηγουμένης νύχτας, απαγόρευσε στους Έλληνες αγγελιαφόρους να μπουν στον συμμαχικό τομέα. Επίσης οι Σύμμαχοι επιτελείς αρνήθηκαν ή ίσως δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στις τηλεφωνικές κλήσεις του διοικητού του Συντάγματος. Χωρίς επικοινωνίες και χωρίς πληροφορίες οι αξιωματικοί του Συντάγματος κατέληξαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των Συμμάχων αυτοί είχαν ήδη αρχίσει τη σύμπτυξή τους από το Κλειδί και εγκατέλειπαν το Σύνταγμα στην τύχη του.

Μόλις το πρωί της 12ης Απριλίου 1941 φέρεται[12] [13] ο Μακέυ να αντελήφθη τον τεράστιο αριθμό πεζών του Αποσπάσματος Σεργίου, τον οποίο τις προηγούμενες ημέρες οι Έλληνες του ζητούσαν[14] [15] επίμονα να μειώσει. Υποτίθεται ότι ο Μακέυ μόλις τότε ανακάλυψε ότι το Σύνταγμα Δωδεκανησίων «ήταν πλήρως 50% μεγαλύτερο απ’ ότι είχε υπολογιστεί»[16]. Εντούτοις στις διαταγές για σύμπτυξη όλων των μονάδων εκείνο το βράδυ προέβλεπε το Σύνταγμα (δηλαδή το Απόσπασμα Σεργίου) να συμπτυχθεί πεζοπορώντας. Επειδή ήταν προφανής ο κίνδυνος να συλληφθεί ολόκληρο το πεζοπόρο και βραδυκίνητο Απόσπασμα Σεργίου από τις μηχανοκίνητες και ταχυκίνητες δυνάμεις των Γερμανών, το ΤΣΚΜ πίεσε και πέτυχε οι Βρετανοί να διαθέσουν φορτηγά για την ασφαλή σύμπτυξή του. Έχοντας πλέον αντιληφθεί ο Μακέυ τις προσωπικές ευθύνες του για την επαπειλούμενη σύλληψη από τους Γερμανούς ενός πλήρους Συντάγματος και μεγάλου αριθμού προσκολλημένων, διέταξε την διάθεση 40 φορτηγών, δήθεν για την μεταφορά 1.200 Ελλήνων ασθενών και τραυματιών, που φυσικά δεν υπήρχαν.

Οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την πρώτη φάση της τελικής επίθεσης περί την 08:30 με κύρια προσπάθεια στα ανατολικά της οδού Βεύης-Κλειδίου. Περί την 11:00 το τάγμα των Βρετανών Ανιχνευτών υπό τα σφοδρά πυρά των Γερμανών υποχώρησε χωρίς να ενημερώσει κανέναν κι έτσι οι Γερμανοί βρέθηκαν στο εσωτερικό της στενωπού. Περί το μεσημέρι είχε καταρρεύσει η άμυνα των Συμμάχων και από τις 13:00 ο ένας μετά τον άλλο οι διοικητές των ελληνικών δυνάμεων έβλεπαν Βρετανούς και Αυστραλούς να εγκαταλείπουν απροειδοποίητα τις θέσεις τους. Στις 14:00, ενώ το Σύνταγμα Δωδεκανησίων βρισκόταν υπό τα καταιγιστικά πυρά γερμανικού πυροβολικού και τεθωρακισμένων, οι Βρετανοί “λόγω δυσμενούς τροπής της μάχης του Κιρλί Δερβέν” διέταξαν το Σύνταγμα να συμπτυχθεί άμεσα. Τόσο η με Α.Π. 2019 αναφορά του ΤΣΚΜ προς το Γενικό Στρατηγείο όσο και η με Α.Π. 2080 διαταγή του προς την 20η Μεραρχία αναφέρουν ότι το Σύνταγμα Δωδεκανησίων διατάχθηκε να συμπτυχθεί στην διάβαση Βλάστης και όχι στην στενωπό Κλεισούρας, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός του ΤΣΚΜ. Ωστόσο η διαταγή [17] που έδωσε ο Σέργιος στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων στις 15:40 προέβλεπε δύο τάγματα να συμπτυχθούν στην Κλεισούρα και ένα στην Βλάστη. Τονιζόταν επίσης ότι η σύμπτυξη έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο ως τις 18:00, διότι η Βρετανική Διοίκηση δεν θα έφερε καμία ευθύνη για όποιο τμήμα δεν συμπτυσσόταν εγκαίρως. Ως αποτέλεσμα, η μεν ελληνική Πεδινή Πυροβολαρχία στο Κλειδί διατάχθηκε να καταστρέψει επί τόπου τα πυροβόλα της, το δε Σύνταγμα Δωδεκανησίων αναγκάστηκε επίσης να καταστρέψει επιτόπου το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού υλικού του, που δεν μπορούσε να μεταφερθεί με τα ελάχιστα διαθέσιμα μεταφορικά κτήνη.

Σύμπτυξη και περιπλάνηση στη Μακεδονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την διάθεση βρετανικών φορτηγών για το Απόσπασμα Σεργίου αναφέρει ο διοικητής του Συντάγματος Δωδεκανησίων στην διαταγή σύμπτυξης και την επαναλαμβάνει στον Επιτελάρχη της 20ης Μεραρχίας[18]. Εντούτοις οι διοικητές των ταγμάτων του Συντάγματος Δωδεκανησίων δηλώνουν πλήρη αιφνιδιασμό από την εμφάνιση των φορτηγών, ο δε διοικητής του Ιου Τάγματος θεωρεί επιτυχία ότι πρόλαβε να κατεβάσει από τα φορτηγά αρκετούς άντρες του. Παραδόξως και ο ίδιος ο διοικητής του Συντάγματος, αφού κατέγραψε στην έκθεσή του ότι η διαταγή σύμπτυξης προέβλεπε επιβίβαση σε βρετανικά φορτηγά, δηλώνει[19] ότι το χάος της σύμπτυξης οφείλεται στην αιφνίδια εμφάνιση φορτηγών προοριζόμενων για τους Αυστραλούς, κάτι το οποίο φυσικά είναι άγνωστο σε όλες τις συμμαχικές πηγές. Επιπλέον, όταν αργότερα ο διοικητής του Ιου Τάγματος συνάντησε τον διοικητή του Συντάγματος και τον ρώτησε βάσει ποιας διαταγής ενεφανίσθησαν αιφνιδίως τα βρετανικά φορτηγά και προκάλεσαν χάος, εκείνος απάντησε στον υφιστάμενό του ότι "ηγνόει παντελώς βάσει ποίας διαταγής εγένετο η μεταφορά, ότι ουδεμίαν διαταγήν έλαβε παρ' ουδενός και ουδείς του ανέφερε τι." [20]

Ο διοικητής του Συντάγματος εν συνεχεία προπορεύθηκε με το επιτελείο, χωρίς να περιμένει στο ραντεβού που ο ίδιος είχε δώσει στα Τάγματα Ι και ΙΙΙ, και αυτά σε συνδυασμό με τις επί μέρους αποκλίσεις από τα διαταχθέντα δρομολόγια λόγω της γερμανικής πίεσης καθώς και το γεγονός ότι οι διοικητές ταγμάτων βάδιζαν στην ουρά της φάλαγγας είχαν ως αποτέλεσμα τα διατεθέντα βρετανικά αυτοκίνητα να παραλάβουν τμήματα των Ταγμάτων ΙΙΙ και Ι αντί του ΙΙ. Η ασυνεννοησία δεν απετράπη ούτε από τους Έλληνες διερμηνείς αξιωματικούς του ΤΣΚΜ, που συνόδευαν τους Βρετανούς με τα αυτοκίνητα και δήλωναν ότι είχαν διαταγή να μεταφέρουν το Σύνταγμα γενικώς και όχι συγκεκριμένα τάγματα. Έτσι οι δυνάμεις του Συντάγματος διασπάστηκαν καθώς τμήματά του μεταφέρθηκαν σε διαφορετικές πόλεις (Πτολεμαΐδα, Κοζάνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Καλαμπάκα, Τρίκαλα, Λάρισα). Σημαντικό μέρος των τμημάτων που είχαν μεταφερθεί στα Γρεβενά, στην Κοζάνη και στην Καλαμπάκα διέρρευσαν προς νότο και είτε κατέληξαν στην Αθήνα είτε προσκολλήθηκαν σε διάφορες μονάδες της Θεσσαλίας. Τη χαριστική βολή στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων την έδωσαν οι Βρετανοί, που για να απομακρύνουν εγκαίρως όσο περισσότερους άντρες γινόταν, αρνήθηκαν να φορτώσουν στα αυτοκίνητα όχι μόνο όσο πολεμικό υλικό είχε καταφέρει το Σύνταγμα να διασώσει αλλά και τον ατομικό φόρτο των στρατιωτών. Προκάλεσαν έτσι την πλήρη οργανική αποσύνθεση του Συντάγματος Δωδεκανησίων και την οριστική απώλεια της μαχητικής του ικανότητας[21].

Τα Τάγματα Ι και ΙΙΙ είχαν διαταγή να αναπτυχθούν στη στενωπό Κλεισούρας, αλλά τα μεσάνυχτα (12 προς 13 Απριλίου) βρίσκονταν στην Πτολεμαΐδα μόλις 800 οπλίτες και 25 αξιωματικοί κυρίως του Ιου Τάγματος, νηστικοί και με κατεστραμμένα άρβυλα. Εκεί υπό απελπιστικά κωμικοτραγικές συνθήκες ο διοικητής του Συντάγματος πληροφορήθηκε ότι η πραγματική διαταγή σύμπτυξης προέβλεπε την μετακίνηση ολόκληρου του Συντάγματος Δωδεκανησίων στην διάβαση Βλάστης. Ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους διοικητές του Ιου Τάγματος και του Αποσπάσματος και αμέσως ο συνταγματάρχης Σέργιος διέταξε την άμεση μετακίνηση του Συντάγματος. Παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών ότι 800 οπλίτες φύρδην-μίγδην δεν αποτελούν Σύνταγμα και ότι απαιτείται ανασυγκρότηση πριν την μετακίνηση, ο Σέργιος ήταν ανένδοτος και τα υπολείμματα του Συντάγματος υποχρεώθηκαν να αρχίσουν αμέσως την πορεία[22].

Οι συγκεντρωθέντες στην Πτολεμαΐδα διατάχθηκαν να προωθηθούν αρχικά στη Βλάστη και τελικά στην Πυλωρή, όπου συνέρρεαν ομάδες και μεμονωμένοι άντρες του Συντάγματος, και μέχρι το βράδυ είχε συγκεντρωθεί δύναμη περίπου 1.500 αντρών, δηλαδή λιγότεροι από τους μισούς της αρχικής δύναμης, που στην πλειοψηφία τους ήταν πλέον άοπλοι. Στις 15 Απριλίου διατάχθηκε η μετακίνηση του Συντάγματος Δωδεκανησίων προς Γρεβενά, αλλά καθοδόν πληροφορήθηκαν ότι διάφορα σημεία του δρομολογίου τους είχαν ήδη καταληφθεί από τους Γερμανούς και για λόγους ασφαλείας ο διοικητής αποφάσισε να κινηθούν προς Καλαμπάκα. Στις 16 Απριλίου το Σύνταγμα ξεκίνησε μια ιδιαίτερα εξουθενωτική πορεία μέρα-νύχτα, χωρίς ανάπαυση ούτε καν λιγόλεπτη, υπό σχεδόν συνεχή βροχή, σε ανώμαλα και καταλασπωμένα δρομολόγια, χωρίς τρόφιμα, με άντρες εξαντλημένους, χωρίς υποδήματα, με κουρέλια τυλιγμένα γύρω από τα κρυοπαγήματα των ποδιών τους, με κουρελιασμένο τον ιματισμό τους, ενώ πολλοί έπεφταν κατά γης μη μπορώντας να ακολουθήσουν τη φάλαγγα.

Παράδοση της Ελλάδας και διάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 17 Απριλίου το Σύνταγμα διατάχθηκε να κινηθεί προς Μέτσοβο και αμέσως άλλαξε πορεία. Στις 19 Απριλίου στάθμευσε στην Αρδομίτσα, όπου βρήκε τρόφιμα και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ελάχιστο ιματισμό και καθόλου οπλισμό και πυρομαχικά, ενώ η εχθρική αεροπορία σφυροκοπούσε τις ελληνικές θέσεις. Στις 21 Απριλίου ίσχυσε ανακωχή και στις 22 το Σύνταγμα Δωδεκανησίων διατάχθηκε[23] να παραδώσει στον πρόεδρο της κοινότητας Αρδομίτσας, όσον οπλισμό του είχε απομείνει, και να ετοιμαστεί για πορεία προς Καλαμπάκα. Στις 24 Απριλίου έφτασε στο Μέτσοβο και μετά διατάχθηκε να μετακινηθεί στο Μαλακάσι. Την επομένη έγινε γνωστό ότι με το νέο πρωτόκολλο ανακωχής, που είχε υπογράψει ο Τσολάκογλου, οι Έλληνες αξιωματικοί εθεωρούντο πλέον αιχμάλωτοι πολέμου και οι Γερμανοί τους συνελάμβαναν, όπου τους εύρισκαν. Στις 26 Απριλίου ο διοικητής του Συντάγματος Δωδεκανησίων πέτυχε επικοινωνία με τον διοικητή του ΤΣΚΜ, ο οποίος επιβεβαίωσε τις παραπάνω πληροφορίες, δήλωσε ότι δεν υφίσταται πλέον Ελληνικός Στρατός και ότι οι οπλίτες ήταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στις εστίες τους. Στις 27 Απριλίου η σβάστικα κυμάτιζε στην Ακρόπολη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιστορία του Συντάγματος Δωδεκανησίων Εθελοντών, Μάρκος Κλαδάκης, Αθήνα 1996, σελ. 126.
  2. Κλαδάκης, σελ. 129.
  3. Κλαδάκης, σελ. 327-360.
  4. Ο Πόλεμος κατά των Γερμανών εν τη Κεντρική Μακεδονία 1941, Χρήστος Καράσσος, Αθήνα 1948, σελ. 35-39.
  5. Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς), ΔΕΚ/ΓΕΣ, Αθήνα 1985, σελ 180, §296.
  6. Κλαδάκης, σελ. 217-218.
  7. Κλαδάκης, σελ. 221.
  8. Greece, Crete and Syria (Australia In The War Of 1939-1945, Series 1 (Army)), Gavin Long, Canberra 1953, σελ. 56.
  9. To Greece [Part of The Official History of New Zealand in the Second World War 1939-1945], W. G. McClymont, Wellington 1959, §385.
  10. 27 (Machine Gun) Battallion [Part of The Official History of New Zealand in the Second World War 1939-1945], Kay Robin Langford, Wellington 1958, §77.
  11. Κλαδάκης, σελ. 228.
  12. Λονγκ, σελ. 58-59.
  13. Μακκλάυμοντ, §406.
  14. Ημερολόγιον Επιχειρήσεων ΤΣΚΜ, συνταγματάρχης (ΠΒ) Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος, 14.09.1941, Αρχείο ΔΙΣ.
  15. Καράσσος σελ. 57-58, 60.
  16. Greece and Crete 1941 [The Second World War, 1939-1945, A Short Military History Series], Christopher Buckley, Efstathiadis Group, Athens 1999, σελ. 63.
  17. Έκθεσις πεπραγμένων Συντάγματος κατά διάρκειαν πολέμου 1940-1941 (όπως δημοσιεύεται στο «Δωδεκάνησος, η μακρά πορεία προς την ενσωμάτωση), αντισυνταγματάρχης Νικολάου Ιωάννης, 1996, σελ. 127-128.
  18. Ιστορικόν των Επιχειρήσεων της 20ης Μεραρχίας, επίλαρχος Νικολόπουλος Πέτρος, Χαλκίδα 1941, σελ. 34-35.
  19. Νικολάου, σελ. 130-131.
  20. Κλαδάκης, σελ. 278-279.
  21. Κλαδάκης σελ. 277.
  22. Νικολάου, σελ. 131 & Κλαδάκης σελ. 282-283.
  23. Νικολάου, σελ. 133.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]