Τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα)
Βομβιστική επίθεση της Πιάτσα Φοντάνα
Το κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η βομβιστική επίθεση της 12ης Δεκεμβρίου 1969.
ΧώροςΠιάτσα Φοντάνα
Ημερομηνία12 Δεκεμβρίου 1969, πριν 54 έτη (1969-12-12)
ΤοποθεσίαΜιλάνο, Ιταλία
Επίσης γνωστό ωςΣφαγή της Πιάτσα Φοντάνα
ΤύποςΒομβιστική επίθεση
ΣτόχοςBanca Nazionale dell'Agricoltura
Απώλειες
17 νεκροί
88 τραυματίες
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η βομβιστική επίθεση της Πιάτσα Φοντάνα (ιταλικά: Strage di piazza Fontana‎‎) ήταν μία τρομοκρατική επίθεση, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Δεκεμβρίου του 1969 όταν μία βόμβα εξερράγη στην έδρα της Banca Nazionale dell'Agricoltura (Αγροτική Τράπεζα) στην Πιάτσα Φοντάνα (περίπου 200 μέτρα από το Ντουόμο) στο Μιλάνο της Ιταλίας, σκοτώνοντας 17 άτομα και τραυματίζοντας 88. Το ίδιο απόγευμα πυροδοτήθηκαν άλλες τρεις βόμβες στη Ρώμη και το Μιλάνο, και βρέθηκε άλλη μία που δεν είχε εκραγεί.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου του 1969, στις 16:37, εξερράγη μία βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα, στο κέντρο του Μιλάνου, και συγκεκριμένα στο κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας. Από τη βομβιστική επίθεση σκοτώθηκαν 17 άτομα και τραυματίστηκαν άλλα 88. Οι άτυχοι ήταν αυτοί που βρίσκονταν στην κατάμεστη αίθουσα των συναλλαγών. Στο κεντρικό κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας οι ουρές ήταν μεγάλες και ο εκνευρισμός έντονος, καθώς ο όγκος των συναλλαγών εμφανιζόταν σημαντικά αυξημένος λόγω Χριστουγέννων. "Μέσα στον καπνό, βλέπω ένα ανθρώπινο κορμί να πετάει στον αέρα σαν άψυχη κούκλα και να σκάει ένα μέτρο από μένα", δήλωσε ο 27χρονος τραπεζικός υπάλληλος Μικέλε Καρλότο, ένας από τους 88 τραυματίες, λίγα λεπτά μετά την ισχυρότατη έκρηξη. Η βομβιστική επίθεση στο Μιλάνο είναι η δεύτερη πιο αιματηρή τρομοκρατική ενέργεια στη διάρκεια των μολυβένιων χρόνων στην Ιταλία, μετά την τρομοκρατική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνιας (1980).

Λίγο αργότερα, στις 16:55, μία άλλη βόμβα εξερράγη στην υπόγεια διάβαση που συνδέει την είσοδο της Τράπεζας Εργασίας (Banca Nazionale del Lavoro) στην via Veneto με εκείνη στην via di San Basilio τραυματίζοντας 13 άτομα. Μισή ώρα αργότερα, στις 17:20 και στις 17:30 εξερράγησαν δύο βόμβες στην Ρώμη: η μία μπροστά στο Altare della Patria και η άλλη στην είσοδο του Museo centrale del Risorgimento, στην Piazza Venezia, προκαλώντας τον τραυματισμό τεσσάρων ατόμων. Τέλος μια πέμπτη βόμβα βρέθηκε προτού εκραγεί μέσα σε ασανσέρ και καταστράφηκε με ελεγχόμενη έκρηξη, στην Εμπορική Τράπεζα της Ιταλίας (Banca Commerciale Italiana) στην Piazza della Scala, δίπλα στη φημισμένη Σκάλα του Μιλάνου[1].

Οι νεκροί της τρομοκρατικής ενέργειας στην Banca Nazionale dell'Agricoltura στην Πιάτσα Φοντάνα ήταν οι εξής: Giovanni Arnoldi, Giulio China, Eugenio Corsini, Pietro Dendena, Carlo Gaiani, Calogero Galatioto, Carlo Garavaglia, Paolo Gerli, Vittorio Mocchi, Luigi Meloni, Mario Pasi, Carlo Perego, Oreste Sangalli, Angelo Scaglia, Carlo Silva, Attilio Valè, Gerolamo Papetti.

Αμέσως η αστυνομία ξεκίνησε ένα ανθρωποκυνηγητό, το οποίο οι Ιταλοί πολίτες παρομοίασαν με το αντίστοιχο του 1945 για τη σύλληψη του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Στους δρόμους της Ρώμης, του Μιλάνου, του Τορίνο και άλλων πόλεων στήθηκαν μπλόκα και συνελήφθησαν εκατοντάδες άτομα, κατά κύριο λόγο από το χώρο των αναρχικών και της άκρας Αριστεράς.

Οι αρχές υποπτεύθηκαν κυρίως τις μαρξιστικών προσανατολισμών Ερυθρές Ταξιαρχίες, αν και οι οργανώσεις της Αριστεράς κατήγγειλαν τις τρομοκρατικές ενέργειες ως προβοκάτσια της ακροδεξιάς για την ανακοπή του εργατικού κινήματος που, εκείνη την περίοδο, αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς.

Ο θάνατος του Τζιουζέπε Πινέλλι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τις επόμενες ημέρες στα πλαίσια των ερευνών για τους δράστες της τρομοκρατικής ενέργειας στην Banca Nazionale dell'Agricoltura στην Πιάτσα Φοντάνα συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν περίπου 80 άτομα κυρίως αναρχικοί από το Circolo anarchico 22 Marzo στην Ρώμη και το Circolo anarchico Ponte della Ghisolfa στο Μιλάνο. Σύμφωνα με τον Antonino Allegra, τότε υπεύθυνο του πολιτικού γραφείου της αστυνομικής διεύθυνσης του Μιλάνου, μεταξύ των ατόμων που εξετάστηκαν ήταν και μέλη ακροδεξιών οργανώσεων.

Ανάμεσα στα άτομα που ανακρίθηκαν ήταν και ο αναρχικός εργάτης σιδηροδρόμων Τζουζέπε Πινέλλι, ο οποίος συμμετείχε στο Circolo anarchico Ponte della Ghisolfa και είχε ανακριθεί μαζί με άλλους αναρχικούς την άνοιξη του 1969 σχετικά με τη βόμβα που εξεράγη στις 25 Απριλίου στο περίπτερο της Fiat στην Έκθεση του Μιλάνου και τη βόμβα που βρέθηκε στο κεντρικό σταθμό της πόλης, τρομοκρατικές ενέργειες για τις οποίες τελικά καταδικάστηκε ο Τζοβάννι Βεντούρα, μέλος της ακροδεξιάς οργάνωσης Ordine Nuovo.

Στις 15 Δεκεμβρίου κι ενώ συνέχιζε να κρατείται στην αστυνομική διεύθυνση (παράνομα καθώς η κράτηση στην αστυνομία μπορούσε να διαρκέσει το πολύ δύο μέρες επομένως θα έπρεπε ή να αφεθεί ελεύθερος ή να οδηγηθεί στις φυλακές), ο Πινέλλι έπεσε από το παράθυρο του δωματίου όπου διεξαγόταν η ανάκριση και σκοτώθηκε[2]. Οι σύντροφοι του Πινέλλι κατήγγειλαν ότι δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από αστυνομικά όργανα. Ο αστυνομικός διευθυντής Marcello Guida στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε λίγο μετά το θάνατο του Πινέλλι, υποστήριξε ότι ο θάνατος του 41 ετών αναρχικού ήταν αυτοκτονία. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι ο Πινέλλι όρμησε ξαφνικά στο παράθυρο, που ήταν ανοιχτό επειδή είχε ζέστη, και έπεσε στο κενό συμπληρώνοντας ότι πιθανόν προέβη σε αυτήν την ενέργεια επειδή το άλλοθί του, για την 12η Δεκεμβρίου ήταν ψεύτικο, εκδοχή που ανατράπηκε στη συνέχεια καθώς αποδείχτηκε ότι το άλλοθι του Πινέλλι ήταν αληθινό. Οι τέσσερις αστυνομικοί και ένας αξιωματικός των καραμπινιέρων, που κατά το θάνατο του Πινέλλι βρίσκονταν στο γραφείο, κρίθηκαν αθώοι.

Η σύλληψη του Πιέτρο Βαλπρέντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1969 συνελήφθη ο αναρχικός Πιέτρο Βαλπρέντα (Pietro Valpreda) με βάση την κατάθεση του ταξιτζή Cornelio Rolandi. Συγκεκριμένα ο Rolandi κατέθεσε ότι λίγο πριν την έκρηξη στην Banca Nazionale dell'Agricoltura είχε πάρει έναν επιβάτη που μετέφερε μια μεγάλη βαλίτσα (τον οποίο αναγνώρισε στο πρόσωπο του Βαλπρέντα) από την πιάτσα Τσεζάρε Μπεκαρία (piazza Cesare Beccaria), η οποία βρίσκεται 130 μέτρα με τα πόδια από την piazza Fontana, και τον μετέφερε μέχρι το τέλος της via Santa Tecla. Ο επιβάτης όταν κατέβηκε ζήτησε από τον ταξιτζή να τον περιμένει, πήγε στην τράπεζα και λίγο αργότερα επέστρεψε χωρίς τη βαλίτσα και επιβιβάστηκε ξανά στο ταξί. Σύμφωνα με την κατάθεση αυτή από το σημείο όπου σταμάτησε το ταξί ο Βαλπρέντα έπρεπε να περπατήσει 110 μέτρα με τα πόδια για να φτάσει στην τράπεζα και να διανύσει ξανά την ίδια απόσταση για να γυρίσει στο ταξί.

Διατυπώθηκε η υπόθεση ότι στο ταξί δεν ήταν ο Βαλπρέντα αλλά κάποιος που του έμοιαζε πολύ. Το πρόσωπο που υποδείχθηκε ήταν ο Antonino Sottosanti, ο οποίος είχε σχέσεις με τους αναρχικούς στο Μιλάνο και ήταν γνωστός ως «Νίνο ο φασίστας» (Nino il fascista)[3]. Ο Sottosanti είχε γεννηθεί το 1928 στο Verpogliano (σήμερα στη Σλοβενία), οι γονείς του ήταν οπαδοί του φασιστικού κόμματος και ο πατέρας του είχε δολοφονηθεί τη δεκαετία του τριάντα πιθανόν από αντιφασίστες Σλάβους. Αφού έζησε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και κατατάχτηκε στην Λεγεώνα των Ξένων, επέστρεψε στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα.

Ο Σοττοσάντι αρνήθηκε πάντοτε ότι είχε κάποια σχέση με την τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα και μήνυσε διάφορα μέσα ενημέρωσης, όπως την Corriere della Sera, που έδωσαν δημοσιότητα στην υπόθεση αυτή. Στη διάρκεια των ερευνών πάντως αποδείχθηκε ότι ο Σοττοσάντι είχε άλλοθι: την ημέρα της επίθεσης ήταν μαζί με τον Πινέλλι ο οποίος του παρέδωσε μια επιταγή 15.000 λιρετών από την οργάνωση Croce Nera Anarchica (μια ομάδα αλληλεγγύης στους κύκλους των αναρχικών) για τα έξοδά του προκειμένου να πάει στο Μιλάνο και να καταθέσει για να επιβεβαιώσει το άλλοθι του Tito Pulsinelli, που κατηγορούνταν ότι είχε πραγματοποιήσει επίθεση στο στρατώνα Garibaldi στις 19 Ιανουαρίου του 1969 και ο οποίος τελικά αθωώθηκε, τόσο για αυτή την επίθεση, όσο και για τις επιθέσεις της 25ης Απριλίου.

Διατυπώθηκε επίσης η υπόθεση ότι είχε χρησιμοποιηθεί σωσίας από ομάδες της άκρας δεξιάς ή τμήματα των μυστικών υπηρεσιών που δρούσαν αυτόνομα προκειμένου να να κατηγορηθούν οι αναρχικοί. Η υπόθεση αυτή ενισχύθηκε και από τις δηλώσεις των ακροδεξιών Guido Giannettini και Pierluigi Concutelli.

Την επομένη της σύλληψης του Βαλπρέντα, η εφημερίδα Corriere della sera ανέφερε ότι συνελήφθη το «τέρας» και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Giuseppe Saragat συνεχάρη τον αστυνομικό διευθυντή του Μιλάνου Marcello Guida. Η εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Ιταλικού Κόμματος Avanti! καταδίκασε αμέσως τον Βαλπρέντα, για τον οποίο ανέφερε ότι «δεν είχε καμία ιδεολογία, δε διάβαζε, ήταν θυμωμένος με όλους και με όλα, μισούσε τα πολιτικά κόμματα και ήταν στενά δεμένος με ένα κίνημα, το λεγόμενο της 22ας Μαρτίου, που ήταν έμπνευσης ναζιστικής και φασιστικής (...) αδιάφορος, βίαιος, απεχθάνονταν τους δημοκρατικούς θεσμούς». Και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πεπεισμένο ότι η επίθεση ήταν έργο των αναρχικών.

Η έρευνα των Ερυθρών Ταξιαρχιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχετικά με την τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα έρευνα έκαναν και οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Το υλικό αυτής της έρευνας, το οποίο περιελάμβανε και συνεντεύξεις αρκετών εκπροσώπων του circolo anarchico Ponte della Ghisolfa, βρέθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1974, σε γιάφκα των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» στο Robbiano, μόνο όμως ένα μικρό μέρος τέθηκε στη διάθεση των δικαστών που ερευνούσαν την επίθεση και αυτό αργότερα χάθηκε και πιθανόν καταστράφηκε μερικώς το 1992.[4] [5]

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή (το περιεχόμενο της οποίας είναι γνωστό από τις γραπτές αναφορές των καραμπινιέρων, την κατάθεση μέλους της οργάνωσης που συνεργάστηκε με τις αρχές και άλλο υλικό που βρέθηκε) η τρομοκρατική επίθεση στο Μιλάνο είχε υλοποιηθεί από αναρχικούς, οι οποίοι τοποθέτησαν τη βόμβα θέλοντας να προβούν σε μια πράξη διαμαρτυρίας αλλά από λάθος εκτίμηση σχετικά με την ώρα που έκλεινε η τράπεζα προκάλεσαν το θάνατο 17 ανθρώπων και τον τραυματισμό πολλών άλλων. Τα εκρηκτικά όμως και τους πυροκροτητές, σύμφωνα πάντα με τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες», οι δράστες τα είχαν προμηθευτεί από μια ακροδεξιά οργάνωση ενώ ο Πινέλλι πραγματικά είχε αυτοκτονήσει γιατί είχε εμπλακεί χωρίς τη θέλησή του στη διακίνηση των εκρηκτικών που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση.

Οι δολοφονίες του Λουίτζι Καλαμπρέζι και του Βιττόριο Οκόρσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το θάνατο του Τζουζέπε Πινέλλι ο αστυνομικός επιθεωρητής Λουίτζι Καλαμπρέζι δέχτηκε έντονη κριτική από μερίδα του τύπου ως υπεύθυνος για το θάνατο του 41χρονου αναρχικού (στην εφημερίδα Lotta Continua της ομώνυμης ακροαριστερής οργάνωσης δημοσιεύτηκαν άρθρα που περιείχαν ακόμα και απειλές για τη ζωή του).

Στις 27 Ιουνίου του 1971 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό l'Espresso μια επιστολή, την οποία υπέγραφαν 757 συγγραφείς, καλλιτέχνες, άνθρωποι του κινηματογράφου, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, στην οποία καταγγέλλονταν με σκληρή γλώσσα ο Καλαμπρέζι και άλλοι αστυνομικοί της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Μιλάνου ως υπεύθυνοι για το θάνατο του Πινέλλι.

Στις 17 Μαίου του 1972, στις 9 και 15 το πρωί, ο Λουίτζι Καλαμπρέζι δολοφονήθηκε μπροστά στο σπίτι του στο Μιλάνο.

Τον Ιούλιο του 1988 ο Λεονάρντο Μαρίνο, πρώην μέλος της Lotta Continua, δήλωσε ότι ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία του Καλαμπρέζι και υπέδειξε ως δράστη της δολοφονίας τον Οβίντιο Μπομπρέσι (που επίσης ήταν μέλος της Lotta Continua) και τους Αντριάνο Σόφρι και Τζιόρτζιο Πιέτροστεφάνι (που ήταν από τα ηγετικά μέλη της οργάνωσης Lotta Continua) ως τα άτομα που έδωσαν την εντολή για τη δολοφονία. Ο Μπομπρέσι, ο Σόφρι και ο Πιέτροστεφάνι καταδικάστηκαν σε 22 χρόνια κάθειρξη και ο Μαρίνο σε έντεκα, επειδή συνεργάστηκε με τις αρχές.

Στις 10 Ιουλίου του 1976 δολοφονήθηκε στη Ρώμη ο εισαγγελέας Βιττόριο Οκόρσιο, ενώ πήγαινε με το αυτοκίνητό του στα γραφείο του. Ο Οκόρσιο είχε συμμετάσχει στην έρευνα για την τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα. Την ευθύνη για τη δολοφονία του ανέλαβε η ακροδεξιά οργάνωση Movimento Politico Ordine Nuovo. Ως φυσικοί αυτουργοί αυτής της δολοφονίας καταδικάστηκαν ο Pierluigi Concutelli και ο Gianfranco Ferro.

Δίκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλπρέντα, αφού έμεινε για ένα διάστημα στη φυλακή, αφέθηκε ελεύθερος με τον Ν. 773 της 15ης Δεκεμβρίου του 1972, που είναι γνωστός και ως «νόμος Βαλπρέντα». Στη δίκη που έγινε το 1979 στο Corte d'Assise στο Καταντζάρο αθωώθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων και απαλλάχθηκε οριστικά στο δεύτερο βαθμό το 1985.

Το 1979 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για την τρομοκρατική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα τα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Ordine Nuovo Φρανκ Φρέντα, Τζιοβάνι Βεντούρα και ο Guido Giannettini. Δύο χρόνια αργότερα και οι τρεις αθωώθηκαν στο δεύτερο βαθμό (αν και ο Φρανκ Φρέντα και ο Τζιοβάνι Βεντούρα καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια κάθειρξη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Πάντοβα και στο Μιλάνο στις 13 και στις 25 Απριλίου του 1969). Το 1982 το Corte di Cassazione (το αντίστοιχο του Αρείου Πάγου δικαστήριο της Ιταλίας) ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου του Καταντζάρο για την αθώωση του Φρέντα και του Βεντούρα. Η νέα δίκη ξεκίνησε στο Μπάρι το 1984 και τον Αύγουστο του 1985 το εφετείο έκρινε εκ νέου αθώους λόγω έλλειψης στοιχείων τον Franco Freda και τον Giovanni Ventura. Με την ίδια απόφαση αθωώθηκε και ο Βαλπρέντα.

Η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα και ο θάνατος του Πινέλλι στο θέατρο και στον κινηματογράφο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με αφορμή το θάνατο του Πινέλλι, ο Ιταλός νομπελίστας συγγραφέας Ντάριο Φο έγραψε το 1970 το θεατρικό έργο «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού».

Η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα και ο θάνατος του Πινέλλι, είναι η υπόθεση της ταινίας Romanzo di una strage του Ιταλού σκηνοθέτη Μάρκο Τούλλιο Τζιορντάνα (2012).

Τραγούδι με τίτλο "Piazza Fontana" του ιταλικού συγκροτήματος Yu Kung (στίχοι και μουσική του Claudio Bernieri) στο δίσκο τους "Pietre Della Mia Gente" (1976).

Το ίδιο τραγούδι (αλλά με τίτλο "Luna rossa") ερμηνεύουν και οι Banda Bassotti.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]